18/5/25

Άποψη της έκθεσης «The Wood Wide Web» της Χριστίνας Μήτρεντσε στην γκαλερί Citronne. Φωτ.: Frank Holbein

Της Βερονίκης Δαλακούρα*
 
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΕΛΙΟΣ, Η αριστοκρατική στάση της  ατομικότητας. Ένας φανταστικός διάλογος με τον Φερνάντο Πεσσόα στη Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Κυριακίδη, σελ. 48
 
Θα ανταποκρινόταν ο Πεσσόα, γράφοντας από τη Λισσαβόνα, αν στην πραγματικότητα συνέβαινε ο διάλογος με τον Έλληνα ποιητή που συνομίλησε μαζί του σε μια πόλη που ο Πορτογάλος σίγουρα δεν είχε γνωρίσει; Αλλά επειδή με υποθέσεις (ούτε) μια μικρή παρουσίαση βιβλίων, όσο σημαντικών κι αν είναι, δεν γίνεται, θα βρούμε έρεισμα στην σχέση των παραπάνω δημιουργών με τα πρόσωπα που τους απασχολούν επίμονα, βασανιστικά θα ’λεγα: αντικείμενα προβληματισμού, φαντάσματα τα οποία δεν δίνουν απαντήσεις, απομακρυσμένα φάσματα των οποίων η παρουσία, ακόμη κι αν ήταν σωματική, σχήμα δε θα έπαιρνε, για τον απλούστατο λόγο ότι δε θα το επιθυμούσαν.
Ο φανταστικός διάλογος με τον Φερνάντο Πεσσόα στη Θεσσαλονίκη, είναι ο επεξηγηματικός υπότιτλος του ολιγοσέλιδου, με μεγάλη ευαισθησία και εύστοχα γραμμένου βιβλίου του Κωνσταντίνου  Τέλιου (1965). «Η αριστοκρατική στάση της ατομικότητας», ο τίτλος, από το Βιβλίο της Ανησυχίας του Φερνάντο Πεσσόα ( 1888-1935) δίνει το στίγμα του βιβλίου που δημοσιεύτηκε -σε δύο μέρη- στο τχ. 3, σ.55-63 (Νοέμβριος 2000),  του περιοδικού Δυτικές Ινδίες του ποιητή  Ηλία  Μέλιου.
Σ’ αυτό το υψηλής ποιότητας, βραχύβιο, δυστυχώς, περιοδικό,  πρωτοδημοσιεύτηκε και το Υστερόγραφο στον φανταστικό διάλογο (τχ. 4, Μάιος 2001), μία απάντηση του Έλληνα συγγραφέα στην εξίσου φανταστική, υποθέτω, επιστολή της «αναγνώστριας  Δήμητρα Κ. από  την Ρόδο». Στο πρώτο μέρος, ο διάλογος με τον  Πορτογάλο ποιητή  είναι μια προσχηματική εξομολόγηση, αφορμή για καταγραφή εικόνων της Θεσσαλονίκης, αντ-απαντήσεων και ίσως αντιρρήσεων στον χειμαρρώδη ιδιαίτερο λόγο του Πορτογάλου ομότεχνου, του οποίου η γλώσσα, ας είναι και διαφορετική, αντηχεί το πνεύμα των συγγραφέων καθώς διαπλάθεται σε πλάσμα και  οντότητα. Γίνεται Αυτός με τον οποίο ο Κ. Τέλιος κτίζει ένα διάλογο με Εαυτόν∙ η ενδόμυχη επιθυμία της δημιουργίας, ταυτισμένη με την πνευματικότητα, εκφράζεται με αμεσότητα, με λέξεις απλές. Ο χαρακτήρας όμως του μονολόγου, εφόσον ο συγγραφέας απευθύνεται σε κάποιον που δεν τον ακούει, εμπεριέχει στοιχεία μιας μεταφυσικής αγωνίας και επιβεβαιώνει ότι η γλώσσα, ως όργανο έκφρασης, αδυνατεί να κατονομάσει τα πράγματα. Αποδεικνύει όμως με τρόπο απλό, την ύπαρξη μιας πραγματικότητας η οποία πέρα από την υλική της υπόσταση μπορεί να δημιουργήσει μια μαγεία η οποία θα της προσδώσει μια άλλη διάσταση. «- Λυπάμαι αλλά επιμένω πως ό,τι γράψατε άξιζε τον κόπο. Και είναι βέβαιο ότι δικαιώσατε τη ζωή ασχολούμενος με μια ανώτερη δραστηριότητα. Η τέχνη σας αποδεικνύει ότι η ζωή, και η ηδονή που αποκομίζουμε μερικές φορές από αυτήν, μπορεί να αξίζει τον κόπο, αν πρόκειται να ξοδευτεί για κάποιο ιδανικό όπως αυτό…[…] Η ηδονή που μπορεί να απείχε  από τη σωματική ήταν όμως  ένας βέβαιος τρόπος να δίνετε υπόσταση και να κερδίζετε, υποφέροντας λιγότερο, την ουσία κάθε ημέρας. Να γίνεστε με τον τρόπο σας, ένας πραγματικός κάτοικος του παρόντος.» Κι ενώ στον Φανταστικό Διάλογο, αυτή την αδιαμφισβήτητη αυθαιρεσία, όπως σημειώνει στο Υστερόγραφο ο Κ. Τέλιος, συντελείται μια «μυθοποίηση» με ρίζες βαθιές σε προσωπικές αλλά και κοινωνικές επιλογές, η συνέχεια του κειμένου του αποτελεί την κατάθεση για την πραγματοποίηση μιας άνωθεν Εντολής∙ η ουσία της οδηγεί από το πνεύμα και την ανέγγιχτη, άρρητη φύση του, στην υλική ύπαρξη-μεταμόρφωσή του. Διαβάζοντας μέσα από τις γραμμές, διακρίνουμε μια βαθιά αδιαφορία για τη «λογοτεχνία», έτσι όπως μας την έχουν μάθει, έτσι όπως διδάσκεται μέσα από τις λέξεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν ή μορφοποιούν έννοιες, οι οποίες αργά ή γρήγορα θα ακυρωθούν. Η απόρριψη είναι η μοίρα τους. Η αφήγηση, σε οποιοδήποτε είδος γραπτού λόγου -και δεν γίνεται να μη συμπεριλάβουμε σ’ αυτήν όχι μόνο το πεζό ποίημα-text αλλά και την σύγχρονη ποίηση έτσι όπως υπάρχει σήμερα μέσα στα πλαίσια του μεταμοντέρνου, αποτελεί πλέον ένα τρόπο ανα-στοχασμού∙ όμως απώτερος στόχος της  δεν πρέπει να είναι η ψυχρή απεικόνιση του άδειου, αλλά η προσπάθεια μέσα από την παρουσία του κενού, της αποκάλυψης του Είναι. Οι λέξεις είναι ίσως εύκολο να αποκτήσουν αληθινό σώμα και πρόσωπο, αλλά πραγματική ζωή θα τους δώσειν η πνοή, δική μας ή θεϊκή, αν δεχθούμε ότι ένας Διάλογος, πραγματικός ή φανταστικός, εμπεριέχει  και το -ούτως ειπείν Ομοούσιο: την πορεία δηλαδή  για τη μετουσίωση του πνεύματος σε υλικό και την κατάκτηση, την κινητικότητα της ύλης, ως εντολή.
«….ο γράφων ανέγνωσε και μετέγραψε μέρη του κειμένου (του Βιβλίου της Ανησυχίας ) με έναν τρόπο απόλυτα προσωπικό… κινούμενος στα όρια του επιτρεπτού, προκειμένου να παρουσιάσει τη δική του σκέψη, ξοδεύοντας τις λέξεις του βιβλίου ως καύσιμη ύλη, αποσκοπώντας στο να κινηθεί και να υπάρξει, όχι ο κόσμος του συγγραφέα ή του βιβλίου, αλλά ο δικός του κόσμος.»

*Η Βερονίκη Δαλακούρα είναι ποιήτρια

Δεν υπάρχουν σχόλια: