Θανάσης Τότσικας, Lilacs and poppies from my window, 2014, μέταλλο, ακρυλικό σε καμβά και γυαλί, 136 x 235 x 6 εκ. Φωτ.: Στάθης Μαμαλάκης. |
Του Στέφανου Δημητρίου*
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ, Πολιτική
χειραφέτηση και κοινωνική κριτική, εκδόσεις Πόλις, σελ. 184
Αυτή την ιδέα παρακολουθεί ο Νικόλας Σεβαστάκης, ιχνηλατώντας την πορεία της μέσα από το έργο στοχαστών που κάποιοι είναι λίγο – ή και ελάχιστα – γνωστοί. Ως εκ τούτου, η μελέτη του ενδιαφέρει και επειδή μας συστήνει αυτούς τους στοχαστές. Ο συγγραφέας, εδραζόμενος στον κύριο άξονα του ρεπουμπλικανικού πολιτικού στοχασμού, δηλαδή στον νομιμοποιητικό και παιδαγωγικό ρόλο των πολιτικών θεσμών, ξετυλίγει το νήμα από τον Μαρξ και το πώς αυτός συνέλαβε και επεξεργάστηκε τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και την πολιτική κοινωνία, ως αστική κοινωνία ιδιωτών. Τι είναι, όμως, το κράτος εντός αυτής της σχέσης, σύμφωνα με τον Μαρξ; Ο Νικόλας Σεβαστάκης απαντά ως εξής: «Καμιά οντότητα, λέει ο Μαρξ, δεν είναι πρόθυμη να αυτοκτονήσει. Το κράτος, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να «αντικρίσει» την ίδια του την ουσία, που είναι ο διαχωρισμός του από την ιδιωτική και κοινωνική σφαίρα. Αν ένα κράτος αμφισβητούσε αυτόν τον διαχωρισμό από την ιδιωτική και κοινωνική σφαίρα, θα έπρεπε να αμφισβητήσει την ίδια του την αρχή, τον δικό του λόγο ύπαρξης, που εδράζεται σε αυτήν ακριβώς τη διαίρεση. Η πολιτική διάνοια, το πολιτικό πνεύμα, όχι μόνο προϋποθέτει τον διαχωρισμό κράτους και κοινωνίας των ιδιωτών αλλά λειτουργεί και σαν πρόσθετος μηχανισμός τύφλωσης: όσο πιο «πολιτικό» είναι ένα έθνος, τόσο περισσότερο δυσκολεύεται να εντοπίσει την αληθινή αιτία των κοινωνικών δεινών» (σ.22).
Ο Μαρξ, στο «Εβραϊκό Ζήτημα» (1844), περιγράφει και αναλύει τη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού, δηλαδή διάκριση ανάμεσα στην αστική κοινωνία και το κράτος, ως διάκριση η οποία συγκροτεί την ίδια τη νεωτερική κοινωνία. Η συγκροτητική λειτουργία της εν λόγω διακρίσεως έγκειται στο να εντάξει τη σχέση ιδιώτη και πολίτη εντός ενός πεδίου, το οποίο το ορίζει η σχέση ανάμεσα σε μη πολιτική κοινωνία και σε πολιτικό κράτος. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική είναι κάτι απροσδιόριστο. Ένας τρόπος, ώστε να αποσαφηνιστεί κάπως το απροσδιόριστο περιεχόμενο της πολιτικής, είναι το να ξανασκεφτούμε τη διάκριση αστού ιδιώτη και πολίτη υπό το πρίσμα της σχέσης ανάμεσα στον ατομικό άνθρωπο και τον πολίτη. Με τα λόγια του Μαρξ, στο ανωτέρω κείμενο, αυτό διατυπώνεται ως εξής: «Μόνο όταν ο πραγματικός ατομικός άνθρωπος προσλάβει ξανά τον αφηρημένο πολίτη μέσα του και γίνει στον εμπειρικό βίο του, στην ατομική εργασία του, στις ατομικές σχέσεις του ον γένους, μόνο όταν ο άνθρωπος αναγνωρίσει και οργανώσει τις «force prorpes» του ως κοινωνικές δυνάμεις, και συνεπώς όταν δεν θα χωρίζει από τον εαυτό του την κοινωνική δύναμη με τη μορφή της πολιτικής δύναμης, μόνο τότε θα έχει ολοκληρωθεί η ανθρώπινη χειραφέτηση».[1] Ο Νικόλας Σεβαστάκης μάς δείχνει ότι, στο έργο του Μαρξ, η θεσμική υπόσταση, καθώς και η ίδια η ιδέα της ρεπουμπλικανικής πολιτείας, απειλούνται από την πλήρη αυτονόμηση των ιδιωτικών συμφερόντων και των συναφών επιλογών, με αποτέλεσμα να εξασθενεί διαρκώς το καθήκον ως προς την εκπλήρωση των δημόσιων, πολιτικών δεσμεύσεων. Αυτό το τελευταίο νομίζω πως είναι σημαντικό, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τη συνεκτική επιχειρηματολογία και την ανάλυση που κάνει ο συγγραφέας, διότι η εστίασή του στη σχέση ατομικού δικαιώματος και δημόσιας υποχρέωσης, ως ισότιμης σχέσης, η οποία συνέχει την πολιτεία, τον οδηγεί και στην κριτική θεώρηση του πολιτικού στοχασμού του Τοκβίλ, καθώς και της διαρκούς του ανησυχίας για την ανάδυση νέων μορφών πολιτικής δεσποτείας, μέσω της εξασθένησης του ρόλου των πολιτικών θεσμών, αλλά και της επακόλουθης (ή και προηγηθείσης ενίοτε) υποχώρησης του ενδιαφέροντος των πολιτών για την προστασία αυτών των θεσμών, άρα και για την προστασία της ίδιας της πολιτικής ιδιότητας, που τους επιτρέπει να ονομάζονται και να λογίζονται «πολίτες». Το να είναι πολίτες σημαίνει, για τον Τοκβίλ, όπως και για τον Μιλ, ότι η κατάφαση στην ατομικότητα δεν ταυτίζεται με την ατομικιστική επιδίωξη της ευζωίας, ως κύριας –ή και αποκλειστικής– επιδίωξης σε βάρος του κοινού καλού. Για τον Τοκβίλ η διασφάλιση της πολιτικής ελευθερίας είναι ζήτημα πολιτικής παιδείας. Η τελευταία συνδέεται αρραγώς με τους δημοκρατικούς θεσμούς και τον δικό τους παιδευτικό ρόλο ως προς την ικανότητα των πολιτών να σταθμίζουν τη σχέση ανάμεσα στην πολιτική υποχρέωση και τη δυνατότητα της ατομικής διαφοροποίησης, χωρίς η πρώτη να καταπίπτει στην περιστολή και τη δυνάστευση, αλλά και χωρίς η δεύτερη να συνιστά αυτονόμηση των ιδιωτικών συμφερόντων.
Όλα αυτά εκβάλλουν στο σήμερα. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό το να τονίσουμε την εύστοχη, όπως την επιτυγχάνει ο συγγραφέας, συναρμογή τους με τον σύγχρονο ρεπουμπλικανό πολιτικό φιλόσοφο, τον Φίλιπ Πέτιτ και τη θέση του για την ελευθερία ως μη κυριαρχία∙ μία θέση, η πρωταρχική συγκρότηση της οποίας είναι στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη. Η ελευθερία ως μη κυριαρχία είναι και μία συνθήκη περιορισμού –ακόμη και αποτροπής– κάθε εξουσιαστικής αυθαιρεσίας, άρα είναι και θέση διεύρυνσης της ισότιμης, άρα και εξίσου περιορισμένης, έννομης ελευθερίας όλων. Από αυτό το σημείο, νομίζω ότι μπορούμε ομαλώς να μεταβούμε στην κρίσιμη σημασία –θα έλεγα και σπουδαιότητα– αυτής της μελέτης: Ο Νικόλας Σεβαστάκης θέτει τον αναγνώστη στον κόμβο όπου συναντώνται όλα τα μείζονα προβλήματα που αφορούν τις εκδοχές της ελευθερίας (ατομική, πολιτική, κοινωνική) και βεβαίως των συναφών δικαιωμάτων, αλλά και των αντίστοιχων μορφών της δικαιοσύνης, εφόσον η πρώτη θα είναι πάντα μισερή χωρίς τη δεύτερη. Ο συγγραφέας αναδεικνύει τις πολύτροπες εκδηλώσεις της ρεπουμπλικανικής ιδέας, από τον 19ο αιώνα έως σήμερα, ώστε να μας οδηγεί και προς την επίκαιρη, τωρινή συνθήκη διακινδύνευσης της φιλελεύθερης, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά και της αναγκαίας υπεράσπισής της διά της ανανεώσεώς της.
Το σημαντικό βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη είναι μία άσκηση «αναστοχαστικής ισορροπίας» (για να παραφράσω κάπως τον Ρωλς») της συζυγίας των όρων που συστήνουν την πολύτροπη και δύσκολη, συχνά, σχέση πολιτικής χειραφέτησης και κοινωνικής κριτικής, η οποία εύστοχα τιτλοφορεί και την πλούσια προβληματική αυτού του βιβλίου. Μια τέτοια ισορροπία, όμως, δοκιμάζεται και ως προς την αβεβαιότητα και ως προς την ευστάθειά της (όπως, άλλωστε, συμβαίνει με κάθε ισορροπία, αλλά και κάθε πτώση) σε συνθήκες ισηγορικού διαλόγου, όπως μάς τον δίδαξαν οι ελληνορωμαϊκές ρίζες του αναθεματιζόμενου πλέον ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αυτός ο διάλογος είναι που λείπει, από τη δημόσια πολιτική σφαίρα. Το βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη, από την άλλη, συνιστά ένα ισχυρό διαλογικό και ερευνητικό υπόδειγμα, που έχει κέντρο του την κριτική, διανοητική χειραφέτηση, ώστε να σκεφτούμε –ή ακόμη και να επινοήσουμε– τον πολιτικό εαυτό μας αλλιώτικα. Το πώς ακριβώς είναι πάντα το κρίσιμο ζητούμενο του διαλόγου.
*Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
[1] Καρλ Μαρξ, «Για το Εβραϊκό Ζήτημα», στο: επιλογή-μετάφραση: Θανάσης Γκιούρας - Θωμάς Νουτσόπουλος (επιμ), 1840, Karl Marx. Κείμενα από τη δεκαετία του 1840. Μια ανθολογία, επιλογή-μετάφραση-επιμέλεια: Θανάσης Γκιούρας, σ. 182, εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου