9/7/23

Η ποιήτρια Ρούλα Αλαβέρα

Θάλεια Χιώτη, Ύφανση, 2005, αποκολλημένο κείμενο, tape, 77 x 75 εκ.

(Στις συμπληγάδες του ελάσσονος μοντερνισμού)
 
Του Κώστα Βούλγαρη
 
Το 1964, που εμφανίζεται η Ρούλα Αλαβέρα στον λογοτεχνικό στίβο, κυριαρχούν μείζονες ποιητές του μοντερνισμού, ο Καβάφης, ο Βάρναλης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος. Καμιά όμως ιδιαίτερη καταγωγική σχέση της, με τους εν λόγω ποιητές, δεν διαπιστώνεται από τις πρώτες συλλογές της.
Γιατί η Ρούλα Αλαβέρα δεν εμφανίζεται εν κενώ, ως πρόσωπο της λογοτεχνίας που κάνει τις επιλογές της, δοκιμάζοντας συνέχειες και ρήξεις, με τους μείζονες προηγηθέντες, αμέσως πριν από αυτήν.
Η Αλαβέρα προκύπτει μέσα από τις διαδικασίες της θεσσαλονικιώτικης λογοτεχνίας. Η οποία, όμως, όσο και αν επέμεινε στην αισθητική αξία του εσωτερικού μονολόγου, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, με τον κύκλο του περιοδικού Μακεδονικές ημέρες, ποτέ δεν κατάφερε να αποτελέσει την κύρια οδό του μοντερνισμού στα καθ’ ημάς. Μετά τον πόλεμο, αυτή η μεσοπολεμική λογοτεχνική παράδοση θα πάρει άλλες μορφές, με τον κύκλο του περιοδικού Νέα πορεία, του Τηλέμαχου Αλαβέρα, με τον κύκλο των αριστερών ποιητών, με τις διακριτές περιπτώσεις της Ζωής Καρέλλη, του Τάκη Βαρβιτσιώτη και του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Καμία όμως από αυτές τις περιπτώσεις δεν έδωσε μείζον έργο, ούτε συγκροτήθηκε μια πνευματική συνάφεια που να αίρεται πάνω από το ελάσσον πεδίο της λογοτεχνικής πρακτικής, αν όχι ως έργο τουλάχιστον ως στόχευση και αισθητικό αιτούμενο.
Η είσοδος λοιπόν της Ρούλας Αλαβέρα ήταν σεβαστική ως προς το λογοτεχνικό περιβάλλον της. Ταυτόχρονα, όμως, ασφυκτιούσε μέσα του.
Είναι κρίσιμο, για όλους τους ποιητές, όταν κάνουμε έναν απολογισμό της πορείας τους, να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στην πρώτη τους εμφάνιση. Έχει πολλά να μας πει. Και εν προκειμένω, στέκομαι στο ποίημα της Αλαβέρα, το οποίο προτάσσεται στη συγκεντρωτική έκδοσή της, Ποίηση 1964-1984, και προέρχεται από τη πρώτη της ποιητική εμφάνιση, με τη συλλογή Πέρασμα 1964:
Η ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΖΩ. Αυτή η πολιτεία καλλιεργεί τη μοναξιά μου/ Επιβάλλει το βήμα μου να ’ναι πίσω/ Εξαναγκάζει την καρδιά/ Αυτή η πόλη γίνεται χώρα μοναδική/ με τα καλντερίμια, τις γραμμές των τραμ/ τους στρατιώτες της στα φυλάκια/ Αυτή η χώρα μου μ’ εξαγοράζει/ ..../ Τα πόδια μου εξακολουθούν να βαδίζουν.
Αυτό το ποίημα νομίζω πως μας λέει όσα υπαινίχθηκα αμέσως πιο πριν. Μέσα στο λογοτεχνικό μικροσύμπαν της Θεσσαλονίκης εμφανίζεται η Αλαβέρα, εκεί εντάσσεται και αναπνέει, εκεί περπατά τα πρώτα της βήματα, εκεί ασφυκτιά, ήδη απ’ την αρχή. Ασφυκτιά, το δηλώνει ανοιχτά, αλλά δεν απαρνιέται την ίδια την παράδοση που την τρέφει.
Σε εκείνη, την πρώτη ποιητική της εμφάνιση, η Ρούλα Αλαβέρα δείχνει μια σπάνια, εντελώς σπάνια και πλήρη ποιητική συνείδηση, αφού θέτει ευθαρσώς το ερώτημα, το διαχρονικότερο ερώτημα για όποιον εμπλέκεται στο πεδίο της ποίησης: Θα καλοσκεφτώ/ τι θα προτιμήσω να γίνω∙/ δεξιοτέχνης ή καλλιτέχνης.
Γιατί ποιήματα έγραφαν πολλοί, και τώρα γράφουν περισσότεροι. Είναι ποιητές, όμως; Κάθε ένας που γράφει ποιήματα, έστω αξιοπρεπή, ή και καλά ποιήματα, δεν είναι ποιητής. Είναι ποιηματογράφος. Η ποιητική ιδιότητα προϋποθέτει πολλά περισσότερα.
Στη δεύτερη συλλογή της, Περί της δεσποτείας των αντιαζομένων (1969), αυτή η πρώιμη διάθεση αποστασιοποίησης από το περιρρέον κλίμα φαίνεται να υποχωρεί θεματολογικά, με εξαίρεση βέβαια τον τίτλο της συλλογής, Περί της δεσποτείας των αντιαζομένων, ο οποίος μπορεί να αποκωδικοποιηθεί μόνο μέσα από το ποίημα «Οι νικητές», όπου έχουμε όχι μόνο τη δυσφορία απέναντι στο παγκόσμιο, μεταπολεμικό σκηνικό, αλλά και μια επίσης πρώιμη, στωϊκή αποδόμηση της βεβαιότητας και της αυτάρκειας που προέβαλλε, και πίστευε, κάθε μία από τις εκδοχές των «νικητών», είτε επρόκειτο για βεβαιότητες πολιτικές, οικονομικές, καλλιτεχνικές.
Πρόκειται για μια υπόρρητη, καθ’ ότι στιγμιαία, όμως μετωπική αναμέτρηση με όλες τις μεταπολεμικές σταθερές, που από τη μια παγίωναν τον κόσμο και την ευμάρειά του, ενώ από την άλλη δημιουργούσαν τους πυρήνες της ριζικής αμφισβήτησής του, όπως, παράλληλα, συνέβαινε εκείνα τα χρόνια σε διάφορα επίπεδα, και σε πολλές γωνιές της γης, π.χ. με τους αμερικανούς ποιητές του μπητ.
Αλλά και σε αυτό το κλίμα, της εν όλω θεματολογικής υποχώρησης της Αλαβέρα, ο λόγος της είναι απρόσμενος. Για να το πω όσο πιο περιγραφικά μπορώ, ο λόγος της έχει μια ζωηράδα και μια δύναμη, που τον κάνουν να ξεχωρίζει και να ξενίζει, είναι λόγος allegro, λόγος παράταιρος με την εν γένει χαμηλόφωνη θεσσαλονικιώτικη λογοτεχνία, χωρίς να καταντά όμως λόγος γραφικός, συνθηματολογικός, παρασιτώντας πάνω σε κοινωνικές ή προσωπικές εκφάνσεις και στιγμιότυπα (ας μην πούμε ονόματα...). Εδώ, η Αλαβέρα ριζοσπαστικοποιεί ρυθμολογικά την οικεία παράδοση του εσωτερικού μονολόγου, με τις λέξεις της να απελευθερώνονται από τα αφηγηματικά τους συμφραζόμενα, να λάμπουν, και πάλι όμως να μην προτάσσεται η λάμψη τους, να μην περιφέρεται ως εξωτικό θήραμα, αλλά οι στίχοι της να αποπνέουν μια φυσικότητα σπάνια στην ποίησή μας:
ΟΙ ΝΙΚΗΤΕΣ. Η τιμωρία υπάρχει μέσα μας/ Τα αναρίθμητα χρέη κρέμονται απ’ την/ πιθανότητα της στάσιμης ειρήνης/ όπως όταν αντιμάχονται αλλήλους/ μετά τη νίκη οι νικητές/ Πότε ο χείμαρρος θα ξαναφέρει το τέλος/ που όλοι είδαν, όλοι έζησαν/ εκτός από σένα;/ Πότε ο ωκεανός θα ξανάψει/ θα γίνει πέρασμα των κολασμένων;
Ακολουθεί η συλλογή Κρανιοτρύπανο (1973), όπου το μότο από την Αποκάλυψη περιγράφει την ανάδυση εκ των εγκάτων όλου του εσμού των συνταγματαρχών της «βαθειάς Ελλάδος», ως ακρίδες και σκορπιοί: Και ο πέμπτος άγγελος εσάλπισε, και είδον ότι έπεσεν εις την γην αστήρ εκ του ουρανού και εδόθη εις αυτόν το κλειδίον του φρέατος της αβύσσου. Και ήνοιξε το φρέαρ της αβύσσου∙ και ανεβη καπνός εκ του φρέατος ως καπνός καμίνου μεγάλης και εσκοτίσθη ο ήλιος και ο αήρ εκ του καπνού του φρέατος. Και εκ του καπνού εξήλθον ακρίδες εις την γην, και εδόθη εις αυτάς εξουσία, ως έχουσιν εξουσία οι σκορπίοι της γης.
Σε αυτή τη συλλογή, έχουμε επίσης το πέρασμα της Αλαβέρα στη φόρμα του πεζού ποιήματος. Όπου, με το «καλημέρα» επιχειρεί να ορίσει τις νέες σημασιοδοτήσεις του καλού και του κακού, όπως άλλωστε και ο ιδρυτής του είδους, Διονύσιος Σολωμός, στη Γυναίκα της Ζάκυθος. Η Αλαβέρα όμως στέκεται στην προφάνεια της εποχής, γι’ αυτό και με αξιοσημείωτο ποιητικό θάρρος διαχωρίζεται από τον συρμό: Ο φίλος έλεγε: με θέλγει η κοινωνική ποίηση. Περιττό. Και λίγο πιο κάτω επανέρχεται: Καταντούσαν όλα πολύ κοινωνικά. 
Και έτσι περνάμε στο δίπολο Τζέκιλ και Χάυντ (1978), και στο Μπλουζ (1980), όπου η προσωπική δυσφορία και αποστασιοποίηση συχνά δίνει τη θέση της σε πολύ αιχμηρές νότες κριτικής, προς πάσα κατεύθυνση, όσον αφορά τα πολιτικά δρώμενα, τις τυπικές κοινωνικές παθολογίες, την ίδια την τέχνη, αφού εμπλέκονται όχι μόνο η μουσική της τζαζ αλλά και ο Τόμας Μαν και ο μουσικός Λουτσιάνο Μπέριο αυτοπροσώπως, δηλώνοντας πως εδώ οι παραδεδομένες αρμονίες και αρμονικές κατακερματίζονται, αντίστοιχα μέσα στον ποιητικό λόγο. Να μια σκηνή στη λαχαναγορά: εδώ πουλώ/ εγώ φωνή/ εγώ χόρτο γεμάτο λάσπη/ χόρτα γεμάτα λάσπη/ χόρτα γεμάτα χώμα/ γεμάτα αίμα/ και
Στο Οδοιπορικό (1982) η Αλαβέρα αφήνεται σε, και ταυτόχρονα σκηνοθετεί ένα ταξίδι σε όλη την ελληνική επικράτεια και στην όλη ιστορίας της, περνά και από τη δικιά μου Τρίπολη (εγώ βέβαια απουσίαζα στην Αθήνα...). Κυριαρχεί ένας ασθματικός ρυθμός και τόνος, που μόνο με εκείνον του Κέρουακ μπορεί να συσχετισθεί, δίνοντας μία από τις εν τοις πράγμασι μπητ ποιητικές στάσεις, εν μέσω τόσων και τόσων λόγιων επικλήσεων αυτού του ένδοξου εκείνα τα χρόνια ποιητικού συρμού, που όμως δεν είχαν καμιά δραστικότητα και καμιά ριζοσπαστικότητα, όχι όσον αφορά τις προθέσεις και τις κοινωνικές αξιώσεις αλλά στη μεταβολή της φωνής και της γλώσσας του ποιητή. Μεταβολή, έως τις απώτατες συνέπειές της, που πραγματώνονται ουσιαστικά στη συλλογή αυτή της Αλαβέρα, ενώ όλο το ποιητικό κλίμα της λεγόμενης εκείνα τα χρόνια «αμφισβήτησης» βουλιάζει σε μια συμβατική μανιέρα, διαμορφώνοντας έτσι την άλλη πλευρά των συμπληγάδων, του ελάσσονος μοντερνισμού:
Στις τρύπες του βυθού κρύφτηκε/ ο κάβουρας Βγαίνω απ’ τη θάλασσα/ ο κάβουρας κατοικεί στον/ φόβο Θάλασσα Γαλαξειδιού/ Θα κοιμηθούμε στους Δελφούς/ Ο γάλλος έπιασε το ψάρι/ ο βρωμογάλλος έπιασε ένα ψάρι/ από τα βρώμικα ελληνικά νερά/ Το σύννεφο κομματιάζεται/ δύο διακόσιες το ασημένιο/ δαχτυλίδι εννιακόσιες σαράντα/ η βενζίνη/ Πάμε για Δελφούς οκτώ και είκοσι/ πέντε/ Σκαρφαλώνω στο σπίτι/ του Σικελιανού − Σιδεριές/ οι γυναίκες συζητούν: «Έκλεψαν/ κοσμήματα από του Λαλαούνη στην/ Αθήνα»
Θα συνεχίσω την επόμενη Κυριακή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: