11/12/22

Το ανεύρετο έπος

Θάλεια Χιώτη, Ύφανση ΙΙΙ, μελάνι σε χαρτί

Του Κώστα Βούλγαρη

ΛΙΛΥ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΥ, Αποδελτίωση (Έπος των αρχών του 21ου αιώνα), εκδόσεις Οδός Πανός, σελ. 78

Ως έπος μας συστήνεται το βιβλίο, δημιουργώντας μια πρώτη έκπληξη, ή και ενόχληση, αφού τόσο μεγάλες ποιητικές βλέψεις απαγορεύονται στην εποχή μας, γιατί διαταράσσουν τη μακαριότητα του χαμηλού, σχεδόν ασήμαντου ορίζοντα προσδοκιών μας, που βολεύεται στην ποιητική κοινή των ημερών μας, που ως γνωστόν κατά βάση είναι σεφερικής καταγωγής.
Η Εξαρχοπούλου περιορίζει βέβαια χρονικά το άνυσμα του φιλόδοξου εγχειρήματός της, στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, αλλά και πάλι βαρύ μας πέφτει το φορτίο. Αρκούν τα εικοσιδύο χρόνια που έχουμε διανύσει, ώστε η αφήγηση των γεγονότων που συνέβησαν να συνθέσει ένα έπος;
Μα και ο θείος Όμηρος μόλις δέκα χρόνια αφηγείται. Ναι, αλλά είχε να μιλήσει για έναν μεγάλο πόλεμο. Όντως, μεγάλος ήταν εκείνος ο πόλεμος, όμως για τη γειτονιά του, ενώ οι πόλεμοι που συνέβησαν στα εικοσιδύο αυτά χρόνια είναι διεσπαρμένοι σε όλη την υφήλιο, και βέβαια είναι μεγαλύτεροι, αν μετρήσουμε τον αριθμό των θυμάτων, αλλά και τον αριθμό των πόλεων που καταστράφηκαν. Τι να λέει μπροστά τους μια κάποια Τροία;
Εύλογα αυτά τα επιχειρήματα, εξηγούν την πρόθεσή της να ονομάσει το βιβλίο της έπος, όμως ανοίγοντας τις σελίδες του, και διαβάζοντας τα ποιήματα που περιέχει, αναδύεται ο εμφωλεύων στον καθένα μας φιλολογικός εαυτός, και απαιτεί να ακριβολογούμε. Χρονικό συνιστά το βιβλίο και όχι έπος. Χρονικό των εικοσιδύο αυτών ετών του αιώνα που ζούμε, ένα χρονικό που συντίθεται με την ποιητική αφήγηση των μεγάλων συμβάντων, τα οποία προσέδωσαν τον τόνο και τον χαρακτήρα των ημερών μας.
Ποια είναι αυτά τα συμβάντα; Εν αρχή, η επίθεση στους Δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης, με όλους τους συμβολισμούς που ενέχει, όσον αφορά το παγκόσμιο εμπόριο και τον χαρακτήρα της παγκόσμιας οικονομίας. Συμβάν με σημασία ευρύτερη, ιστορική, πολιτισμική, ακόμα και θρησκευτική, αφού το ακραίο Ισλάμ τώρα επιτίθεται στη μητρόπολη του Δυτικού, χριστιανικού κατά βάση κόσμου. Μπορεί και επιτίθεται, εκεί. Οι όροι έχουν αλλάξει. Τα κοσμοείδωλα, των υπεροπτών Δυτικών αλλά και των φουκαράδων μουσουλμάνων παντού του κόσμου αλλάζουν δραματικά. Οι μεταξύ τους σχέσεις εξουσίας ανατρέπονται, τουλάχιστον φαντασιακά.
Ακολουθεί η τιμωρία. Τώρα οι δράστες κρύβονται σε «σπηλιές σε μακρινά βουνά» στα βάθη της Ασίας, αντί να περιπλανώνται στην υπήνεμη και περιορισμένη λεκάνη της Μεσογείου, με συμβολικές Συμπληγάδες, Κίρκες, Λωτοφάγους και άλλα αδιέξοδα. Και τούτοι αποδεκατίζονται, όπως και οι πορθητές της Τροίας, όμως πάντα κάποιος επιβιώνει, να επιστρέψει στην Ιθάκη του και να εξολοθρεύσει τους βέβηλους μνηστήρες του ιδανικού του.
Τα ίδια και στην Αφρική, την Παλαιστίνη, το Κουρδιστάν, όμως τώρα αυτός που επιβιώνει έχει ένα νέο όνομα: τρομοκράτης. Μια νέα έννοια, που παίρνει τη θέση άλλων εννοιών, όπως του μνηστήρα ή και του αναρχικού. Γιατί ο εχθρός δεν είναι πλέον εσωτερικός, δεν απειλεί την κρατούσα τάξη, αλλά είναι ο τρόμος αυτοπροσώπως, που αποσυνθέτει κάθε κύτταρο της κοινωνίας μας, που δηλητηριάζει κάθε στιγμή τής μέχρι τούδε τακτοποιημένης και προβλέψιμης ζωής μας. Έτσι ξεκίνησε ο τελευταίος αιώνας:/ Με το φόβο να πηδάει από τα παράθυρα
Και συνεχίζεται αυτή η διαδικασία, με τους νεκρούς του Μπατακλάν, με την Παναγία των Παρισίων στις φλόγες, με τις ζωές μας να πυρπολούνται και την πυρκαγιά να εσωτερικεύεται στον ιδιωτικό μας βίο. Με τους συνακόλουθους πρόσφυγες να πολιορκούν την Ευρώπη. Ποια Ευρώπη, αφού σηκώνει πάλι τείχος θεόρατο απέναντι στης γης τους κολασμένους, όπως και η Αμερική του νέου κόσμου; Ουτοπικός είναι ο εν δυνάμει διάλογος των πολιτισμών, μεταξύ ανθρώπων χορτάτων και προσφύγων πεινασμένων και απελπισμένων, ουτοπία οι γέφυρες που θα ενώνουν τις πλευρές των αντιφάσεων, των αντινομιών και των εχθροτήτων. Νέα γέφυρα κατασκευάζουν οι κρατούντες/ την πλημμυρίδα των αστέγων να στεγάσει
Μέχρι στιγμής, μιλάω για ένα ποιητικό βιβλίο σαν να επρόκειτο για ένα βιβλίο πολιτικής επιστήμης, που όλοι γνωρίζουμε πόσο κακογραμμένα είναι συνήθως. Τι συμβαίνει όμως με την ποιητικότητα του βιβλίου; Για να πω οτιδήποτε, ο νους μου πάει πρώτα απ’ όλα στο ύφος του και την τεχνική του. Πάει και σε πολλά προηγηθέντα παραδείγματα ο νους μου, αλλά ας σταθώ στο πιο εύγλωττο, στη μεγάλη σύνθεση του Άλλεν Γκίνσμπεργκ, “Ουρλιαχτό”, αλλά και σε μικρότερες, π.χ. στο ποίημά του “Αμερική”, όπου επίσης ο λόγος είναι άμεσος, στιβαρός, δεόντως καταγγελτικός, και βέβαια γειωμένος στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, οι τόνοι σταθερά υψηλοί, υψηγορικοί θα έλεγα, η μορφή ατημέλητη, αφού προτάσσεται η ένταση της φωνής, η τραχύτητά της είναι που διαμορφώνει το ύφος. Ανάλογα πράγματα συμβαίνουν και στο βιβλίο της Εξαρχοπούλου.
Εδώ όμως επανέρχεται το αρχικό ερώτημα που έθεσα, που μας το υποβάλλει ο υπότιτλος του βιβλίου: οι δύο αυτές συνθέσεις του Γκίνσμπεργκ που ανέφερα, είναι έπη; Η φιλολογική μας σκευή έχει ήδη απαντήσει, πως όχι, δεν είναι. Πρόκειται για χρονικά; Χλωμό κι αυτό, αν και αποτυπώνουν τα σημαντικά χαρακτηριστικά και τις σημαντικότερες κοινωνικές διεργασίες του μεταπολέμου. Πάντως, δεν μπορούμε να τα ονομάσουμε έπη.
Μήπως όμως πρόκειται ακριβώς για την αδυναμία τους να υπάρξουν, δηλαδή να συντεθούν και να λειτουργήσουν, ως έπη της εποχής τους; Μήπως, άρα, το θράσος της Εξαρχοπούλου, να υποτιτλίσει ως έπος το βιβλίο της, δηλώνει αυτό ακριβώς το αδύνατο του έπους στις μέρες μας, παρ’ ότι δεν λείπουν τα σημαντικά γεγονότα που μεταμορφώνουν τον κόσμο μας; Μήπως δηλαδή αυτό αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο, ή και ασφαλή δείκτη, για τη δυστοπική εικόνα του κόσμου και της ζωής μας, που μας παραδίδει με αυτό το βιβλίο της; Μήπως δηλαδή ο ειδολογικός αυτός χαρακτηρισμός στον υπότιτλο αναδεικνύει το αισθητικό πρόταγμα του βιβλίου;
Αισθητικό πρόταγμα; Μάλλον τη συνθήκη της αισθητικής αμηχανίας του. Γιατί ο Γκίνσμπεργκ περιέγραφε την αρχή της κατάρρευσης του μοντερνιστικού κοσμοειδώλου, όμως το έκανε με τα εργαλεία αυτού ακριβώς του κοσμοειδώλου, δηλαδή με τη γλώσσα του μοντερνισμού. Από αυτή την αναντιστοιχία και η πρωτοφανής ένταση που συμπυκνώνουν τα ποιήματά του, η αίσθηση του πνιγμού, που εκβάλλει ως στεντόρεια φωνή. Εξ αυτού όμως και το ατελέσφορο του εγχειρήματός του: δεν κατέστη, και δεν μπορούσε να καταστεί έπος. Αυτό που μένει είναι κυρίως το αίτημα του έπους, του αδύνατου, με αυτή την ποιητική γλώσσα, έπους.
Η Λίλυ Εξαρχοπούλου, τόσες δεκαετίες μετά από τον Γκίνσμπεργκ, και χωρίς να μιμείται τίποτα απ’ αυτόν, έρχεται στην ίδια θέση, να αναδείξει δηλαδή την αναγκαιότητα ενός έπους των ημερών μας. Μόνο που ο μοντερνισμός δεν βρίσκεται πλέον υπό κατάρρευση αλλά, με ορόσημο το 1989, έχει ήδη καταρρεύσει, έστω και αν αυτή η φάση του διαρκεί και θα διαρκέσει για πολύ ακόμα. Γι’ αυτό και οι τόνοι της είναι αρκετά χαμηλότεροι από εκείνους του Γκίνσμπεργκ, και όλα τα χαρακτηριστικά της ποιητικής τής φωνής της είναι ασθενέστερα σε ένταση. Τηρουμένων των αναλογιών βέβαια, θα παρατηρήσει κάποιος. Ναι, τηρουμένων των αναλογιών. Η Εξαρχοπούλου δεν είναι Γκίνσμπεργκ, και το γνωρίζει πρώτα απ’ όλα η ίδια. Αλλά δεν θα μπορούσε να είναι, αυτή ή κάποια άλλη στη θέση της, αυτό είναι το σημαντικό. Το ίδιο αίτημα με τον Γκίνσμπεργκ όμως αναδεικνύει, από διαφορετική, ασθενέστερη πια θέση.
Η νέα συνθήκη, μετά τον μοντερνισμό, ή έστω μετά τον ακμαίο μοντερνισμό, χρειάζεται μια νέα γλώσσα, με την οποία θα συντεθούν οι νέες μεγάλες αφηγήσεις. Τι άλλο είναι το έπος, παρά μια μεγάλη αφήγηση; Μεγάλη, όσον αφορά τα αφηγούμενα αλλά εν ταυτώ και τον τρόπο της αφήγησής τους. Τα πιο κρίσιμα στοιχεία αυτών των νέων μεγάλων αφηγήσεων έχουν ήδη εμφανισθεί και δοκιμάζονται ποιητικά. Είναι η πολυφωνικότητα, η υπέρβαση των στεγανών των ειδών και των στιχοποιητικών τρόπων, η υπέρβαση των γλωσσικών στεγανών, η έκπτωση του ποιητή-δημιουργού από το βάθρο του, η υπέρβαση του ενιαίου και αυτοβεβαιούμενου για την επάρκειά του ύφους, και άλλα τέτοια κρίσιμα στοιχεία, τα οποία είναι ικανά να συνθέσουν το νέο αισθητικό πρόταγμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: