Του Στέφανου Ροζάνη*
Η Παρισινή Κομμούνα είχε μια μικρή μεγάλη ιστορία 72 ημερών. Αυτή η αντίφαση μικρής και μεγάλης ιστορίας πιστεύω ότι αναμοχλεύει ακόμη και σήμερα κάτι σημαντικό και πολύτιμο για το πάθος της ελευθερίας, και όχι για την ίδια την ελευθερία που δεν θα πάψει ποτέ να είναι ένα φάντασμα της ιστορικότητας, μια ανεκπλήρωτη επιθυμία, η οποία, ωστόσο, ζει και ανασαίνει μέσα στο ανολοκλήρωτό της, ως οδοδείκτης του μέλλοντος, ως παρόν του παρελθόντος και συγχρόνως ως παρόν του μέλλοντος.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Τι ένοιωθαν οι Κομμουνάροι; Ποιος ήταν ο λόγος προς τον εαυτό τους, και ποιον λόγο έδιναν για το πάθος και τον πόθο να είναι Κομμουνάροι και να αγωνίζονται, να πεθαίνουν, να θυσιάζονται, αλλά και να ζουν μια διάπυρη ζωή μέσα στην Κομμούνα; Η αναρχική και επαναστάτρια Louise Michel, πολεμώντας στα οδοφράγματα του Παρισιού, επιχειρεί να βρει έναν λόγο, λέξεις δηλαδή που να οριοθετούν το εξεγερτικό της πάθος: “Κατηγορούμαι”, λέει, “ως συνένοχος στην Κομμούνα. Αυτό είναι απόλυτα αληθές, μιας και πάνω απ’ όλα η Κομμούνα ήθελε να επιφέρει την Κοινωνική Επανάσταση, η οποία αποτελεί την πιο μεγάλη μου λαχτάρα. Επιπλέον, είναι τιμή μου το γεγονός ότι με αναδεικνύετε ως μία από τους θεμελιωτές της Κομμούνας […]. Ποτέ δεν θελήσαμε κάτι άλλο από τον θρίαμβο των σπουδαίων αρχών της Επανάστασης”.
Οι Κομμουνάροι επιχειρούν να απευθύνουν τον αναρχικό τους λόγο στο όνομα της Κοινωνικής Επανάστασης, την ίδια στιγμή που βιώνουν την Εξέγερση πέρα και εναντίον του οποιουδήποτε νοήματος της ιστορικά εδραιωμένης αντίληψης για την Κοινωνική Επανάσταση. Ωστόσο, αυτό το οποίο πράγματι βιώνουν είναι η ζωή εν κινήσει πίσω από τα οδοφράγματα. Η Κομμούνα δεν ήταν Κοινωνική Επανάσταση. Ήταν πρωτίστως και κατ’ εξοχήν Εξέγερση. Ήταν οδόφραγμα, και μόνον ως οδόφραγμα διέγραψε την τροχιά της μέσα στη μικρή μεγάλη ιστορία της, των 72 ημερών που πυρπόλησαν, μαζί με το Παρίσι, και τις καρδιές των Κομμουνάρων. Και είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που η Κομμούνα ηττήθηκε και καταπνίγηκε στο αίμα. Η Κοινωνική Επανάσταση μπορεί να αποτύχει, ωστόσο κάποτε μέσα στην ιστορικότητά της εδραιώνεται, μεταμορφώνεται σε θεσμική δύναμη, ορθώνεται ως κοινωνικό καθεστώς και επιβάλλει το δικό της δίκαιο, το δίκαιο να είναι νόημα κοινωνικό και να διεκδικεί την αλήθεια του νοήματός της.
Όμως η Κομμούνα ανήκε και ανήκει στα οδοφράγματά της, στην εν κινήσει ζωή πίσω από τα οδοφράγματά της, όχι ως παγιωμένο ιστορικό νόημα, αλλά ως διαρκής Εξέγερση: που σημαίνει ως νόημα διαρκώς αναζητούμενο για την κοινωνία, αλλά όχι με την κοινωνία. Η Κομμούνα είναι η υπέρτατη στιγμή της εξεγερτικότητας του οδοφράγματος και ίσως η άρνηση του κοινωνικού νοήματος εν γένει, η βάτος η φλεγόμενη αλλά μη καιομένη του Homme Revolte, όπως θα έλεγε ο Albert Cammy.
Ο Walter Benjamin, περιπλανώμενος στις Arcades του Παρισιού, στο φημισμένο κείμενο του Expose του 1935, γράφει: “Το οδόφραγμα ξαναζωντάνεψε στη διάρκεια της Κομμούνας. Έγινε ισχυρότερο και καλύτερα στερεωμένο παρά ποτέ. Επεκτάθηκε κατά μήκος των μεγάλων βουλεβάρτων, συχνά φθάνοντας το ύψος δύο αποθηκών, και προστάτευε τις τάφρους που βρίσκονταν πίσω του. Ακριβώς όπως το Κομμουνιστικό Μανιφέστο βάζει τέλος στην εποχή των επαγγελματιών συνωμοτών, έτσι και η Κομμούνα βάζει τέλος στη φαντασμαγορία της κτήσης που κυριαρχεί πάνω στο προλεταριάτο των πρώιμων χρόνων. Διαλύει την ψευδαίσθηση ότι το καθήκον της προλεταριακής επανάστασης είναι να ολοκληρώσει το έργο του 1789 μαζί με την μπουρζουαζία”.
Τα οδοφράγματα της Κομμούνας είναι πάνω από την ψευδαίσθηση της Κοινωνικής Επανάστασης ως θεσμικής μετατροπής της κοινωνικής κυριαρχίας. Αντίθετα μάλιστα: είναι η ουτοπία του ονείρου που κρύβεται πίσω τους· είναι η ανάγκη της εξέγερσης να πιστέψει στον εαυτό της ή, με τα λόγια του Benjamin, “να πιστέψει στο μυστήριο, στο θαύμα, στο φυλλάδιο, στη μαγική δύναμη του έπους”.
Ο Benjamin, αναπολώντας την Παρισινή Κομμούνα ερμηνεύει το ουτοπικό μέλλον της ιστορίας της. Διότι, η Κομμούνα είναι πράγματι μια εναλλακτική ουτοπία του Μπλανκιστικού οράματος, και η μέθοδος του Benjamin συνίσταται ακριβώς στο να εγκαθιδρύσει, όπως έλεγε ο Miguel Abensour, “μια συστοιχία ανάμεσα σε μία όψη της παρισινής πραγματικότητας”4 και στο μέλλον. Γι’ αυτό, άλλωστε, επικαλείται τα λόγια του Micelet: “Κάθε εποχή ονειρεύεται αυτό που θα ακολουθήσει. Το Μέλλον”.
Κατά την αντίληψή μου, η Κομμούνα, όπως και τα παρισινά οδοφράγματα του Benjamin, είναι ο ουτοπικός οδοδείκτης του μέλλοντος, το οποίο η εποχή μας ονειρεύεται ότι θα ακολουθήσει, με το ίδιο πάθος που η ιστορική κομμούνα πίστευε στο μυστήριο, στο θαύμα και στην Εξέγερση μιας “άλλης σκηνής”, η οποία θα μάγευε το ιστορικό μέλλον του δικού της τόπου και της δική της εποχής.
Γράφει ο Benjamin: “Στο τέλος της Κομμούνας το προλεταριάτο γύρισε ψηλαφητά πίσω από το οδόφραγμα, όπως ένα θανάσιμα πληγωμένο ζώο στη φωλιά του. Το γεγονός ότι οι εργάτες, ασκημένοι στον αγώνα των οδοφραγμάτων, δεν προέκριναν την ανοιχτή μάχη που θα είχε κλείσει τον δρόμο στον Θιέρσο έχει το μερίδιό του στην ήττα. Τούτοι οι εργάτες προτιμούσαν, όπως γράφει ένας από τους πιο πρόσφατους ιστορικούς της Κομμούνας (ο George Laronze), τη μάχη στις δικές τους γειτονιές από τη σύγκρουση σε ανοιχτό πεδίο… και εν ανάγκη, το θάνατο πίσω από τις στοιβαγμένες πέτρες σ’ έναν δρόμο του Παρισιού”.
Η ουτοπία της Εξέγερσης γυρίζει πάντα ψηλαφητά “πίσω από το οδόφραγμα, όπως ένα θανάσιμο πληγωμένο ζώο στη φωλιά του”. Διότι το οδόφραγμα είναι η διαρκής αρχή και το διαρκές τέλος του ονείρου που την ενέπνευσε, και εξακολουθεί να την εμπνέει ως το απαραίτητο ένδυμα του παρελθόντος που γίνεται ένδυμα του μέλλοντος. Γι’ αυτό και ο Benjamin μιλά για τον Μπλανκισμό του οδοφράγματος της Κομμούνας, ως πράξη αδελφική του ονείρου του Baudelaire… “Η πράξη του Blanki”, γράφει, “υπήρξε η αδελφή του ονείρου του Baudelaire. Και τα δύο είναι πλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο. Είναι τα χέρια που βρίσκονται πλεγμένα μεταξύ τους πάνω σε μια ταφόπλακα”.
*Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου