Γιάννης Τσαρούχης, Το λιμάνι της Χίου πριν από την ανατολή, 1965, ακουαρέλα σε χαρτί, 15,5 x 31 εκ. |
ΤΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Και
χθες και ιδίως σήμερα αυτό ακριβώς συμβαίνει. Όπως μπορώ να υποθέσω από το είδος της συνεπαφής «σχόλης» και εργάσιμου
χρόνου, η τέχνη δεν πρόκειται να απωλέσει την ειδολογική της αυτοτέλεια, ως
γέννημα της πρώτης και ως πεδίο αναφοράς του δευτέρου. Τούτο είναι που
επιτρέπει στην ανιδιοτέλεια των μορφών να γειώνεται ανάλογα με την ένταξη του
καλλιτέχνη στα κοινωνικά δρώμενα του καιρού του. Κι αν το πρώτο είναι η
αίσθηση του όντος ότι κινείται πέραν του ακρωτηριασμού του, τούτο όμως το
θυμίζει εύγλωττα το δεύτερο. Από μια τέτοια ενότητα σημαίνοντος και
σημαινομένου προκύπτει η όποια καλλιτεχνική απάντηση στα θεμελιώδη προβλήματα
του παρόντος. Ό,τι κι εδώ αποτελεί το περιστρεφόμενο σημείο προσέλκυσης της τέχνης.
Ως ενοποιός πυρήνας
αισθητικού αποτελέσματος λειτουργεί η μεταφορά. Δηλαδή, υπονοείται η βεβαιότητα
ότι μέσω των καλλιτεχνικών μορφών μπορεί να συντίθεται ένας κόσμος που υπερβαίνει
τον υπάρχοντα. Αυτού του είδους η μεταφορική λειτουργία συχνά αγγίζει τη
μεταφυσική. Η γλώσσα της τέχνης μπορεί, γι’ αυτό, να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα
δύο σφαίρες. Τον κόσμο τον οποίο αρνείται και τους κώδικές του και συνάμα την
αλλαγή παραδείγματος στο εσωτερικό της ιδεολογικής σκευής όσων αντι-
παρατίθενται συντονισμένα στον κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό σχηματισμό, για να
μείνω στα δικά μας. Και στις δύο περιπτώσεις η «ιδιωτική» γλώσσα του καλλιτέχνη
εκφράζει την έγνοια του να διασφαλίσει την ιδιαιτερότητά του στην εκδίπλωση
της επικοινωνίας του με τον παραλήπτη του «μηνύματός» του.
Επίσης το
καλλιτεχνικό ταξίδι, σε όλους τους δυνατούς κόσμους και με όλες τις
αναμενόμενες επιστροφές, προσφέρει την ευκαιρία για την αναδίπλωση του
υποκειμένου που το επιτελεί ως διανοούμενος περιηγητής. Προφανώς σ’ ένα τέτοιο
γίγνεσθαι επινοούνται κάθε φορά μορφές αμφισβήτησης της πρακτικής του. Η
οικεία «έξις» συγκροτείται μέσα από το σύνολο των ενδεχόμενων (και όχι
δεδομένων) λύσεων. Σε έναν κόσμο αγοραφοβικό και συνάμα πρωτόγνωρο που τον
καθιστά περισσότερο άξενο η επιβαλλόμενη “pensée unique” ως νομιμοποίηση των οικείων εξουσιαστικών πλεγμάτων
και χειραγωγήσεων. Ακόμη και η οποιαδήποτε «αυλική» τέχνη του καιρού μας δεν
προϋποθέτει την εγγραφή της σε κάποιο “habitus” του καλλιτεχνικού υποκειμένου που θα μπορούσε τάχα να προλαμβάνει την
έκβαση του παιγνιδιού του. Γιατί στα καταστατικά αντισώματα της τέχνης ανήκει η
δυνατότητα διπλασιασμού του κόσμου. Μια δυνατότητα που σπάνια κανείς την
απεμπολεί.
Βέβαια, ο
καλλιτέχνης-ταξιδευτής δεν παραμένει, ακόμη κι όταν το αισθάνεται έτσι, το
πρώτον κινούν ακίνητον στους δακτύλιους της επικοινωνίας, τους οποίους ωστόσο
επιδιώκει διαρκώς να διευρύνει και να εμπλουτίζει σε βιώματα. Έτσι συνθέτει
τις «μαρτυρίες»/μορφές μέσα από τη δημιουργική αναστάτωση που εμπεριέχει το
«έτερον», σε όποια διάσταση κι αν αυτό νοηθεί. Προφανώς η εμπορευματική
φαντασμαγορία της “virtual reality” ενδέχεται να οδηγεί σε σκηνές εντυπωσιασμού, τις
οποίες μπορεί να περιορίζει ο μηχανισμός της καλλιτεχνικής γραφής που
αναγνωρίζει την αντιθετική σύσταση της πραγματικότητας και των εμπειριών της.
Εδώ ακριβώς παρεμπίπτει η κατοπτρική λειτουργία της τέχνης που ουδέποτε θα
ξεθωριάσει, εφόσον ο καθρέφτης της είναι το «μέσα» και το «έξω» για τα έργα που
αυτή φέρνει στο φως. Το «θαυμαστό» παραμένει το είδωλο ενός κόσμου που μας διαφεύγει, χωρίς όμως
να το χαρίζουμε σε κανέναν.
Στις κλειστές –
παραδοσιακές κοινωνίες με το θέατρο σκιών μπορούσε κανείς να περιπαίζει την
πραγματικότητα και τους αφέντες της. Στη σημερινή «εικονική πραγματικότητα» του
«κυβερνοχώρου» το «θέατρο φωτός» ανοίγει ρωγμές στην «αγοραφοβία» που
συνυφαίνουν και (ανα)παράγουν οι μηχανισμοί χειραγώγησης. Έτσι απέναντι σ’
αυτήν την αγοραφοβική περιστολή των υπάρξεων ο γιγαντισμός των μορφών
υποδεικνύει μια νέα μετοχή στο «παιγνίδι του κόσμου».
Θα
μνημονεύσω συνοπτικά δύο παραδείγματα. Μόλις πρόσφατα απεβίωσε η Κατερίνα
Αγγελάκη – Ρουκ, περνώντας τα ογδόντα της χρόνια. Πολύ πριν φτάσει στην
κατάθεση του «θεωρητικού» αποστάγματος της ποίησής της είχε δεχθεί να
φιλοξενηθεί στο φοιτητικό μας περιοδικό Σηματωρός,
στο δεύτερο και τελευταίο τεύχος του, πριν μας το κλείσει το δικτατορικό
καθεστώς. Τον Απρίλιο λοιπόν του 1972 (σσ. 5-6) δημοσιεύεται το «αυτοβιογραφικό»
της ποίημα με τίτλο «Το τσίμπημα»: «Φουσκώνω,
πρίζομαι/ από αόρατο έντομο χτυπημένη[…]/ Το έντομο ενίκησε/ με κόλλησε στο
χώμα/ κει που φτεράκια ετοίμαζα/ γλυκές στροφές τ’ αγέρα»…
Με
αφορμή την πρόσφατη μεταφορά του Τάλγκο,
που δημοσίευσε ο Βασίλης Αλεξάκης το 1982 και μετά από δύο χρόνια έγινε ο Ξαφνικός έρωτας στον κινηματογράφο, στη
θεατρική σκηνή, θα σημειώσω εδώ την επίγνωση ότι η «δύση σημαδεύει την αρχή της
άλλης μέρας» (μ.Χ., 2007, 187). Σε
κάθε περίπτωση «διερευνώντας την αβεβαιότητά» του: «δεν γίνεται ν’ αγαπάς μια
γλώσσα, ή μια γυναίκα, εξ αποστάσεως»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου