ΔΙΗΓΗΜΑ
Δεν
είχε καμία εμφανισιακή σπανιότητα. Ήταν ένας κοινός κοινότατος τύπος που σχεδόν
αόρατος τους προσπερνούσε γιατί κανείς τους δεν τον έβλεπε και κανείς δεν τον
παρατηρούσε. Δεν είχε πράσινα μεταξωτά μαλλιά, ούτε κίτρινα μάτια που
φωσφόριζαν, δεν είχε φρύδια τοξωτά, ούτε τριπλή σειρά βλεφαρίδων κι οπωσδήποτε
δεν είχε φακίδες στη μύτη και στ’ αυτιά. Είχε όμως αυτό το σπάνιο χάρισμα μιας
αντίληψης υπερηχητικής, που είχε μπει από καιρό σε τροχιά πυραύλου. Ήταν ένας
σπάνιος άνθρωπος. Ήταν σπάνιος και το ήξερε. Ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος που όλη
του τη ζωή προσπαθούσε να διαφυλάξει τη σπανιότητά του.
Ήταν
λογικό οι γύρω του να δυσκολεύονται ή να μην καταλαβαίνουν καθόλου όσα
καταλάβαινε μέσω της σπάνιας συνθήκης που τον καταλάμβανε –σαν ένα είδος
ψύχωσης- ώστε ν’ αντιλαμβάνεται ό,τι γύρω του συνέβαινε ή ήταν έτοιμο να
συμβεί. Γνώριζε τα πάντα πριν καν αυτά προκύψουν. Όλα τα καταλάβαινε, κι όλα τα
αποκωδικοποιούσε, όλα τα υπολόγιζε κι όλα τα μετρούσε με σπάνιους υπολογισμούς
και ακόμα πιο σπάνιες μετρήσεις.
«Πρέπει
να βρεθεί η εξίσωση» συχνά μονολογούσε. «Πρέπει να βρεθεί η εξίσωση ανάμεσα
στις ευθείες γραμμές που τέμνονται και στους κύκλους που περιστρέφονται γύρω
από αυτό που δεν είναι ούτε φελλός, ούτε φτερό, ούτε νούφαρο κι όμως επιπλέει.
Αυτό το κάτι που επιπλέει αυτή η ζωή, η άλλοτε εναέρια, κι άλλοτε επίπεδη σαν
τα πουλιά εδάφους- εδάφους, σαν τα περιστέρια και τις δεκαοχτούρες. Η τέταρτη
διάσταση της ζωής και του χωροχρόνου.
Ένα
βόμβος πηγαινοερχόταν κάθε πρωί. Ένας βόμβος υπόκωφος που έμοιαζε ν’ ακούγεται
από κρυμμένη σφηκοφωλιά σε κουφάλα δέντρου. «Δεν θέλω να είμαι ένας φάρος
γνώσης άλλο πια, αναβοσβήνοντας για μένα και μόνον, μου αρκεί να γίνω ζυμάρι,
εύκαμπτο, ελαστικό και να φουσκώνω ανάμεσα σε καρβέλια χιλιάδες» μονολογούσε.
Αισθανόταν
να τον κυκλώνει κάτι που ξεχείλιζε και ξεχυνόταν. Κάτι πέρα από αυτόν και πέρα
από τον κόσμο γέμιζε τον χώρο γύρω του. Το γιγάντιο μυαλό του πιο έξυπνου
ανθρώπου του κόσμου, αφρίζοντας, ολοένα μεγάλωνε κι από τις οπές των αυτιών και
της μύτης του ρέοντας ξεχυνόταν. Ο σπάνιος άνθρωπος, που ήταν σπάνιος και το
ήξερε, ο σπάνιος άνθρωπος που προσπαθούσε να διαφυλάξει την σπανιότητά του, που
προσπαθούσε να βρει και την ευτυχία παράλληλα και όσο κι αν έψαχνε δεν μπορούσε
να τη βρει, -γιατί ήταν κάτι πέραν της τέταρτης διάστασης ό,τι μελετούσε-,
σκέφτηκε σ’ ένα και μόνο λεπτό πριν χάσει αυτήν την πολύτιμη ουσία που τον
κατοικούσε, πώς έτσι έχουν τα πράγματα, πώς δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Προτιμούσε να μην τελειώσει ο κόσμος, να μην τελειώσει το βολικό «για πάντα»,
αγαπούσε τον κόσμο παρά τον τρόμο, τη θλίψη και την μοναξιά που του προκαλούσε.
Ο
πρωταγωνιστής του μαθηματικού νοήματος, η μαθηματική ιδιοφυία που δεν μπόρεσε
να υπολογίσει τη μαθηματική εξίσωση της ζωής, αν και περιόδευε παίζοντας έξυπνα
την ίδια παράσταση του πιο έξυπνου ανθρώπου του κόσμου με καταγεγραμμένο IQ που άγγιζε τον απόλυτα σπάνιο δείκτη ευφυΐας
‘τριακόσια’, πέθανε μόνος και δυστυχισμένος παραμένοντας ο πιο ακατανόητος
σύνθετος άνθρωπος. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε ποιος ήταν και τι ήταν αυτό το
πολύπλοκο που σκεφτόταν. Κανείς δεν τον θυμήθηκε στη σύντομη λιτή λιτότατη ζωή
του, ούτε κανείς έψαξε να τον βρει κι ας ήταν τόσο διάσημος για τη σπανιότητά
του.
Αυτός
όμως πρόλαβε και μελέτησε το κοινό στοιχείο που έχουν μια ανάσα και μια σκιά
που περνούν μέσα από την κλειδαρότρυπα του χρόνου όταν με το τράβηγμα του
σχοινιού μιας καμπάνας ένα ατρόμητο αγριολούλουδο φυτρώνει εκεί στο ίχνος του
απολεσθέντος όντος – στην τέταρτη διάστασή του.
*Στη μνήμη του Αμερικανού
μαθηματικού Γουίλιαμ Τζέιμς Σίντις (1898-1944) που υπήρξε πιθανότατα ο
εξυπνότερος άνθρωπος όλων των εποχών.
Έλσα Κορνέτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου