Της Μαρίας Μοίρα
ΚΩΣΤΑΣ ΣΟΥΚΑΣ, Θάλασσα, εκδόσεις
Τόπος, σελ. 149.
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΑΛΑΒΕΡΑΣ, Τ’ αγρίμια του άλλου δάσους και άλλα πεζά, εκδόσεις Τόπος, σελ. 155.
Στη νέα σειρά των εκδόσεων Τόπος με τίτλο “τα αειθαλή“ περιλαμβάνονται η νουβέλα του Κώστα Σούκα (1894/1896-1981) Θάλασσα (πρώτη έκδοση 1943) και η συλλογή διηγημάτων του Τηλέμαχου Αλαβέρα (1926-2007) Τ’ αγρίμια του άλλου δάσους και άλλα πεζά (πρώτη έκδοση 1952). Τα δύο αυτά, μικρής έκτασης, λογοτεχνικά κείμενα, υπό το φως της νέας τους παρουσίασης στο κοινό, αποδεικνύουν πως διατηρούν στο ακέραιο το σφρίγος και την δυναμική, την επιδραστικότητα και την επικαιρότητά τους, σαγηνεύοντας τον αναγνώστη.
Και η συγκλονιστική περιπέτεια των ναυαγών στην «θαλασσογραφία» του Κώστα Σούκα με την αξιόπιστη ναυτική γλώσσα και την λιτή στιβαρή αφήγηση, γίνεται το αγωνιώδες ταξίδι όλης της ανθρωπότητας, ολόκληρου του κόσμου, προς την απώλεια και την καταστροφή ή την σωτηρία και τη λύτρωση. «Το μυαλό τους στάθηκε πιο πολύ στους χαμένους της βάρκας: στον μπάρμπα-Νικολό, στον Γιάκουμο, στον Παύλο, ιδίως στον διάολο-Τζερεμέ. Κι αυτούς και τους άλλους τους πήρε η απόχη της θάλασσας, της σκοτεινής και ανεξήγητης, το ίδιο ακατανόητης, σαν κι εκείνη την ολόβαθη που υπάρχει μέσα μας».
Στα διηγήματα «Τ’ αγρίμια του άλλου δάσους και άλλα πεζά» ο συγγραφέας Τηλέμαχος Αλαβέρας αφηγείται σε πολλαπλές εκδοχές ιστορίες οδύνης από τον Εμφύλιο σηκώνοντας με σεβασμό το βάρος της μνήμης, χωρίς παιάνες και τυμπανοκρουσίες, με λεπτή ειρωνεία και αίσθηση του μέτρου. Άντρες του εθνικού στρατού βρίσκονται απομονωμένοι σε φυλάκια και απάτητες βουνοκορφές, σε ξεχασμένα περάσματα και ναρκοθετημένους δρόμους, άγρια φαράγγια και ανήλιαγες πλαγιές, να τους κυκλώνει η ανάσα του πολέμου και η κατάρα του αδελφικού αίματος, μακριά από τις πολιτείες και τους αγαπημένους τους, με τις γυναικείες οπτασίες να στήνουν χορό στον βαθύ τους ύπνο. Εξαντλούν την τρυφερότητα και το αξόδευτο συναίσθημα της χαμένης νεότητάς τους προστατεύοντας μάταια ένα νεογέννητο ορφανό ζαρκαδάκι από τα δόντια των λύκων, ανατρέφοντας με αποφάγια ένα μικρό τσοπανόσκυλο για πιστό σύντροφο να αλυχτάει το φεγγάρι μαζί τους στις σκοπιές ή ζεσταίνοντας στον κόρφο τους σαν φυλαχτό μια εξιδανικευμένη γυναικεία οπτασία. Όλα όσα θα συλληφθούν και θα εκτελεστούν από τους αντάρτες. Παράπλευρες πολεμικές απώλειες, αθώα θύματα μιας εποχής ακραίου παραλογισμού, λυσσαλέων συγκρούσεων και αγεφύρωτου μίσους.
Οι ήρωές του είναι πρόσφυγες, άνθρωποι ιδιόρρυθμοι, αποσυνάγωγοι και ασυντρόφευτοι, ξεπεσμένοι αριστοκράτες, πρώην εύποροι έμποροι και τσιφλικάδες από ακμάζουσες πολιτείες: «κοπανισμένα μπριγιάντια, καταπατημένα ξεσκλίδια, αϊτοί χωρίς φτερά». Άνθρωποι συντετριμμένοι, εξόριστοι από τα πατρογονικά χώματα και τις γενέθλιες πόλεις στα Βαλκάνια, τα παράλια του Εύξεινου Πόντου, την Ανατολική Ρωμυλία, τη Ρουμανία, τη Θράκη, που αδυνατούν να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν στη νέα συνθήκη του εκτοπισμού και της πολιτικοκοινωνικής απαξίας. Κατοικούν σε άδεια γραφεία μεγάρων και πατάρια εργαστηρίων σαν φαντάσματα. Ακολουθούν τα ίδια γνωστά δρομολόγια χωρίς πυξίδα και στόχο, δίπλα στη θάλασσα ή πάνω στα Κάστρα, αναζητώντας ερείσματα στη νοσταλγία του παρελθόντος. Κινούνται μηχανικά και υπνωτισμένα στις ράγες της καθημερινότητας μέσα στους λαβυρίνθους μιας πόλης που προσπαθεί να ενσωματώσει για μια ακόμα φορά τα διαδοχικά κύματα των απελπισμένων μετοίκων. Άνθρωποι, όπως ο Άρτα Κορ ή ο Ευαγόρας, που αφήνονται να ξεθωριάσουν και να σβήσουν, όπως οι λαϊκοί ήρωες στην κινηματογραφική οθόνη. Έρημοι και ξένοι μέχρι το τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου