Του Μάσιμο
Κατσούλο*
Η ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη ξεκινάει συχνά από έναν αφορισμό που λειτουργεί ως το κέντρο εξακτίνωσης μιας σκέψης, και από κει εξελίσσεται μέσω αλυσιδωτών μεταφορών. Οι ποιητικές εικόνες που η μεταφορά ενεργοποιεί ωθούν τον αναγνώστη να στοχαστεί πάνω σε κεφαλαιώδη ζητήματα, όπως είναι οι έννοιες της ζωής, της ποίησης, του θανάτου. «Η ποίηση», γράφει ο Ιταλός Milo De Angelis, «δεν είναι η ίδρυση μιας γλώσσας, αλλά η αποκάλυψη ενός προηγούμενου κόσμου. Αποκαλύπτει κάτι που υπάρχει ήδη μπροστά μας». Η εκτόνωση των λέξεων γεμίζει το σύμπαν με ήχους και σημεία, το αλφάβητο είναι χαραγμένο στο σύμπαν, μια πυρακτωμένη ύλη που γεννήθηκε μαζί με το Bing Bang και δημιούργησε τους γαλαξίες: «Μέσα στον ύπνο μου άκουσα / Θα ’μουν ακόμη αγέννητος / Την έκρηξη του αλφαβήτου που έσπερνε/ Τα πύρινα κομμάτια / Ενός πυρήνα νοήματος / Ν’ ανάβουν γύρω εκατοντάδες / Γαλαξίες με λέξεις»[1].
Η γέννηση της ποίησης, επομένως, υπήρξε ταυτόχρονη
με τη γένεση του σύμπαντος. Μόνο αργότερα οι ποιητές συγκέντρωσαν τα μυριάδες επιμέρους
νοήματα, προσπαθώντας να επιχειρήσουν κάποια πιθανή και ολιστική ερμηνεία της
ύπαρξης. Η ποίηση, η γραφή, είναι παντού. Οι λέξεις αποτελούν τα άτομα ενός
υπερκοσμικού αλφαβήτου. Τι θέλουμε, λοιπόν, όταν επιχειρούμε να γράψουμε ένα
ποίημα; «Να μπούμε στο κουκούτσι αυτού του κόσμου;/ Ή να το σπάσουμε; Να
εξαχνωθεί στη φαντασία/ Και άφθαρτο/ Ν’ αναδυθεί ένα σύμπαν από λέξεις; Η άμπωτη/ Ν’αφήσει πίσω της κροκάλες αισθημάτων;/ Φόβους και όνειρα;»
Έτσι αναρωτιέται ο Φωστιέρης στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής του Τοπία του Τίποτα (2013)[2], καταλήγοντας στη διαπίστωση ότι τίποτα δεν θέλουμε τελικά, ότι αυτό το «ατέλειωτο γραπτό» είναι «ένα σύμπαν από τίποτα» και ότι αυτό το γραπτό είναι «το γραφτό μας». Ίσως γι’ αυτό η πράξη της γραφής, της λογοτεχνικής γραφής, επαληθεύεται μόνο στο παρόν και στο παρελθόν, αλλά δεν προεξοφλείται για το μέλλον: «Γράφω./ Έγραψα./ Έχω γράψει./ Όμως του λείπει ο μέλλοντας»[3].
Αμέσως μετά την «έκρηξη», ο ποιητής μιλάει «ακούγοντας μια ξένη γλώσσα». Εδώ προκύπτει το ερώτημα: η «ξένη γλώσσα» είναι αυτή που ακούει ο ποιητής ή αυτή που μιλάει; Ή είναι μια τρίτη γλώσσα, ίσως το αντικείμενο της σκέψης; Ή ενδέχεται η ίδια η σκέψη να είναι το αντικείμενο; Ωστόσο, αναρωτιέται ο ποιητής στο τέλος του ποιήματος: μήπως ο πραγματικός πυρήνας του νοήματος ήταν η ίδια η έκρηξη αυτή καθαυτήν; Και μήπως ο πυρήνας, εξαιτίας της έκρηξης, έχει θρυμματιστεί σε χίλια θραύσματα, τα οποία η ποίηση πρέπει να συγκεντρώσει, για να ανασυνθέσει την αρχέγονη ενότητα, αυτήν που οι αισθήσεις αδυνατούν να αντιληφθούν; Αν ναι, τότε η ποίηση μπορεί να βρεθεί παντού, σε κάθε άτομο του σύμπαντος, ακόμα και στα πιο ασήμαντα αντικείμενα.
Αυτή η τελευταία υπόθεση φαίνεται η πιο πιθανή, καθώς στο δεύτερο ποίημα («Ψιχία ψυχής») ο Φωστιέρης, ξεκινώντας από την περίφημη παρατήρηση του Λαβουαζιέ ότι στο σύμπαν τίποτα δεν χάνεται αλλά όλα μεταμορφώνονται, τονίζει πως η ζωή δεν επαναλαμβάνεται και παραμένει μοναδική: έτσι, ακόμη και αν «τα πρωτόνια απ’ τα χείλη του Ομήρου» ή «τα κουάρκς από τα δάχτυλα του Μπαχ» περιφέρονται τώρα κάπου στο σύμπαν με άλλες μορφές, δεν θα είναι ποτέ ξανά αυτό που ήταν αρχικά, αυτό που επέτρεψε στον ποιητή και τον μουσικό να δημιουργήσουν αθάνατα αριστουργήματα. Μ’ άλλα λόγια: όλα μετασχηματίζονται (αθανασία της ύλης) αλλά τίποτα δεν επαναλαμβάνεται (μοναδικότητα της ζωής). Μια ιδέα που ο Έλληνας ποιητής μοιράζεται με τον Λατίνο ποιητή Λουκρέτιο[4], σύμφωνα με τον οποίο μετά τον θάνατό μας τα μυριάδες μόριά μας θα σκορπιστούν για να σχηματιστούν άλλα φυσικά όντα.
Κατά μια δοκιμασμένη συνθετική τεχνική, τα δύο πρώτα ποιήματα θέτουν τις κύριες αρχές του λόγου, τα επόμενα ποιήματα τον αναπτύσσουν, τον αποσαφηνίζουν και τον οργανώνουν συνεκτικά μέσω εννοιολογικών αναφορών (π.χ. διακειμενικές αναφορές, επιφωνήματα κ.λπ.[5]). Έτσι, δημιουργείται ένας λόγος εν τω γίγνεσθαι, με αυστηρή ανάπτυξη που μοιάζει με συζήτηση φιλοσοφικής διατριβής, η οποία πάντως δεν τελειώνει στο τέλος του βιβλίου. Στην πραγματικότητα παραμένει ανοιχτή, περιμένοντας να συνεχιστεί στο επόμενο έργο, σύμφωνα με την απορηματική διαδικασία, που είναι χαρακτηριστική για τη φιλοσοφική συζήτηση του Πλάτωνα. Έτσι, οι δέκα συλλογές –από το 1970 έως το 2020– του Φωστιέρη αποτελούν ένα μεγάλο, συνεχές ποίημα[6]. Κι αυτό γιατί, τελικά, δεν προβάλλονται ασφαλή συμπεράσματα και το δίλημμα παραμένει οριστικά αναπάντητο. Η ποίηση είναι ένα έργο σε εξέλιξη, όπως και κάθε πνευματική αναζήτηση που δεν έχει υπερφίαλες αξιώσεις να εκφράσει το απόλυτο.
Η επόμενη, και τελευταία μέχρι στιγμής, συλλογή του Θάνατος ο Δεύτερος διατρέχεται από δύο συγκλίνουσες γραμμές σκέψης: η μία, φιλοσοφικής-προσωκρατικής προέλευσης, διερευνά τη διαλεκτική μεταξύ “όντος” και “γίγνεσθαι”: ο Δημόκριτος, ο Αναξαγόρας, ο Πρωταγόρας και ο Πλάτωνας επιστρατεύονται –μέσω άφθονων αυτούσιων παραθεμάτων– επειδή, όπως παρατηρεί ο ποιητής, ό,τι σημαντικό χρειάζεται να ειπωθεί έχει ήδη ειπωθεί από τους αρχαίους: «Τι θέλουν και μιλάνε οι νεότεροι;/ Να πούνε τι;/ Για τη ζωή τον θάνατο την αδικία τον έρωτα;/ Όλα προλάβαν τα μοιράσαν/ Μεταξύ τους οι παλιοί».[7]
Η αρχαία λογική αυστηρότητα, δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα, παραμένει το αναντικατάστατο εργαλείο για τη διερεύνηση των θεμελιωδών θεμάτων της ανθρώπινης ύπαρξης: ζωή, δικαιοσύνη, αγάπη, θάνατος, αιωνιότητα, ύπαρξη του Θεού. Αυτό το τελευταίο στοιχείο εισάγει τη δεύτερη γραμμή σκέψης, θεολογικής προέλευσης. Τι είναι ο «Δεύτερος Θάνατος» του τίτλου; Είναι αυτός της ψυχής, όπως διδάσκει η θρησκεία; Το μότο της συλλογής, που προέρχεται από την Αποκάλυψη του Ιωάννη («Και o θάνατος και ο Άδης εβλήθησαν εις την λίμνην του πυρός, ούτος ο θάνατος ο δεύτερος εστί»), θέτει τον όλο προβληματισμό υπό το πρόσημο της ιωαννινικής οραματικής μεταφυσικής και φαίνεται να υποδηλώνει την οριστική ήττα του θανάτου.
Αλλά η αποκαλυπτική υπερβατικότητα –μια ποιητική πηγή πρωταρχικής σημασίας για την ευρύτερη ελληνική λογοτεχνία– πρέπει εδώ να κατανοηθεί με ορθολογική έννοια. Ο «δεύτερος θάνατος» είναι εκείνος που δεν απολαμβάνει την ύπαρξη. Από αυτόν τον θάνατο ο ποιητής έχει αναστηθεί γεμάτος ευγνωμοσύνη, για να αποδεχτεί την υλικότητα της ζωής. Η αιωνιότητα δεν ταυτίζεται με τον άπειρο χρόνο, και πρέπει να την βιώνουμε καθημερινά με τις αισθήσεις και το σώμα αδιαφορώντας για την άφιξη του θανάτου, που εδώ παρουσιάζεται ως ιππέας που καλπάζει με μαύρο μανδύα, όπως ο μαύρος ιππότης της Αποκάλυψης (σε συνδυασμό με τον Ψαλμό 103 του Δαβίδ). Το να ζει κανείς σημαίνει: «Να προσκυνάει λατρευτικά/ Το εικόνισμα κάθε στιγμής/ Το κάθε κλικ δευτερολέπτου, ανοίγοντας/ Μια τεχνητή αιωνιότητα/ Μες στο πεπερασμένο. Αδιάφορος/ Από την τόση αθανασία που ’χει ζήσει»[8].
Ο προβληματισμός αυτός ανοίγει ένα παράθυρο στη μεταφυσική διάσταση, δηλαδή μια σταθερά στην ποίηση του Φωστιέρη, η οποία και σε αυτή τη συλλογή ξεχωρίζει ως προς τον αριθμό των αναφορών αλλά και ως προς τις πολλαπλές οπτικές γωνίες από τις οποίες ο ποιητής προσεγγίζει το ερώτημα σχετικά με το τι θα μείνει όταν η απτή σωματική υπόσταση διαλυθεί. Η ποίηση είναι, άλλωστε, ένας τρόπος να αντιπαλέψουμε τη σιωπηλή, αλλά ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο διακριτικά οδυνηρή, πολιορκία του θανάτου, να συνηθίσουμε τους «απειλητικούς ψιθύρους» του, τα «θα και τα να του θανάτου».
Μπροστά στο δίλημμα αν ο θάνατος είναι το τέλος ή η αρχή, ο ποιητής παίρνει τη θέση των σοφιστών: η αυτούσια παράθεση ενός διάσημου αποσπάσματος από τον Πρωταγόρα, το θεμέλιο του αγνωστικισμού («Περί θεών ουκ έχω ειδέναι, ούθ’ ως εισίν, ούθ’ ως ουκ εισίν»), αποδεικνύει τη στάση «αναστολής» με την οποία ο Φωστιέρης αντιμετωπίζει το οδυνηρό θέμα. Προκλητική όμως είναι και η πρόσκληση που απευθύνει στον αναγνώστη, καλώντας τον να φανταστεί («Σκέψου!») έναν κόσμο στον οποίο δεν υπάρχει πραγματικά Θεός, στον οποίο δεν υπάρχει πραγματικά «δεύτερη ζωή». Αν έτσι ήταν, οι δικές μας λειτουργίες, η δική μας έννοια της πνευματικότητας, η ίδια η ποίηση, θα ήταν άχρηστες και παράλογες; Όχι, αντιθέτως. Όλα θα ήταν ένα «θαύμα της φαντασίας», μια «σαρκωμένη ποίηση», βαθιά ανάγκη υπερβατικότητας, που βλαστάνει από την αγάπη για τη ζωή και για την ομορφιά, που είναι η βαθύτερη ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Και αυτό σημαίνει πως από τη θεολογική μεταφυσική ο Φωστιέρης επιλέγει τη γήινη.
*Ο Μάσιμο Κατσούλο είναι κλασικός φιλόλογος
[1] Παραθέτω τα ποιήματα από την έκδοση Άπαντα τα Ποιήματα 1970-2020, Αθήνα (εκδ. Καστανιώτη), 2021, σελ. 403.
[2] Άπαντα, 325.
[3] Τοπία του Τίποτα (Άπαντα), 326.
[4] Βλ. το εκτενές ποίημά του De rerum Natura, ελεύθερη αποδοση του έργου Περί φύσεως του Επίκουρου.
[5] Περί του θέματος αναπέμπουμε στην οξονυχιστική έρευνα του Θ. Πυλαρινού, Ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης. Θεματικές και μορφολογικές προσεγγίσεις στο έργο του, Αθήνα (εκδ. Καστανιώτη) 2021, κυρίως στις σελ. 297-585. Να μου επιτραπεί ν’ αναφερθώ και στη δική μου εισαγωγή στην ανθολογία Nostalgia del Presente, Milano (Crocetti editore), 2000 (νέα έκδοση Milano, 2021)
[6] Για να το καταλάβουμε φτάνει να φυλλομετρήσουμε το ογκωδέστατο τόμο των Απάντων.
[7] «Αλλότριον φως», Άπαντα, 409.
[8] “Θάνατος ο δεύτερος” σελ. 22-23 (= Άπαντα, 416-17).
Η ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη ξεκινάει συχνά από έναν αφορισμό που λειτουργεί ως το κέντρο εξακτίνωσης μιας σκέψης, και από κει εξελίσσεται μέσω αλυσιδωτών μεταφορών. Οι ποιητικές εικόνες που η μεταφορά ενεργοποιεί ωθούν τον αναγνώστη να στοχαστεί πάνω σε κεφαλαιώδη ζητήματα, όπως είναι οι έννοιες της ζωής, της ποίησης, του θανάτου. «Η ποίηση», γράφει ο Ιταλός Milo De Angelis, «δεν είναι η ίδρυση μιας γλώσσας, αλλά η αποκάλυψη ενός προηγούμενου κόσμου. Αποκαλύπτει κάτι που υπάρχει ήδη μπροστά μας». Η εκτόνωση των λέξεων γεμίζει το σύμπαν με ήχους και σημεία, το αλφάβητο είναι χαραγμένο στο σύμπαν, μια πυρακτωμένη ύλη που γεννήθηκε μαζί με το Bing Bang και δημιούργησε τους γαλαξίες: «Μέσα στον ύπνο μου άκουσα / Θα ’μουν ακόμη αγέννητος / Την έκρηξη του αλφαβήτου που έσπερνε/ Τα πύρινα κομμάτια / Ενός πυρήνα νοήματος / Ν’ ανάβουν γύρω εκατοντάδες / Γαλαξίες με λέξεις»[1].
Έτσι αναρωτιέται ο Φωστιέρης στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής του Τοπία του Τίποτα (2013)[2], καταλήγοντας στη διαπίστωση ότι τίποτα δεν θέλουμε τελικά, ότι αυτό το «ατέλειωτο γραπτό» είναι «ένα σύμπαν από τίποτα» και ότι αυτό το γραπτό είναι «το γραφτό μας». Ίσως γι’ αυτό η πράξη της γραφής, της λογοτεχνικής γραφής, επαληθεύεται μόνο στο παρόν και στο παρελθόν, αλλά δεν προεξοφλείται για το μέλλον: «Γράφω./ Έγραψα./ Έχω γράψει./ Όμως του λείπει ο μέλλοντας»[3].
Αμέσως μετά την «έκρηξη», ο ποιητής μιλάει «ακούγοντας μια ξένη γλώσσα». Εδώ προκύπτει το ερώτημα: η «ξένη γλώσσα» είναι αυτή που ακούει ο ποιητής ή αυτή που μιλάει; Ή είναι μια τρίτη γλώσσα, ίσως το αντικείμενο της σκέψης; Ή ενδέχεται η ίδια η σκέψη να είναι το αντικείμενο; Ωστόσο, αναρωτιέται ο ποιητής στο τέλος του ποιήματος: μήπως ο πραγματικός πυρήνας του νοήματος ήταν η ίδια η έκρηξη αυτή καθαυτήν; Και μήπως ο πυρήνας, εξαιτίας της έκρηξης, έχει θρυμματιστεί σε χίλια θραύσματα, τα οποία η ποίηση πρέπει να συγκεντρώσει, για να ανασυνθέσει την αρχέγονη ενότητα, αυτήν που οι αισθήσεις αδυνατούν να αντιληφθούν; Αν ναι, τότε η ποίηση μπορεί να βρεθεί παντού, σε κάθε άτομο του σύμπαντος, ακόμα και στα πιο ασήμαντα αντικείμενα.
Αυτή η τελευταία υπόθεση φαίνεται η πιο πιθανή, καθώς στο δεύτερο ποίημα («Ψιχία ψυχής») ο Φωστιέρης, ξεκινώντας από την περίφημη παρατήρηση του Λαβουαζιέ ότι στο σύμπαν τίποτα δεν χάνεται αλλά όλα μεταμορφώνονται, τονίζει πως η ζωή δεν επαναλαμβάνεται και παραμένει μοναδική: έτσι, ακόμη και αν «τα πρωτόνια απ’ τα χείλη του Ομήρου» ή «τα κουάρκς από τα δάχτυλα του Μπαχ» περιφέρονται τώρα κάπου στο σύμπαν με άλλες μορφές, δεν θα είναι ποτέ ξανά αυτό που ήταν αρχικά, αυτό που επέτρεψε στον ποιητή και τον μουσικό να δημιουργήσουν αθάνατα αριστουργήματα. Μ’ άλλα λόγια: όλα μετασχηματίζονται (αθανασία της ύλης) αλλά τίποτα δεν επαναλαμβάνεται (μοναδικότητα της ζωής). Μια ιδέα που ο Έλληνας ποιητής μοιράζεται με τον Λατίνο ποιητή Λουκρέτιο[4], σύμφωνα με τον οποίο μετά τον θάνατό μας τα μυριάδες μόριά μας θα σκορπιστούν για να σχηματιστούν άλλα φυσικά όντα.
Κατά μια δοκιμασμένη συνθετική τεχνική, τα δύο πρώτα ποιήματα θέτουν τις κύριες αρχές του λόγου, τα επόμενα ποιήματα τον αναπτύσσουν, τον αποσαφηνίζουν και τον οργανώνουν συνεκτικά μέσω εννοιολογικών αναφορών (π.χ. διακειμενικές αναφορές, επιφωνήματα κ.λπ.[5]). Έτσι, δημιουργείται ένας λόγος εν τω γίγνεσθαι, με αυστηρή ανάπτυξη που μοιάζει με συζήτηση φιλοσοφικής διατριβής, η οποία πάντως δεν τελειώνει στο τέλος του βιβλίου. Στην πραγματικότητα παραμένει ανοιχτή, περιμένοντας να συνεχιστεί στο επόμενο έργο, σύμφωνα με την απορηματική διαδικασία, που είναι χαρακτηριστική για τη φιλοσοφική συζήτηση του Πλάτωνα. Έτσι, οι δέκα συλλογές –από το 1970 έως το 2020– του Φωστιέρη αποτελούν ένα μεγάλο, συνεχές ποίημα[6]. Κι αυτό γιατί, τελικά, δεν προβάλλονται ασφαλή συμπεράσματα και το δίλημμα παραμένει οριστικά αναπάντητο. Η ποίηση είναι ένα έργο σε εξέλιξη, όπως και κάθε πνευματική αναζήτηση που δεν έχει υπερφίαλες αξιώσεις να εκφράσει το απόλυτο.
Η επόμενη, και τελευταία μέχρι στιγμής, συλλογή του Θάνατος ο Δεύτερος διατρέχεται από δύο συγκλίνουσες γραμμές σκέψης: η μία, φιλοσοφικής-προσωκρατικής προέλευσης, διερευνά τη διαλεκτική μεταξύ “όντος” και “γίγνεσθαι”: ο Δημόκριτος, ο Αναξαγόρας, ο Πρωταγόρας και ο Πλάτωνας επιστρατεύονται –μέσω άφθονων αυτούσιων παραθεμάτων– επειδή, όπως παρατηρεί ο ποιητής, ό,τι σημαντικό χρειάζεται να ειπωθεί έχει ήδη ειπωθεί από τους αρχαίους: «Τι θέλουν και μιλάνε οι νεότεροι;/ Να πούνε τι;/ Για τη ζωή τον θάνατο την αδικία τον έρωτα;/ Όλα προλάβαν τα μοιράσαν/ Μεταξύ τους οι παλιοί».[7]
Η αρχαία λογική αυστηρότητα, δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα, παραμένει το αναντικατάστατο εργαλείο για τη διερεύνηση των θεμελιωδών θεμάτων της ανθρώπινης ύπαρξης: ζωή, δικαιοσύνη, αγάπη, θάνατος, αιωνιότητα, ύπαρξη του Θεού. Αυτό το τελευταίο στοιχείο εισάγει τη δεύτερη γραμμή σκέψης, θεολογικής προέλευσης. Τι είναι ο «Δεύτερος Θάνατος» του τίτλου; Είναι αυτός της ψυχής, όπως διδάσκει η θρησκεία; Το μότο της συλλογής, που προέρχεται από την Αποκάλυψη του Ιωάννη («Και o θάνατος και ο Άδης εβλήθησαν εις την λίμνην του πυρός, ούτος ο θάνατος ο δεύτερος εστί»), θέτει τον όλο προβληματισμό υπό το πρόσημο της ιωαννινικής οραματικής μεταφυσικής και φαίνεται να υποδηλώνει την οριστική ήττα του θανάτου.
Αλλά η αποκαλυπτική υπερβατικότητα –μια ποιητική πηγή πρωταρχικής σημασίας για την ευρύτερη ελληνική λογοτεχνία– πρέπει εδώ να κατανοηθεί με ορθολογική έννοια. Ο «δεύτερος θάνατος» είναι εκείνος που δεν απολαμβάνει την ύπαρξη. Από αυτόν τον θάνατο ο ποιητής έχει αναστηθεί γεμάτος ευγνωμοσύνη, για να αποδεχτεί την υλικότητα της ζωής. Η αιωνιότητα δεν ταυτίζεται με τον άπειρο χρόνο, και πρέπει να την βιώνουμε καθημερινά με τις αισθήσεις και το σώμα αδιαφορώντας για την άφιξη του θανάτου, που εδώ παρουσιάζεται ως ιππέας που καλπάζει με μαύρο μανδύα, όπως ο μαύρος ιππότης της Αποκάλυψης (σε συνδυασμό με τον Ψαλμό 103 του Δαβίδ). Το να ζει κανείς σημαίνει: «Να προσκυνάει λατρευτικά/ Το εικόνισμα κάθε στιγμής/ Το κάθε κλικ δευτερολέπτου, ανοίγοντας/ Μια τεχνητή αιωνιότητα/ Μες στο πεπερασμένο. Αδιάφορος/ Από την τόση αθανασία που ’χει ζήσει»[8].
Ο προβληματισμός αυτός ανοίγει ένα παράθυρο στη μεταφυσική διάσταση, δηλαδή μια σταθερά στην ποίηση του Φωστιέρη, η οποία και σε αυτή τη συλλογή ξεχωρίζει ως προς τον αριθμό των αναφορών αλλά και ως προς τις πολλαπλές οπτικές γωνίες από τις οποίες ο ποιητής προσεγγίζει το ερώτημα σχετικά με το τι θα μείνει όταν η απτή σωματική υπόσταση διαλυθεί. Η ποίηση είναι, άλλωστε, ένας τρόπος να αντιπαλέψουμε τη σιωπηλή, αλλά ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο διακριτικά οδυνηρή, πολιορκία του θανάτου, να συνηθίσουμε τους «απειλητικούς ψιθύρους» του, τα «θα και τα να του θανάτου».
Μπροστά στο δίλημμα αν ο θάνατος είναι το τέλος ή η αρχή, ο ποιητής παίρνει τη θέση των σοφιστών: η αυτούσια παράθεση ενός διάσημου αποσπάσματος από τον Πρωταγόρα, το θεμέλιο του αγνωστικισμού («Περί θεών ουκ έχω ειδέναι, ούθ’ ως εισίν, ούθ’ ως ουκ εισίν»), αποδεικνύει τη στάση «αναστολής» με την οποία ο Φωστιέρης αντιμετωπίζει το οδυνηρό θέμα. Προκλητική όμως είναι και η πρόσκληση που απευθύνει στον αναγνώστη, καλώντας τον να φανταστεί («Σκέψου!») έναν κόσμο στον οποίο δεν υπάρχει πραγματικά Θεός, στον οποίο δεν υπάρχει πραγματικά «δεύτερη ζωή». Αν έτσι ήταν, οι δικές μας λειτουργίες, η δική μας έννοια της πνευματικότητας, η ίδια η ποίηση, θα ήταν άχρηστες και παράλογες; Όχι, αντιθέτως. Όλα θα ήταν ένα «θαύμα της φαντασίας», μια «σαρκωμένη ποίηση», βαθιά ανάγκη υπερβατικότητας, που βλαστάνει από την αγάπη για τη ζωή και για την ομορφιά, που είναι η βαθύτερη ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Και αυτό σημαίνει πως από τη θεολογική μεταφυσική ο Φωστιέρης επιλέγει τη γήινη.
*Ο Μάσιμο Κατσούλο είναι κλασικός φιλόλογος
[1] Παραθέτω τα ποιήματα από την έκδοση Άπαντα τα Ποιήματα 1970-2020, Αθήνα (εκδ. Καστανιώτη), 2021, σελ. 403.
[2] Άπαντα, 325.
[3] Τοπία του Τίποτα (Άπαντα), 326.
[4] Βλ. το εκτενές ποίημά του De rerum Natura, ελεύθερη αποδοση του έργου Περί φύσεως του Επίκουρου.
[5] Περί του θέματος αναπέμπουμε στην οξονυχιστική έρευνα του Θ. Πυλαρινού, Ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης. Θεματικές και μορφολογικές προσεγγίσεις στο έργο του, Αθήνα (εκδ. Καστανιώτη) 2021, κυρίως στις σελ. 297-585. Να μου επιτραπεί ν’ αναφερθώ και στη δική μου εισαγωγή στην ανθολογία Nostalgia del Presente, Milano (Crocetti editore), 2000 (νέα έκδοση Milano, 2021)
[6] Για να το καταλάβουμε φτάνει να φυλλομετρήσουμε το ογκωδέστατο τόμο των Απάντων.
[7] «Αλλότριον φως», Άπαντα, 409.
[8] “Θάνατος ο δεύτερος” σελ. 22-23 (= Άπαντα, 416-17).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου