Της Μαρίας Μοίρα
ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ, Οδός
Ευτυχίδου, Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2023, σελ. 450
Η Χρύσα Φάντη ακολουθεί τον ήρωά της από την γέννηση του την δεκαετία του εξήντα, μέχρι λίγο πριν την συμπλήρωση των εβδομήντα χρόνων του. Ξεδιπλώνει την δική του ζωή και τη ζωή της οικογένειάς του ανασύροντας από τη λήθη την ιστορική διαδρομή της γενέθλιας συνοικίας του Παγκρατίου στο χώρο και στο χρόνο. Αποθησαυρίζει τις ριζικές μεταβολές και τις αθρόες μεταλλάξεις που έφερε η μετανάστευση και το εντεινόμενο κύμα της αστυφιλίας στην εικόνα και τον χαρακτήρα της πόλης, εγκαινιάζοντας πρωτόγνωρους θεσμούς και συνήθειες, εισάγοντας νέες ανάγκες και επιθυμίες, αντικαθιστώντας, συχνά βίαια, την παλιά, γνώριμη και οικεία συνθήκη κατοίκησης με μια άλλη διαφορετική, ανοίκεια, λαμπερή και άγνωστη. Πανομοιότυπες πολυκατοικίες και διαμερίσματα, ασανσέρ και θυρωρεία, σκάλες υπηρεσίας και υπηρετικό προσωπικό, ακάλυπτοι και κοινόχρηστοι χώροι διαμορφώνουν το πλαίσιο του επελαύνοντος εκσυγχρονισμού και της μικροαστικής ευδαιμονίας, ενώ η δικτατορία εμφανίζεται προ των πυλών για να αναλάβει με ζέση το θεάρεστο εθνοσωτήριο έργο της.
Ο μικρός Πέτρος απορροφά τους ενδοοικογενειακούς κραδασμούς αναμετρώντας συγκρούσεις, διαξιφισμούς, εντάσεις, ακυρώσεις και παραιτήσεις. Βλέπει τους ανιόντες συγγενείς να μεγαλώνουν, να αλλάζουν μορφή και συνήθειες, να αρρωσταίνουν και να φεύγουν από το προσκήνιο άγνωστοι και μόνοι, ήσυχα και αθόρυβα ή αργά και βασανιστικά. Και παράλληλα τα μονώροφα και διώροφα σπίτια της αραιοκατοικημένης γειτονιάς και των όμορων περιοχών (Μετς, Βύρωνας, Καισαριανή), με τις αυλές και τα κηπάκια, τις αλάνες και την άπλα των ελεύθερων αδόμητων χώρων, να υποκύπτουν στην εντατική χρήση γης και στην καταστροφική μανία της αντιπαροχής και της ανοικοδόμησης. Να γίνονται διαμερίσματα σε πολυώροφα κτίρια, αλλάζοντας τον τρόπο συνύπαρξης και τους όρους της αστικής διαβίωσης.
Ο ήρωας στην εφηβεία κολυμπάει στα θολά νερά του οικογενειακού τέλματος νιώθοντας τους γονείς του να απομακρύνονται χαμένοι στις ακυρωμένες προσδοκίες της νεότητας. Ο αποδιοργανωμένος εαυτός του βυθισμένος σε μια ονειρώδη κατάσταση παραλυτικής χαύνωσης, αναζητά ταυτότητα και προορισμό, ενώ ο εκρηκτικά αναδυόμενος ερωτισμός τον φέρνει στα πρόθυρα ολικής κατάρρευσης. Πατέρας και μάνα, παππούδες και γιαγιάδες, θείοι και θείες, αδέλφια και ξαδέλφια διαμορφώνουν τη συνθήκη της ευρείας οικογένειας, που τον περιστοιχίζει ασφυκτικά εμποδίζοντας την θέα ενός άλλου δικού του κόσμου. Οι μνήμες της μικρασιατικής καταστροφής, η αντίσταση, ο εμφύλιος, ένας κύκλος ιστορικών γεγονότων και οικογενειακών βιωμάτων, σκηνών, συμβάντων και επεισοδίων παρεισδύει σ’ αυτήν την νοσταλγική ανακλητική περιδιάβαση στο Παγκράτι.
Τώρα ο γερασμένος εαυτός του στο άνετο σπίτι της Νέας Πεντέλης ψάχνει τα αρχειακά τεκμήρια, συλλέγει μαρτυρίες και κτερίσματα, αγωνιώντας να συλλάβει όσα του διέφυγαν τότε από την ζωή των γονιών του. Των δικών του ανθρώπων που δεν θέλησε ή δεν προσπάθησε να γνωρίσει. Διαβάζει με ανανεωμένο ενδιαφέρον τα γράμματα του πατέρα του, του αποκαθηλωμένου πατριάρχη της καρδιάς του, που εξορίστηκε στην Ικαρία το 47 για την αντιστασιακή του δράση μαζί με τον αδελφό του και άλλους συντρόφους της συνοικίας προς την νεαρή κοπέλα που υπήρξε η μάνα του. Η επιστολική αλληλογραφία του γίνεται το εφαλτήριο για να προσεγγίσει αυτούς που υπήρξαν οι γεννήτορές του. Για να εννοήσει την απελπισία της εκτόπισης και του αναγκαστικού χωρισμού στην τρυφερή ηλικία των είκοσι ετών από το αντικείμενο του έρωτα του. Εφιάλτες και όνειρα στοιχειώνουν τον αφηγητή και τροφοδοτούν ένα επίμονο και βασανιστικό νοερό διάλογο με τον νεαρό άντρα που μετά την ένταξή του στον ΕΛΑΣ υπηρετεί στον εθνικό στρατό. Αυτόν που μετά την εικονική του εκτέλεση, σπαράσσεται από αμφίθυμα αντικρουόμενα συναισθήματα και διαρκείς ταλαντώσεις ανάμεσα στην ιδεολογική στράτευση και στην αποκήρυξη, ανάμεσα στην αισιοδοξία και την αγωνία, το ακμαίο ηθικό φρόνημα και τον φόβο για την κοινωνική και πολιτική συγκυρία που δυσχεραίνει ακόμα και την επιβίωση.
Ένα ενδιαφέρον γοητευτικό μυθιστόρημα, εν μέρει επιστολικό, που εκτυλίσσεται από το παρελθόν στο παρόν, ενσωματώνοντας γνωστά και άγνωστα συμβάντα του περασμένου αιώνα. Μια δευτεροπρόσωπη αφήγηση που εμπεριέχει αποσπάσματα λογοτεχνικών κειμένων, ενδιαφέρουσες βιβλιογραφικές αναφορές, εύστοχα παραθέματα και τεκμήρια από έγκυρες ιστορικές πηγές, με το Παγκράτι να είναι μια ακόμα αδιόρατη περσόνα πίσω από τις λέξεις. Καταγράφει μαρτυρίες και απομνημονεύματα κατοίκων τις οποίες εν πολλοίς μπορώ να επιβεβαιώσω αφού κι εγώ είμαι γέννημα θρέμμα της συνοικίας. Μεγαλώνω στο Παγκράτι τη δεκαετία του εξήντα και βιώνω τις αλλαγές και τις ανατροπές στην αστική συγκρότηση και στη μορφή των σπιτιών και των δημόσιων χώρων που τροφοδοτεί την ατμόσφαιρα της εποχής. Η συγγραφέας αναφέρει τους επωνύμους της δραστήριας παγκρατιώτικης αντιστασιακής παρέας (Χατζιδάκης, Γλύκατζη, Συνοδινού κ.λ.π) αλλά εστιάζει με τρυφερότητα σε όσους έζησαν ανώνυμοι στους ρευστούς ταραγμένους καιρούς της Κατοχής και του Εμφυλίου, όπως ο πατέρας του ήρωα, χωρίς να μπορέσουν ή ίσως χωρίς να θελήσουν να κληροδοτήσουν την εμπειρία και την γνώση στις επόμενες γενιές.
Εικόνες μπερδεμένες, ένα εφιαλτικό συνονθύλευμα αμφιβολιών και ερωτημάτων. Δρόμοι παλιοί, ερείπια σπιτιών, ράκη γυμνωμένων δωματίων, ξέφτια και απομεινάρια ζωής οικείων και αγαπημένων: «Σε νιώθω. Όσο δύσκολο σου είναι να συλλάβεις τα σημάδια του χρόνου πάνω σου, άλλο τόσο δύσκολο είναι να ακολουθήσεις προς τα πίσω τα ίχνη του, και μαζί με αυτά τα ίχνη των ανθρώπων που έζησαν σε τούτη τη συνοικία…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου