Του
Κωνσταντίνου Μπούρα*
ΚΩΣΤΑΣ
ΦΕΡΡΗΣ, ΠΕΡΣΑ ΚΟΥΜΟΥΤΣΗ, Η γέφυρα των λεμονιών, εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα Μάρτιος
2023, σελ. 206
Συνήθως τα μυθιστορήματα διασκευάζονται για σενάρια. Εδώ συμβαίνει το αντίστροφο! Ένα ξεχασμένο σενάριο που δεν ευδόκησε να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη λόγω πολυδάπανης παραγωγής («δει δη χρημάτων», δυστυχώς, πάντα) παραδίδεται από τον συγγραφέα του και διακεκριμένο σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη στην εξειδικευμένη μεταφράστρια αραβικής λογοτεχνίας Πέρσα Κουμούτση, που έχει γεννηθεί κι αυτή στο Κάϊρο, προκειμένου να αναπτύξει τις σκηνικές οδηγίες σε περιγραφές και να ντύσει τους διαλόγους με το αφηγηματικό τους περίβλημα.
Αριστοτεχνική δουλειά, ενδιαφέρουσα για ερευνητικούς λόγους, ευεπίφορο πεδίο μελέτης από κάθε συναυτουργό τής γραφής.
Ατμόσφαιρα και ήχοι, μυρωδιές, οσμές, εικόνες και γεύσεις στήνουν έναν συναισθητικό χορό σε αγαστή συμφωνία των δύο συνδημιουργών, όμως η μεγάλη πρωταγωνίστρια είναι η «πόλις» (με την καβαφική έννοια). Αυτή είναι το σημείον φυγής σε μια προοπτική νεοκλασικίζουσα, γεωμετρική, ευθυτενή θα έλεγα. Η πόλις είναι το θέμα, το κείμενο, το υπό-κείμενο, το υποκείμενο τής αφήγησης εν τέλει. Ευκλείδεια γεωμετρική, γραμμική ανάγνωση τού χωροχρόνου, κανένα ίχνος διδακτικότητας. Θυμοσοφία όμως, νοσταλγία και κρυφίως εξομολογουμένη συγκίνησις ανυπερθέτως [μιμούμαι το γλωσσικό ιδίωμα τής μακρινής εκείνης εποχής – κι ο κριτικός είναι λογοτέχνης, όταν δεν απλώς στυγνός δοκιμιογράφος].
Ο μεσογειακός μελοδραματισμός περιορίζεται τεχνηέντως, χάρη σε μία δόση αναπαραστατικής ειρωνείας, νοητικής απόστασης, που διευκολύνεται κι από το πέρασμα των δεκαετιών. Ο εικοστός πρώτος αιώνας δεν διαθέτει ούτως ή άλλως χώρο για μεμψιμοιρίες. Είναι τόσα πολλά για να θρηνήσουμε μπροστά μας που το παρελθόν μόνον ως αποτροπαϊκό δίδαγμα μπορεί να εκληφθεί. Ούτε καν. Ποιος έχει ανάγκη για παλινωδίες; Ουδεμία χρεία παλιμψήστων. Κι η μνήμη ξέρει να αυτοθεραπεύεται, να αυτοδιορθώνεται, να μπαλώνει τα κουρέλια της και να προχωρεί, περήφανη θεατρίνα σε αόρατο θίασο.
Ο θάνατος κι ο έρωτας στο κρεβάτι τού Προκρούστη αλληλοακυρώνονται. Μένει μια προεφηβική σχολική ενατένιση εσωτερικών πεδίων υψηλής διαύγειας, ακριβώς επειδή είναι φανταστικά, απεικάσματα, είδωλα… Κι εδώ συγγενεύει αυτού του είδους η πεζογραφία με τον κινηματογράφο. Ξέρουμε πως πρόκειται για προβολή. Ξεκάθαρη σύμβαση, πανθομολογούμενη συμμετοχή σε ένα «αθώο ψεύδος» (όπως θα έλεγε ο Τσέχωφ). Όμως ακριβώς αυτό το στοιχείο προσθέτει στην αποστειρωμένη χαρμολύπη το πολυπόθητο στοιχείο τής αισθητικής ηδονής εκ του ασφαλούς. Ο συνδημιουργικός αναγνώστης γίνεται θεατής ενός ιδεατού τοπίου χωρίς σκουπίδια και χωματερές, δίχως κουνούπια τής ελονοσίας και επίμονες αλογόμυγες. Εδώ είναι όλα σιδερωμένα κι όμορφα στοιχισμένα στα ντουλάπια τής μνήμης (με την απαραίτητη λεβάντα για τον σκώρο). Μετά απ’ όλα αυτά θα ήθελα να δω αυτό το αφήγημα, το μεταπλασμένο σενάριο γυρισμένο σε ταινία, κινηματογραφική, τηλεοπτική, διαδικτυακή. Και σε σήριαλ, έστω. Τόσα γυρίζονται…
Εδώ τουλάχιστον κυριαρχεί η απαίτηση τής ομορφιάς.
Σαν αποξηραμένα λουλούδια στο βάζο, σε λαϊκή ζωγραφιά, τού Θεόφιλου, ή από αυτές που πουλιούνται στο παζάρι, ανάμεσα σε ξεγυμνωμένα αμύγδαλα και ανυπεράσπιστα κρέατα όπου εναποθέτουν τους μελλοντικούς απογόνους τους οι βρωμόμυγες.
Αληθινή νοσταλγία, απαύγασμα τής μεταποιητικής λειτουργίας τής Μνήμης (συλλογικής και ατομικής – «Μνημοσύνα σέθεν», Σαπφώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου