Γιάννης Τσαρούχης, Σκηνικά και κοστούμια για τις Βάκχες του Ευριπίδη. Παραλλαγή του σκηνικού, 1968, gouache σε χαρτί, 18,0 x 29,4 εκ. |
Του Κώστα Βούλγαρη
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ, Σονέτα σε σημαία ευκαιρίας. Εγκώμια και ψόγοι εκ του ιδιωτικού και δημόσιου βίου, εκδόσεις Παρασκήνιο, σελ. 48
Με μακρά διαδρομή στο λογοτεχνικό πεδίο, κυρίως διά της ιδιότητας του ποιητή και δευτερευόντως του φιλολόγου, και διαρκέστερη παρέμβαση το περιοδικό Πλανόδιον (1986-2012), ο Γιάννης Πατίλης τώρα μας παραδίδει ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο με δεκαπέντε σονέτα.
Το πρώτο από αυτά, «Γόνιμο πένθος, που θεματοποιεί το πολιτικό και ποιητικό στίγμα του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, δείχνει την καρυωτακική αναφορά και καταγωγική αξίωση του εγχειρήματος, και την δείχνει εύγλωττα, αφού η θεματική του, δηλαδή ο Λυκιαρδόπουλος, είναι ίσως η καλύτερη και εγκυρότερη αφορμή προς τούτο. Όπως εύγλωττο είναι και το διακειμενικό καταληκτήριο δίστιχο, «Θα λάμπουν πάντα οι ανταύγειες των ήχων/ που φύλαξες στα καταφύγια των στίχων!»
Μόνο που το είδος αυτής της ανεπανάληπτης καρυωτακικής σύνθεσης/μίξης, ελεγείου και σάτιρας, εγείρει απαιτήσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ ακόμα και εκείνες του αθροίσματος των απαιτήσεων του ελεγειακού και του σατιρικού είδους. Η καλύτερη απόδειξη, δηλαδή τεκμήριο αποτυχίας, είναι η ανώδυνη φάρσα του «Μανούσου Φάσση», έστω και αν πολυπληθείς, πλην, μάλλον άμουσοι φιλόλογοι, συνεχίζουν να κάνουν ανακοινώσεις επ’ αυτής σε φιλολογικά συνέδρια, αντιμετωπίζοντας, τη φάρσα, ως πραγματωμένο ποιητικό έργο.
Αν όμως στο πάρεργο αυτό του Αναγνωστάκη η σάτιρα/φάρσα κυριαρχούσε έναντι του ελεγειακού τόνου, παίρνοντας όλες τις «ελευθερίες» της ελαφρότητας του εγχειρήματος, ο Πατίλης επιχειρεί να πετύχει μια ισορροπία, οδεύοντας έτσι, αναπόφευκτα, στις απαιτήσεις του καρυωτακικού επιτεύγματος.
Το αποτέλεσμα δεν είναι επιτυχές. Αυτό που απομένει είναι η μίμηση της φόρμας του σονέτου, καθώς και το διάσπαρτο λεκτικό υλικό από την εποχή της κυριαρχίας αυτών των στιχουργικών μορφών, που η συνδυασμένη χρήση τους εκβιάζει πάλι κάποιες «ελευθερίες» διά της παρώδησης, ώστε σήμερα ο Πατίλης να καταφέρει να μιλήσει ποιητικά για τα του καιρού μας τα φιλολογικά και άλλα συμβαίνοντα.
Ασφαλέστερο κριτήριο για την ασυμβατότητα του υποτιθέμενου τρόπου (καθ’ ότι πάσχει σοβαρά από άποψη τεχνικής) και του στόχου, άρα για την προσχηματική, παιγνιώδη, εν τέλει πλήρους ελαφρότητας χρήση της μορφής του σονέτου, που όμως υποδύεται την αντισυμβατικότητα, είναι το επιγραφόμενο «Το ξεβράκωτο Εικοσιένα», όπου αναπαράγονται όλα τα συμβατικά, και βεβαίως καθεστωτικά, εδώ και πολλές δεκαετίες, στερεότυπα της μακρυγιαννικής εθνικής αφήγησης, όπως αυτή φιλοτεχνήθηκε διά χειρός Σεφέρη.
Κρίμα, γιατί ο Πατίλης γράμματα ξέρει, και γράμματα εκ της ιστορίας της ποιήσεως πολλά. Το μέτρο της δυνατότητάς του το δίνουν δύο σονέτα, που δεν έχουν καμιά «αντισυμβατική» στόχευση: αυτό που θεματοποιεί την ποιήτρια Αγγελική Σιδηρά και τη διαδικασία έκδοσης του Πλανοδίου, κι εκείνο που θεματοποιεί τη σχέση του Πατίλη με τη σύντροφό του, ποιήτρια και ζωγράφο Ηρώ Νικοπούλου, έστω και αν στο τελευταίο δίστιχο το καταστρέφει, εισάγοντας μια, λειτουργικά αδέξια, αυτοσαρκαστική/φαλλοκρατική νότα: «πουλάκι εσύ στο φύλλωμα πετώντας/ κι εγώ τριγύρω σου όρθιο κυπαρίσσι».
Θα τέλειωνα το κείμενό μου εδώ, όμως το τελευταίο σονέτο, «Περί κώλων σκιάς», αναφέρεται ακραία υποτιμητικά στην εξόχως συμβολική ποιητική χειρονομία των Ηλία Λάγιου, Γιώργου Κοροπούλη, Διονύση Καψάλη, να εμφανιστούν από κοινού με ποιήματα σε παραδοσιακή φόρμα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δηλώνοντας έτσι την παρακμή, αλλά και την υπέρβαση, της αυτάρεσκης, και διά του ελεύθερου στίχου αυτοβεβαιούσης τον μοντερνισμό της, σεφερικής ποιητικής κοινής, ενώ αναφέρεται, επίσης ακραία υποτιμητικά, και στην εν θερμώ κριτική δεξίωση αυτής της ποιητικής χειρονομίας, από τον Άρη Μπερλή και τον Ευριπίδη Γαραντούδη. Δεν πρόκειται για ένα «χαριτωμένο» ή «πνευματώδες» σχόλιο αλλά, ανασύροντας σήμερα ο Πατίλης το εν λόγω σονέτο από το 1993, μας δίνει άθελά του μία ακόμα απόδειξη πόσο, ποιητικά, δηλαδή αισθητικά, εκτός πραγματικότητας βρίσκεται πια, και πόσο επιφανειακή είναι η χρήση από αυτόν της μορφής του σονέτου σε ένα ολόκληρο, έστω και ολιγοσέλιδο βιβλίο.
Γιατί, με εκείνη την ποιητική χειρονομία, έγινε σαφής η ήδη συντελούμενη τομή της νεοελληνικής ποίησης, που τα τελευταία τριάντα χρόνια μας έχει δώσει την ποίηση του ιστορικού παρόντος, όπου όλες οι παρελθούσες στιχοποιητικές μορφές ανακαλούνται και χρησιμοποιούνται χωρίς ενοχές, δίνοντάς μας ποιήματα νέου, και, κυρίως, αισθητικά πολύ ισχυρού ύφους. Μια διαδικασία όπου μετέχουν και αρκετοί νεότεροι, ακόμα και κάποιοι που δοκιμάζουν να αναμετρηθούν πολύ στα σοβαρά (μετερχόμενοι επιμελώς όλες τις στιχοποιητικές παραμέτρους), με την κατορθωμένη σε αυτές τις μορφές ποίηση, όπως π.χ. ο Γιώργος Βαρθαλίτης. Δίπλα, και πόσω μάλλον απέναντι, σε αυτή τη σύγχρονη ποίηση, την οποία όλοι οι προηγούμενοι συνθέτουν, ποιηματογραφικές απόπειρες σαν αυτή του Πατίλη στέκονται σαν αδύναμα στιχάκια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου