10/7/22

Για την πρόσληψη του Παπαδιαμάντη

Του Θεόδωρου Βάσση*

Μελέτες επί μελετών, άρθρα επί άρθρων (και αρθρίδια επί αρθριδίων) έχουν γραφεί για το αν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) είναι (ή δεν είναι) σημαντικός λογοτέχνης/ πεζογράφος, τουλάχιστον σε σχέση με τον ανανεούμενο «ντόρο» που γίνεται γύρω απ’ τ’ όνομά του. Το ζήτημα αυτό συνδέεται ευθέως με την (αναπόφευκτη) αλληλεπίδραση ιστορικοκοινωνικής πραγματικότητας ↔ αισθητικής ↔ κοσμοθεωρίας–ιδεολογίας (τόσο σε παρελθοντικό και συγχρονικό επίπεδο όσο και στις μεταξύ τους διαπλέξεις).
Είναι προφανές ότι η διαρκής επικαιρότητα του Παπαδιαμάντη «τρέφεται» από την (αντίστοιχη διαρκή) ιδεολογική αντιπαράθεση (πολιτισμικής) «Ανατολής» vs (πολιτισμικής) «Δύσης», ελληνορθοδοξίας vs (δυτικής) λογοκρατίας, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται το (ψυχολογικό, ιδεολογικό) «τραύμα» της «ελληνικής συνέχειας»· με άλλα λόγια, τα κριτήρια για την επαναφορά του Σκιαθίτη στην επικαιρότητα είναι, συχνά, εξωκαλλιτεχνικά (ιδεολογικά) παρά ενδοκαλλιτεχνικά (αισθητικά).
Είναι, επίσης, προφανές ότι η συζήτηση περί (της αξίας) του Παπαδιαμάντη «τρέφεται» κι από την (αυξημένη) εμπορική/ καταναλωτική κίνηση «δις του έτους» (Χριστούγεννα και Πάσχα) των «εορταστικών» (χριστουγεννιάτικων και λαμπριάτικων) διηγημάτων του, καθώς και από τη δημοσίευση ανάλογων («εορταστικών») διηγημάτων (σε εφημερίδες και περιοδικά) από νεότερους πεζογράφους –συχνά κατά το παπαδιαμαντικό «γράμμα» ή «πνεύμα»– ή από τη δημοσίευση άρθρων γι’ αυτόν.
Εάν συνυπολογίσουμε και τις συνήθεις (για ένα λογοτέχνη) επετείους γέννησης/ θανάτου, καθώς και τον λεγόμενο «λογοτεχνικό κανόνα» (χαρακτηριστικό τεκμήριο του οποίου είναι τα παπαδιαμαντικά πεζογραφήματα στα «επίσημα»-κρατικά σχολικά βιβλία), εύκολα καταλαβαίνει κανείς –μέσω αυτών των απλών παραδειγμάτων– ότι η δημοφιλία του Παπαδιαμάντη σίγουρα οφείλεται (και) σε εξωλογοτεχνικούς παράγοντες.
Ωστόσο, το παπαδιαμαντικό πεζογραφικό έργο έχει, για το όντως καλλιεργημένο αναγνωστικό κοινό (όσο ευάριθμο κι αν είναι) ενδογενή (λογοτεχνική/ αισθητική) αξία: αναφέρομαι, προφανώς, σ’ αυτό το αναγνωστικό κοινό που είναι σε θέση να υπερβεί τις (απολύτως) προσωπικές λογοτεχνικές προτιμήσεις του (οπωσδήποτε συνυφασμένες με τις βιοθεωρητικές και κοσμοθεωρητικές-ιδεολογικές του επιλογές), δηλαδή σ’ αυτό το (σίγουρα ευάριθμο) αναγνωστικό κοινό που –για να μιλήσω «χοντρικά» (ελπίζω, όμως, όχι «χονδροειδώς»)– μπορεί ν’ αποδεχτεί την καλλιτεχνική αξία του Μπρεχτ (μολονότι «δεξιό») ή μπορεί ν’ αποδεχτεί την αισθητική αξία του Πάουντ (μολονότι «αριστερό»).
Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους πιο σημαντικούς –σε εθνικό και διεθνές επίπεδο– νεοελληνιστές φιλολόγους και θεωρητικούς της λογοτεχνίας, ο (αντικληρικαλιστής) μαρξιστής Γιώργος Βελουδής (1935-2014), ενώ συμφωνεί με τον (πρώην) «δάσκαλό» του Κ. Θ. Δημαρά (1904-1992) ως προς την ψυχοβιογραφική και ιδεολογική σκιαγράφηση του Παπαδιαμάντη, διαφωνεί ωστόσο μ’ αυτόν, μ’ ευνόητα αισθητικά-καλλιτεχνικά κριτήρια, έστω και για ένα μόνο έργο, τη Φόνισσα (1903): «Η κριτική του Δημαρά για τον Παπαδιαμάντη φαίνεται ν’ αστοχεί μόνο ως προς το σημαντικότερο έργο του, τη ‘Φόνισσα’, στην οποία προσγράφει απλά ‘σαδισμό’ και ‘διεστραμμένη μυστικοπάθεια’, χωρίς να διαβλέπει τις κοινωνικές και ψυχολογικές της διαστάσεις.»[1]
Ό,τι, δηλαδή, διέβλεπε χωρίς ιδεολογικές (και άλλες) παρωπίδες, ο ένας εκ των δύο ιδρυτών του ιστορικοδιαλεκτικού υλισμού, ο Ένγκελς (1820-1895), όταν εγκωμίαζε την αισθητική αξία του πεζογραφικού έργου ενός από τους προγενέστερους ιδεολογικούς του αντιπάλους, του Μπαλζάκ (1799-1850): «Ο ρεαλισμός που εννοώ μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε πείσμα των ιδεών του συγγραφέα. Επιτρέψτε μου ένα παράδειγμα: ο Μπαλζάκ, που τον θεωρώ δάσκαλο του ρεαλισμού, […] περιγράφει πώς τα τελευταία λείψανα αυτής της –υποδειγματικής γι’ αυτόν– κοινωνίας [=της κοινωνικής τάξης των φεουδαρχών/ ευγενών] άρχισαν σιγά σιγά να υποκύπτουν στην εισβολή του πλούσιου και άξεστου χωριάτη ή να διαφθείρονται απ’ αυτόν· […] Βέβαια, ο Μπαλζάκ από πολιτική άποψη ήταν ένας νομιμόφρονας [=πιστός στο Ancien Régime], για τούτο και το μεγάλο έργο του είναι μια αδιάκοπη ελεγεία για την αναπόφευκτη καταστροφή της καλής κοινωνίας, κι όλη του η συμπάθεια στρέφεται προς την τάξη που είναι καταδικασμένη να δύσει. Ωστόσο, ποτέ η σάτιρά του δεν είναι τόσο κοφτερή, και τόσο πικρή η ειρωνεία του, όπως όταν περιγράφει τους άντρες και τις γυναίκες που συμπαθεί περισσότερο, δηλαδή τους ευγενείς.»[2]
Εάν ο (καλλιεργημένος) αναγνώστης (ξανα)διαβάσει, λόγου χάρη, τον Πολιτισμό εις το χωρίον (1891), τους Χαλασοχώρηδες (1892) ή τον Καλόγερο (1892), (σίγουρα) θα προβεί και στις (αναπόφευκτες) συσχετίσεις.
Υστερόγραφο: Τώρα, εάν κάποιος από το (καλλιεργημένο) αναγνωστικό κοινό των «καθ’ ημάς ‘νεοορθοδόξων’» έχει την ανάλογη «απλοχεριά» ν’ αναγνωρίσει την αισθητική αξία λογοτεχνών απ’ την «αντίπερα (ιδεολογική) όχθη», φερ’ ειπείν ενός Κ. Χατζόπουλου (1868-1920), αυτό είναι «άλλου παπά ευαγγέλιο».

*Ο Θεόδωρος Βάσσης είναι φιλόλογος

[1]Γιώργος Βελουδής, Παράταιρα. Μελέτες. Κριτικές. Επιφυλλίδες, Αθήνα: Δωδώνη, 1995, σ. 91.
[2] Μαρξ –Ένγκελς, Για την Τέχνη, μτφρ.: Στάθης Χρυσικόπουλος, Αθήνα: Εξάντας, 1975, σσ. 133-134 [επιστολή του Ένγκελς –«αρχές Απρίλη του 1888»– προς την Μ. Χάρκνες].

Γιάννης Τσαρούχης, Μπούστο γενειοφόρου, 1932-1933, λάδι σε πανί, 53,2 x 42 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: