Του Φοίβου Γκικόπουλου*
Η αντίθεση ανάμεσα στην «πράξη» και τη «θεωρία» δεν είναι μια αντίθεση ανάμεσα στην πολιτική και τον πολιτισμό. Κάθε δομικό επίπεδο έχει μια πολιτική διάρθρωση. Στο αστικό σύστημα και οι θεωρητικές και οι υλικές πρακτικές αποκρύβουν τις κοινωνικές τους ρίζες που δεν συνειδητοποιούν την κατάσταση και δίνουν σε ταξικό περιεχόμενο μια παγκόσμια μορφή. Η επαναστατική τάξη, στην οποία ανήκουν οι διανοούμενοι κοινωνιολογικά αστοί, που τάχθηκαν στο πλευρό της, εισάγει στο σύστημα την αντίθεση μιας δυνατής διαφάνειας, μιας δράσης απελευθερωμένης από ανορθολογικό περιεχόμενο, μιας καθαρότητας θεωρητικής και πρακτικής. Το να θέλουμε να αποκλείσουμε τον επαναστάτη διανοούμενο θα ισοδυναμούσε με την αποξένωσή του από την επαναστατική τάξη.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε ξανά το πρόβλημα της πολιτισμικής βιομηχανίας και να θέσουμε ξανά το ερώτημα, αν είναι δυνατή η διαμόρφωση μιας επαναστατικής συνείδησης. Και, εκτός αν επιθυμούμε να θεωρήσουμε την αγορά ένα κυβερνητικό σύστημα, σύμφωνα με μια ιδεολογία καθαρά θετικιστική της επιστήμης, αναγκαστικά καταλήγουμε ότι αυτό παράγει λειτουργίες και παρενέργειες, μεταμορφώνει αλλά δεν εξουδετερώνει την αντίθεση. Τα δίχτυα του λειτουργικού ορθολογισμού δεν καταφέρνουν να μετακινήσουν ή να καλύψουν τις πραγματικές καταστάσεις και αφήνουν χώρο σε μια προοπτική αγώνων και διευκρινήσεων. Στους υλιστικούς αγώνες, όπου εμφανίζονται νέα περιεχόμενα, όπως στην θεωρητική παραγωγή που φωτίζει τις πολιτικές της διασυνδέσεις, ο εργαζόμενος επανακτά την εργασία του: η χρηστική αξία της εργασίας βγαίνει από την αφάνεια και εισβάλλει με την αξία της ανταλλαγής. Η πολιτική άμυνας του συστήματος συνίσταται σε μια πράξη απορρόφησης που, ρυθμίζοντας, θέτοντας όρια, απομονώνοντας το διαφορετικό, τείνει στο να οδηγήσει ξανά στον διαχωρισμό των πράξεων ρήξης. Ο κίνδυνος συρρίκνωσης που διατρέχει η επαναστατική εργασία στην ολότητά της, είναι εκείνος που προσπαθεί να προκαλέσει εκφοβισμό, να χάσει την ικανότητα να επιβεβαιώσει τις προϋποθέσεις της δικής του πρακτικής και να αποκρύψει τους ανορθολογικούς κόμβους που την υποστηρίζουν.
Ειδικότερα στο γλωσσικο-λογοτεχνικό επίπεδο εργασίας γνωρίζουμε καλά τι συμβαίνει. Ο συγγραφέας, αντί να δείχνει τη διαλεκτικότητα της φωνής του και να εξασκεί πολιτική στη γλώσσα του, διεκδικεί την υπεροχή της «αλήθειας», υιοθετώντας κάθε λέξη, ακόμη και -συχνά- την επαναστατική πρακτική στο χώρο της Λογοτεχνίας. Και γίνεται αντιληπτό ότι στα χρόνια μας υπήρξαν πολλοί σημαντικοί, ακριβώς πολιτικά, οι συγγραφείς που δεν εξέφρασαν κανέναν ουσιαστικό λόγο, αλλά υπογράμμισαν το δράμα της αστικής κουλτούρας και δημιούργησαν μετα-λογοτεχνία, και όχι οι συγγραφείς εκείνοι που εκδηλώθηκαν θετικά, μέσα όμως στην αστική κουλτούρα: γίνεται εξάλλου κατανοητό ότι, αν και βλέπουμε τις διαφορές ανάμεσα στο σήμερα και το χθες, είναι μάταιο και επικίνδυνο να περιοριστούμε στο να καταγράψουμε το σημείο μηδέν της κατάστασης και να οχυρωθούμε πίσω από θέσεις μεταφυσικά κλειστές θεωρητικοποιώντας τη σιωπή (μια παραλλαγή του μαγικού λόγου).
Αυτό που παραμένει αναγκαίο είναι μια αυτοκριτική που να στοχεύει στην καταστροφή της ιδεολογικής εικόνας του διανοούμενου ή στο να καταγγείλει και να ξεσκεπάσει τις μάσκες του στο σημείο όπου γεννιούνται και δημιουργούνται ξανά, εργαζόμενοι στην προοπτική μιας χειραφέτησης της ανθρωπότητας από την κοινωνική διαφοροποίηση της εργασίας, χωρίς την απόπειρα μιας μεταφυσικής ολότητας.
*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου