Της Ευθυμίας Γιώσα*
ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΚΟΛΟΣΙΑΤΟΥ, Κλίμακα χρωμάτων, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 188
Πέντε, επτά κι ύστερα πάλι πέντε. Αυστηρά. Έτσι πηγαίνουν οι συλλαβές στα χαϊκού. Παιχνίδι ή βάσανο για τον δημιουργό, δεν ξέρω. Για την Κολοσιάτου, πάντως δεν ήταν κάτι καινούριο, αφού και το προηγούμενό της βιβλίο, «Μισό σκοτάδι» (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010) ήταν μια συλλογή χαϊκού. Ωστόσο, στην πρόσφατη «Κλίμακα χρωμάτων» υπάρχει κι ένας υπότιτλος όπου βρίσκεται όλη η ουσία του βιβλίου: «180 χαϊκού για τα αγριολούλουδα της Κύπρου».
Κατ’ αρχάς, πρόκειται για ένα βιβλίο φροντισμένο, με προσεγμένη αισθητική η οποία γίνεται ήδη εμφανής από το εξώφυλλο (παιχνιδιάρικη λεπτομέρεια τα διαφορετικά χρωματισμένα γράμματα του τίτλου του βιβλίου). Στο εσωτερικό βρίσκουμε ένα χαϊκού μαζί με ένα σχέδιο ανά σελίδα, ενώ στο τέλος υπάρχει ένα ευρετήριο με όλα τα φυτά για τα οποία έχει γίνει λόγος. Σε αυτό τον κατάλογο, εκτός από την κοινή ονομασία του φυτού, μπορεί κανείς να βρει και την επιστημονική ονομασία του.
Η Κολοσιάτου, αφήνοντας για λίγο στην άκρη τα ποιητικά μέσα που έχει χρησιμοποιήσει στα προηγούμενα βιβλία της, φτιάχνει μια συλλογή όπου συναρμόζονται η ποίηση, η λαογραφία, η βοτανική και η εθνογραφία, με έναν ανάλαφρο, συμπυκνωμένο και περιγραφικό τρόπο. Επί της ουσίας, η «Κλίμακα χρωμάτων» είναι μια καταγραφή ενός μέρους του φυσικού πλούτου της Κύπρου, μια αναφορά σε ένα κομμάτι της βιοποικιλότητας του νησιού το οποίο, βεβαίως, φτάνει στον αναγνώστη μέσα από τη διήθηση της ματιάς της Κολοσιάτου. «Αγριόφρεντζα / Στους κάμπους μέσα όλο / Ξεκαρδίζεσαι», γράφει, κι εμείς, όσοι δεν έχουμε δει αγριόφρεντζα, παρατηρούμε το σκίτσο κι επιχειρούμε να τη φανταστούμε πώς είναι να σκάει στα γέλια. Κι αλλού, «Ήταν μερσίνιν / Γέμιζε την πλατεία / Είχαμε γιορτή», το φυτό φέρει μαζί του κι ένα προσωπικό βίωμα. Οι λέξεις γίνονται τέμπερες όλων των αποχρώσεων και φτιάχνουν μπροστά στα μάτια μας έναν πίνακα. Μέχρι το τέλος του, ο τίτλος του βιβλίου έχει δικαιωθεί.
Υπάρχει κι άλλο ένα στοιχείο στην παρούσα συλλογή που αξίζει το ενδιαφέρον μας: η χρήση της κυπριακής διαλέκτου, με αποτέλεσμα να κάνουμε αναπόφευκτα τον συσχετισμό ανάμεσα στη διατήρηση του φυσικού πλούτου και σ’ εκείνη του γλωσσικού, διότι κι η γλώσσα, ως άλλο αγριολούλουδο, φύεται κι ευδοκιμεί, απειλείται και αντιστέκεται, καθορίζει τον χώρο και καθορίζεται από αυτόν, δημιουργεί αναμνήσεις και συναισθήματα. Φαντάζομαι ότι η μουσ̌έττα, η σπαλατσ̌α, το λαούδιν, το σκορπίδιν και άλλα πολλά είναι άγνωστα στον ελλαδίτη αναγνώστη, ωστόσο, στην «Κλίμακα χρωμάτων», μόνο και μόνο η αναφορά τους έχει εκτόπισμα, διότι, συν τοις άλλοις, κουβαλούν τα τερτίπια μιας γλώσσας, αν μου επιτρέπεται να χαρακτηρίσω έτσι τις διαλέκτους. Και μέσα σ’ όλα αυτά, εκεί στο τέλος, μέσα από τις επιστημονικές ονομασίες, σκάει μύτη, ακλόνητη και σίγουρη, και η επιστημονική γλώσσα.
Αν χρειαζόταν να μιλήσω με όρους συναισθηματικούς για την «Κλίμακα χρωμάτων», δηλαδή με αυτούς που δεν ταιριάζουν σε μια βιβλιοπαρουσίαση ή βιβλιοκριτική, θα μιλούσα για αγάπη. Ίσως αυτά τα 180 χαϊκού να είναι μια ποιητική αποτύπωση της αγάπης: γενικά για την ομορφιά της φύσης, ειδικά για την ομορφιά της φύσης ενός τόπου, για τις μυστικές ανταλλαγές μεταξύ ημών και όλων αυτών που φέρει ένας τόπος. Ίσως επίσης να μιλούσα και για αγωνία. Γιατί αρκετές φορές το ν’ αγαπάς σημαίνει ν’ αγωνιάς.
*Η Ευθυμία Γιώσα είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου