Του Κώστα Βούλγαρη
ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ, Πράσινος ουρανός μπλε χορτάρι, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 80
Γράφοντας το 2014 για την ποιητική συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου Δύσκολο, σημείωνα πως το εγχείρημά του είναι ο αναστοχασμός της νεωτερικότητας, ήτοι της ιστορίας της, των ιδεών της, της τέχνης της, της κρίσης της, που εμπεδώνεται με μια ποιητική σύνθεση, η οποία αντέχει αυτόν τον βαρύ ειδολογικό χαρακτηρισμό, αντλώντας ερείσματα, ιδεολογικά και ρυθμικά, απ’ όλη την παράδοση του ποιητικού λόγου. Ανάλογα πράγματα έγραψα και για το επόμενο βιβλίο του Αυτοάνοσο (Ένα μελόδραμα) (2017), επιμένοντας στη συνθετική του προσπάθεια, ενώ για το βιβλίο του Τα φυσικά πράγματα (2019), σημείωνα, «διπλωματικά», ότι συνεχίζει τη φορά της κατακτημένης τα τελευταία χρόνια ποιητικής του, η οποία, πέρα από τις συνθετικές αξιώσεις της, χαρακτηριζόταν εκεί από έναν καταιγισμό ισχυρών ποιητικών πυρήνων.
Η επιφύλαξή μου, έτσι αδιόρατα διατυπωμένη, αφορούσε τις αισθητικές προκείμενες του προτάγματος της ποίησης του Ζαφειρίου. Σε εκείνο το προ τριετίας ποιητικό βιβλίο του διέκρινα την κόπωση και το όριό του, μέσα στην ένταση δημιουργίας ποιητικών πυρήνων, κάνοντας μάλιστα λόγο για καταιγισμό. Σαν δηλαδή ο ποιητής, με αυτό τον τρόπο, να ήθελε να καλύψει μια αμηχανία/αδυναμία του. Ποια είναι αυτή; Η μη αναδοχή των συνεπειών των ποιητικών και εν γένει επιλογών του, πλέον στο αισθητικό πεδίο, όπου θα λάμβανε χώρα η τελική διαύγαση του προτάγματός του.
Κανένας καλλιτέχνης στις μέρες μας δεν μπορεί να κάνει τέχνη, αν δεν απαντά στο ερώτημα «τι γίνεται με τον μοντερνισμό;», δηλαδή αν δεν τοποθετείται σε σχέση με το ιστορικό παρόν της τέχνης. Δεν εννοώ φυσικά δηλώσεις και πόζες, ή τη γελοία, γραμμική μίξη κοινών τόπων, σε «δράσεις» και «κατασκευές» που υποδύονται το «μεταμοντέρνο», μετατρέποντας την προϊούσα ελευθερία στην επιλογή των «υλικών» ενός έργου τέχνης (αδιακρίτως και των ευτελών) σε υποταγή στην ποιότητα των υλικών, και έτσι καταλήγει στη διολίσθηση από το πεδίο της τέχνης σε εκείνο του πολιτισμού, αλλά αναφέρομαι σε όσα λέει το έργο τέχνης επί του μείζονος αισθητικού ερωτήματος της εποχής μας.
Η διαδικασία λοιπόν αναστοχασμού της νεωτερικότητας στα τρία αυτά βιβλία του Ζαφειρίου, όπως και στο ανά χείρας, Πράσινος ουρανός, μπλε χορτάρι, η οποία επιχειρείται μέσα από μια διαδοχή εξαιρετικών ποιητικών πυρήνων, εξπρεσιονιστικής υφής, τρομάζει μπροστά στο ποιητικό αποτέλεσμά της, το οποίο, στην εύλογη αναγωγή του ως αισθητικό πρόταγμα, τη φέρνει αντιμέτωπη με το περιβόητο «μετά». Επιβαρυμένη η λέξη, έως το μη παρέκει, όμως το πεδίο παραμένει εκεί, πέρα από τα όρια του μοντερνισμού. Σε αυτό το πεδίο εισέρχεται η ποίηση του Ζαφειρίου, αλλά αντικρύζοντας το φάσμα του, μαζί και την εικόνα της, τρομάζει.
Το πρόβλημα φαίνεται, σε όλο του το βάθος, σε σχέση με το περιβόητο διακείμενο. Τι θα κάνει ο σύγχρονος καλλιτέχνης; Θα αγκιστρωθεί στη παράθεση των «πηγών» του, επιβεβαιώνοντας το αρραγές του προσώπου του και αρνούμενος έτσι τον «θάνατο του συγγραφέα», όπως το διατύπωσε με την περιβόητη ρήση του ο Ρολάν Μπαρτ, και όπως νοηματοδοτήθηκε έκτοτε, με ποικιλία, λεπτομέρεια και απίστευτο θεωρητικό αλλά και χρονικό βάθος, από πάρα πολλά καλλιτεχνικά έργα, μεταγενέστερα αλλά και προγενέστερα της ρήσεως; Ή θα τολμήσει την, εμπεδωμένη ήδη από τον Εμμανουήλ Ροΐδη και την Πάπισσά του (1866), πρακτική της οικειοποίησης (από το έργο του, σύμφωνα με τις ανάγκες του και την ποιότητά του) σπαραγμάτων από τον λόγο άλλων, δηλαδή από τον ωκεανό της κειμενικής πραγματικότητας; Το ίδιο έκανε μεταπολεμικά ο Νικόλαος Κάλας, αρνούμενος κάθε σημείωση στα δοκίμιά του, προβοκάροντας έτσι, εν πλήρει συνειδήσει και απολύτως προγραμματικά, την ύστατη άμυνα και νεύρωση του παρακμάζοντος μοντερνισμού, που διασκέδαζε την καθεστωτική του μετάλλαξη και την ολοσχερή απώλεια του πάλαι ποτέ επαναστατικού χαρακτήρα του, υποχρεώνοντας επιστήμονες αλλά και λογοτέχνες να φορτώνουν το έργο τους με μια θλιβερή ακολουθία αχρείαστων σημειώσεων, δηλαδή δηλώσεων υποταγής τους σε ένα κοσμοείδωλο που έπνεε τα λοίσθια. Ένα κοσμοείδωλο που συνίστατο από αρραγείς και «μοναδικές» προσωπικότητες, που η κάθε μια τους έχει το προνόμιο της «αλήθειας», όπως δηλώνεται από τις παραπέμπουσες σημειώσεις, ενώ όλες μαζί υποτίθεται πως δημιουργούν ένα ολοποιητικό σύμπαν, όμως εκ του προχείρου, ατελέσφορο πια και αφόρητο. Αλλά το δοκίμιο, όπως φυσικά και το λογοτεχνικό κείμενο, είναι η απάντηση σε ένα και μόνο ερώτημα: «τις αγορεύειν βούλεται;». Απέναντί του, ο συγγραφέας δεν είναι πια παρά ένας γυμνός γραφέας, χωρίς πλέον καμία, χρυσή ή άλλη πανοπλία. Ο λόγος του είναι που κρίνεται, όχι οι βακτηρίες του.
Ας δούμε τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο με τον οποίο όλα τα προηγούμενα καθορίζουν (και καταστρέφουν) το τελευταίο βιβλίο του Ζαφειρίου. Το βιβλίο αποτελείται από τρεις ενότητες, στις οποίες επισυνάπτεται μία τέταρτη, που φέρει τον τίτλο «Συνομιλίες» και εισάγεται με ένα σημείωμα: «Εντάσσοντάς τες ως τέταρτη ενότητα στο βιβλίο, προτίμησα να τις ονομάσω ‘Συνομιλίες’ και όχι ‘Σημειώσεις’, επειδή μάλλον αφορούν σε διακειμενικές επισημάνσεις, σχολιασμούς και παραπομπές στις πηγές δάνειων φράσεων, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνομιλούν με τα ποιήματα. Σε όλα τα μεταφρασμένα παραθέματα ακολουθήθηκε η ορθογραφία των εκδοτών».
Ακριβώς σε αυτό το σημείο, με αυτό το σημείωμα, ο Ζαφειρίου ομολογεί ότι αντικρίζει το «βάραθρο το αγριωπό», ομολογεί όμως και ότι δεν τολμά. Γιατί η οικειοποίηση είναι μια διαδικασία πολύ πιο δύσκολη, και φυσικά πολύ πιο επικίνδυνη και απαιτητική από τη συνήθη «δημιουργία». Πρέπει να φτιάξεις ένα πολύ ισχυρό πλαίσιο, που να αντέχει το βάρος των λόγων των άλλων, παίρνοντας μάλιστα εσύ αποκλειστικά την ευθύνη για αυτούς τους λόγους, χωρίς να τη μεταθέτεις στους υποσημειούμενους, πρέπει το βάρος του «δικού σου» λόγου να είναι ανάλογο με τον λόγο των διακειμένων, αλλιώς πρόκειται για καρικατούρα διακειμενικότητας και εν τέλει για δάνεια ανεξόφλητα (όπως στην ποίηση ενός ομηλίκου του Ζαφειρίου, που αδίκως κατηγορήθηκε για λογοκλοπή, ενώ επρόκειτο απλώς για την πασιφανή αδυναμία του να κάνει ένα διακειμενικό ποίημα της προκοπής).
Ο Ζαφειρίου λοιπόν δεν τολμά, και έτσι, το τέταρτο μέρος δεν είναι, ούτε καθίσταται με αυτό το σημείωμα μία ακόμη ποιητική ενότητα του βιβλίου, στη φόρμα των σημειώσεων/παραπομπών, αλλά πρόκειται απλώς για δεκατρείς ολόκληρες σελίδες τυπικών σημειώσεων, που θα αντιστοιχούσαν σε ένα ακαδημαϊκό βιβλίο (της εποχής του παρακμάζοντος μοντερνισμού...). Είναι μια απέλπιδα προσπάθεια του ποιητή να «προφυλάξει» το εύρωστο στις προηγηθείσες σελίδες ποιητικό κείμενό του από τη διακειμενικότητά του, από τη ίδια τη δυναμική του. Έτσι μάλιστα καταστρέφει και τη συνθετική στόχευση/φιλοδοξία του εγχειρήματός του, και απομένει μια παραθετική ακολουθία ποιητικών πυρήνων με βαρύ εννοιολογικό φορτίο, μέσα σε ένα πλαίσιο που χάσκει, που δεν μπορεί να γίνει αφήγηση, πόσω μάλλον να έχει αξιώσεις μεγάλης αφήγησης ή έστω να μετέχει σοβαρά, ως μία συνιστώσα, σε εκείνη τη μεγάλη αφήγηση που φτιάχνει το έργο κάποιων ομηλίκων του και νεότερων ποιητών. Ένα παράδειγμα, από το παραπάνω σημείωμα, είναι ο δηλούμενος σεβασμός ακόμα και στην «ορθογραφία των εκδοτών», η οποία φυσικά δεν παράγει κάποια πολυφωνία αλλά δηλώνει την παραλυτική αμηχανία, ενώ μας θυμίζει, αντιστικτικά, πως ο Ροΐδης, μεταξύ άλλων οργιαστικών που έκανε στην Πάπισσα, άφησε κι ένα ορθογραφικό λάθος του στοιχειοθέτη, γιατί η λέξη που προέκυψε από το λάθος, και το συνακόλουθο διαφορετικό νόημα, του φάνηκε πιο ενδιαφέρον...
Δεν θα συνεχίσω με μερικές ακόμα, από τις αρκετές παρατηρήσεις που έχω, στο ίδιο πλαίσιο. Θα επισημάνω μόνο το αχρείαστο κείμενο του οπισθοφύλλου, το οποίο θεματολογεί το «περιεχόμενο» του βιβλίου (ναι, ενός ποιητικού βιβλίου), δίνοντάς του τη χαριστική βολή. Γιατί το κείμενο του οπισθοφύλλου επιχειρεί, ματαίως, να συνοψίσει τον αναστοχασμό της νεωτερικότητας, που διατρέχει τις ποιητικές σελίδες του βιβλίου. Όμως αυτή η «σύνοψη» δεν μπορεί να γίνει, δηλαδή να καταστεί πρόταγμα, παρά μόνο διά της μορφής. Εκεί είναι το πρόβλημα και το ζητούμενο.
Όπως έχω γράψει, δηλαδή δεσμευτεί δημόσια, ο Σταύρος Ζαφειρίου ανήκει στη μονοψήφια εκείνη χορεία σύγχρονων ποιητών, που το εν εξελίξει έργο τους έχει την αξίωση να μετέχει στη σύνθεση του ποιητικού προσώπου της εποχής μας, της ποίησης του ιστορικού παρόντος. Γι’ αυτό και οι απαιτήσεις είναι μεγάλες, τις εγείρει το ίδιο το έργο τους και ο στόχος του. Γι’ αυτό και, «Στη μέση αυτού του δρόμου», είτε προχωράς είτε αυτοκαταστρέφεις το έργο σου, δεν υπάρχει διαφυγή. Γνωρίζουμε βέβαια, από την ιστορία της τέχνης αλλά και από όσα συμβαίνουν γύρω μας, ότι αυτές οι παραδοχές και οι ανάλογες, πάντα διά του έργου, απαντήσεις δεν είναι ανώδυνες αλλά, αντίθετα, έχουν τεράστιο κόστος, σε όλα τα επίπεδα. Ε, και; Δεν γίνεται αλλιώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου