27/2/22

Το λευκό χαρτί

Του Παναγιώτη Βούζη*

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ, Αμνός: Ένα ποίημα στον καθρέφτη, εκδόσεις Πόλις, σελ. 80

Λευκό χαρτί: Είσαι ικρίωμα.
Λευκό χαρτί: Χαρτάκι από χαρταετό και μοιρολόι.
Λευκό χαρτί: Απελπισμένη μπλόφα.
Ποτέ δεν θα ρεφάρεις με τραπουλόχαρτα λευκά.
Λευκό χαρτί: Ένα ποίημα στον καθρέφτη· μην ανασαίνεις.
Το ποίημα είναι το αντεστραμμένο είδωλο
μιας αναπνοής που δεν ειπώθηκε αλλιώς.
Μην ανασαίνεις μπροστά στους εύθραστους
καθρέφτες της ανάσας.
Λευκό χαρτί: Να προσέχεις όταν κοιτάζεσαι στο ποίημα.
Έχουνε πάρει πολλούς μέσα στο ποίημα
οι αντικατοπτρισμοί.

(«ΧΧ»)

Ο Umberto Eco, στο βιβλίο του Opera aperta, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1962, εισάγει την κατηγορία «έργα σε κίνηση». Σε αυτήν συγκαταλέγονται εκείνα τα σύγχρονα έργα τα οποία παρουσιάζουν τον μέγιστο βαθμό ανοιχτότητας, επειδή αλλάζουν διαρκώς μορφή, αυξάνοντας εκθετικά τις δυνατότητες ερμηνείας τους.
Ο Αμνός του Κώστα Καναβούρη αποτελεί ενιαίο σκηνικό ποίημα με μία απλή τριμερή δομή: Πρόλογος, Κύριο Μέρος σε εικοσιδύο πράξεις, Επίλογος. Ο Πρόλογος συγκεντρώνει ένα άθροισμα από ποιητολογικές ρήσεις. Καταληκτική ρήση: μετά την ποίηση δεν απομένει τίποτα. Στο Κύριο Μέρος και στον Επίλογο υπάρχει ένας και μοναδικός ρόλος, το λευκό χαρτί. Όμως οι στίχοι οι οποίοι ανήκουν στον συγκεκριμένο ρόλο ακολουθούν ένα κατατετμημένο διαλογικό σχήμα. Δίνεται η εντύπωση πως απαγγέλλονται από δύο αντικριστές φωνές. Αυτό το σκηνικό ποίημα χαρακτηρίζεται από επαναλήψεις και από επεκτάσεις των ίδιων μοτίβων. Η κατάτμηση, η επανάληψη και οι επεκτεταμένες παραλλαγές το μετατρέπουν σε «έργο σε κίνηση». Ένα κείμενο κατά του οποίου τη γραμμική ανάπτυξη προβάλλεται σε διαφορετικές εκδοχές μία σταθερή σειρά. Μία σημασιολογική σειρά με διακριτά μέλη τη θυσία, τη ματαίωση, την κατάρρευση, την τρέλα, την προδοσία, τη λευκότητα.
Η τρομακτική λευκότητα καθορίζει το ποίημα στο σύνολό του. Εντοπίζεται στο «πριν» και στο «μετά» οποιουδήποτε γεγονότος, οποιασδήποτε ζωής και κατάστασης. Ένα «πριν» και ένα «μετά» τα οποία δεν σχετίζονται με τις αιτίες και τις συνέπειες αλλά με το μη απεικονίσιμο, το μη καταγράψιμο, το ανείπωτο. Το λευκό είναι ο τρόμος ο κυρίαρχος στις περιοχές της πραγματικότητας οι οποίες δεν περιγράφονται από τη γλώσσα. Συνιστά το σύνολο των πραγμάτων τα οποία αποδεικνύονται κλειστά για τον άνθρωπο. Έτσι, ο ισχυρότερος τρόμος απορρέει από τη διαπίστωση ότι αυτός ο κλειστός για τον άνθρωπο κόσμος είναι ο ίδιος ο ανθρώπινος κόσμος. Το λευκό αποτελεί το άθροισμα όλων όσων υποτίθεται πως οργανώνονται και ερμηνεύονται από τον λόγο και από τη γραφή, ενώ παραμένουν εσαεί ανεξήγητα και άρρητα.
Στον Αμνό επιβάλλεται ο απαισιόδοξος τόνος ο προερχόμενος από την πρωταρχική απαισιόδοξη αντίληψη ότι η ανθρώπινη πραγματικότητα στην κάθετη και στην οριζόντια κίνησή της, ως παροντικότητα δηλαδή και ως Ιστορία, αντιπροσωπεύει το απολύτως ανοίκειο. Τα έργα και οι ημέρες του ανθρώπου καταντούν ξένα και άγνωστα, επειδή γράφονται με μία λευκή γραφή. Μία γραφή η οποία, παρότι φαινομενικά αντιστοιχεί στη δημιουργία, στον έρωτα, στη μεταβολή, στην επανάσταση και στην ανατροπή, απολήγει σε μία tabula rasa. To μότο του Προλόγου «Το χέρι που γέμισε ένα χαρτί έχτισε μια πόλη», από τον Marshall McLuhan, διατηρεί εντός του ακέραιο τον καταγωγικό του στίχο, ο οποίος ανήκει στον Dylan Thomas: «Tο χέρι που υπέγραψε στο χαρτί ερήμωσε μια πόλη». Η γραφή αποβαίνει πάντοτε λευκή. Το να δημιουργεί ισοδυναμεί με την αποδόμηση. Το να διαμορφώνει σημαίνει την απάλειψη. Το λευκό ταυτίζεται τελικά με τη ματαίωση. Όχι του προσδοκώμενου αλλά του πραγματοποιημένου. Πρόκειται για την πιο τρομακτική ματαίωση.
Έτσι, η ποίηση γίνεται ικρίωμα. Η συγκεκριμένη μεταφορά υπογραμμίζει το γεγονός ότι τα ποιήματα εκκινούν από τη συνειδητοποίηση της λευκότητας της γραφής, της ιδιότητάς της δηλαδή να σχηματίζει και να αποσχηματίζει, να παραπέμπει στη ζωή και ταυτόχρονα να την καθιστά ανοίκεια. Εδώ δεν εννοείται απλώς η αποστασιοποίηση της γλώσσας από τα πράγματα αλλά η καταστροφή των πραγμάτων και των προσώπων με την υπαγωγή τους στη γλώσσα. Όμως το ικρίωμα δεν συμβολίζει τον θάνατο. Γιατί συνδέεται με ένα διαφορετικού είδους «τίποτα»: Με την παράδοση άνευ όρων στην αναφορικότητα του λόγου η οποία αποδεικνύεται τόσο απόλυτη, ώστε καταλήγει να γεμίζει ένα διαρκώς άδειο χαρτί. Η γραφή είναι το πλήρες κενό. Το κορεσμένο αρχείο των συντελεσμένων ανθρώπινων πράξεων και καταστάσεων. Η πληθωριστική συγκέντρωση και σύγχυσή τους. Τα ποιήματα αντιστοιχούν στον κατοπτρισμό ενός καθρέφτη σε έναν καθρέφτη, καθώς δρομολογούν τη συνεχή παραπεμπτικότητα, όπου οι παραπομπές γίνονται παντού και πουθενά. Η θυσία του αμνού έγκειται στη μονίμως υπό αίρεση ύπαρξή του. Ο ποιητής, ο αμνός, υφίσταται εφόσον δεν υπάρχει, εφόσον ασκεί τη λευκότητα της γραφής. Εν προκειμένω, έρχεται στον νου η θέση του Theodor Adorno ότι το σύγχρονο έργο τέχνης καθορίζεται από τον αινιγματικό χαρακτήρα του. Το αίνιγμα μπορεί να παρετυμολογηθεί ως άνοιγμα προς το «τίποτα». Ανοιχτότητα η οποία εξομοιώνεται με την πιο στεγανή κλειστότητα. 

*Ο Παναγιώτης Βούζης είναι δρ κλασικής φιλολογίας

Χριστίνα Κάλμπαρη, Σκηνή VI, 2021, ακρυλικό σε καμβά, 110 x 100 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: