27/2/22

Απ’ την Κορέα

Χριστίνα Κάλμπαρη, Σκηνή ΙΙ, 2021, ακρυλικό σε καμβά, 90 x 80 εκ.


Του Γιώργου Βέη*

ΚΙΜ ΜΑΝ ΤΣΟΥΝΓΚ, Το νεφελώδες όνειρο των Εννέα, μτφρ. Ελένη Κατσιώλη, εκδόσεις Λέμβος, σελ. 338


Αφορά στο πολύχρονο, εξαντλητικό ταξίδι, πλήρες αναπόφευκτων περιπετειών ή και απροόπτων, αλλόκοτων συμβάντων, ενός όχι και τόσο αρχετυπικού νεαρού Βουδιστή μοναχού. Πρόκειται για τον πολλαπλώς προικισμένο Σο γιου, ο οποίος επιχειρεί να απαντήσει πρωτίστως στο ερώτημα τι εστί η λεγόμενη πραγματικότητα εξ αντικειμένου, αλλά σε συνδυασμό πάντα με το όνειρο και την Επιθυμία. Ό, τι δηλαδή τη συνέχει καταστατικά. Συγκρατώ ότι η αφήγηση εστιάζεται στα ευδιάκριτα τέλη της δυναστείας των Τανγκ ( 618-906). Η Κορέα εξακολουθεί ακόμη και τότε να αποτελεί μέρος της σινικής αυτοκρατορίας. Το εν λόγω μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1687, μάλλον στα κινεζικά. Μεταφράστηκε αργότερα στη μητρική γλώσσα του συγγραφέα. Η κριτική στο σύνολό της το αναγνωρίζει σταθερά ως το σημαντικότερο κτήμα της λογοτεχνίας η οποία απαντά στην κορεατική χερσόνησο. Συνιστά έως σήμερα επίσημη εξεταστέα ύλη των θεωρητικών σπουδών στα Πανεπιστήμια της Κορέας. Αποτελεί δε το πρώτο έργο της κορεατικής λογοτεχνίας, το οποίο μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1922.
Επισημαίνω ότι ο Κιμ Μαν Τσουνγκ (1637-1692) είχε εντρυφήσει επιμελώς στην κομφουκιανή διδασκαλία. Διορίστηκε επικεφαλής της Κομφουκιανής Ακαδημίας, φέροντας τον τίτλο του Μεγάλου Δασκάλου της Λογοτεχνίας. Διακρίθηκε, μετά από επαρκώς συντονισμένες προσπάθειες, ως κρατικός υπάλληλος. Έφτασε μάλιστα στο υπουργικό αξίωμα κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Σουκγιόνγκ. Λόγω των εντόνων πολιτικών αντιπαραθέσεων της εποχής του εξορίστηκε δύο φορές. Πιθανολογείται ότι το Νεφελώδες όνειρο των Εννέα γράφτηκε καταρχάς για την αναγνωστική απόλαυση της μητέρας του συγγραφέα. Ο κεντρικός ήρωας, ο οποίος σημειωτέον συνιστά μια αναμενομένη μετενσάρκωση πνεύματος, το οποίο υπέπεσε σε βαρύτατο ηθικό σφάλμα, ανταποκρίνεται ασμένως στους πειρασμούς οχτώ νεράιδων, ενώ προσπαθεί να δικαιωθεί ταυτοχρόνως ως αυτόνομο ον. Τελικά διακρίνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς της κοινωνικής δράσης. Ο υποψιασμένος αναγνώστης δεν αργεί να αντιληφθεί ότι μια πανίσχυρη δύναμη, ανάλογη με ό,τι στη Δύση θα αποκαλούσαμε συλλήβδην ηρακλείτεια εναντιοδρομία, συμβάλλει αποφασιστικά στη διεξοδική διαχείριση του διηγητικού υλικού. Παρατηρώ ότι δεν είναι αμελητέες οι στρατηγικές, οι διπλωματικές, αλλά και οι αμιγώς πολεμικές αρετές του πολύπλαγκτου αυτού μοναχού ακόμη και στα πεδία των μαχών. Φιλήδονος, έμπειρος ρήτωρ, πολυμήχανος, ευσυγκίνητος, τολμηρός και αναστοχαστικός όμως, συνιστά χαρακτηριστικό προϊόν απαιτητικής δημιουργικής γραφής, η οποία συγκληρώνει τυπικά γνωρίσματα της εθνικής παράδοσης, ιδίως στον τομέα της ευρύτερης θεολογικής σκέψης. Έστω δείγμα από τις εξομολογήσεις του ριψοκίνδυνου, μα και ιδιοσυγκρασιακά φιλόστοργου Σο γιου: «Με ταπεινή καταγωγή από τη χώρα του Τσο είχα μόνο δύο τρία χωράφια για να ζήσω… Πήρα τον λόγο της μητέρας μου, τον έγραψα στην καρδιά μου και ποτέ δεν τον ξέχασα… Δείτε με τώρα στην υψηλότερη θέση του τόπου, πρώτο ανάμεσα στους συνομήλικους μου… Ζω στο όμορφο σπίτι μου όσο εκείνη ζει στην ψάθινη καλύβα, τρώω ωραίες λιχουδιές όσο εκείνη τρώει τα χειρότερα. Έτσι ζω στην πολυτέλεια και αφήνω την μητέρα μου στη φτώχεια και την ντροπή, αγνοώντας τους θεμελιώδεις κανόνες και αποτυγχάνοντας στο καθήκον του γιου …».
Η γνώση είναι απαραίτητο εργαλείο βίου μόνον όταν οδηγεί στην τελειότητα του χαρακτήρα. Η άλλη γνώση συνιστά απλώς τον τρόμο, υποστηρίζει ο Σο γιου. Ό,τι φρονεί φέρ’ ειπείν και ο Τειρεσίας στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή. Παραπέμπω κατά λέξη στο εξής ενδεικτικό πόρισμα: «φευ φευ, φρονείν ως δεινόν ένθα μη τέλη / λύει φρονούντι». (Βλ. στίχους 316-320, σε μετάφραση του Ι. Ν. Γρυπάρη: «Αλίμονο, τι φοβερό είν’ η γνώση / όταν δεν ωφελεί σ΄ όποιον την έχει»). Τα δε τρία μείζονα δελφικά προτάγματα, ήτοι «γνώθι σαυτόν», «μηδέν άγαν» και «εγγύα πάρα δ΄ άττα» συνυπάρχουν εμφανώς στο πλαίσιο της ασίγαστης διηγητικής δράσης. Ιδίως το τελευταίο από αυτά, ότι δηλαδή μας φέρνει μαθηματικά στην παραφροσύνη η τυφλή βεβαιότητα για τη (δήθεν) σταθερότητα των συνθηκών, προκαθορίζει την τελική συμπεριφορά του ήρωα. Εύκολα επίσης μπορεί κανείς να ανιχνεύσει πλείστες ομοιότητες με διάφορες πλατωνικές και επικούρειες διδασκαλίες, με αφηγήσεις και παρεκβάσεις του Ηροδότου, αλλά και με καίριες θεωρητικές συνεπαγωγές του εμβληματικού έργου του Χέρμαν Έσσε Σιντάρτα». Έτσι η κειμενική απόλαυση διαρκεί από τις πρώτες ως τις τελευταίες σελίδες.
Η ικανοποίηση καθίσταται δυνατή: η μυθιστορηματική ανέλιξη, η λογική της φαντασίωσης εννοώ, οδηγεί τον εαυτό συνειδητά στο φως της αλήθειας εκείνης, η οποία ακυρώνει ανέκκλητα τα είδωλα μιας σαθρής, μιας απλώς νομιζόμενης ευτυχίας. Η συμφιλίωση της ύπαρξης με τη μεταφυσική συνιστά εν τέλει ακραία πράξη ενός πηγαίου ρεαλισμού. Ιδού η αρετή. Η όποια φαινομενική αντίφαση καλείται πλάνη, ισχυρίζεται εμμέσως πλην σαφώς ο Σο γιου. Κοντολογίς, πρόκειται για ένα άρτιο bildungsroman. Πλην όμως με καθαρά βουδική προοπτική, η οποία δεν θέλει να αποκρύψει τις συγγένειές της με παρεμφερείς αρχές και πεποιθήσεις βίου. Η μετάφραση από τα αγγλικά δικαιώνει απολύτως την όλη μεταγλωσσική πρόθεση.

*Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής και πρέσβυς επί τιμή

Δεν υπάρχουν σχόλια: