30/1/22

Αντιφάσεις

Θεόφιλος, «Ὁ Χορὸς τοῦ Ζαλόγγου. Οἱ Σουλιόταις νὰ μὴν ὑποκίψουν εἰς τὸν ζυγὸν τοῦ Ἀλῆ πασα ἀπεφασισαν οἱ γυναίκες αὐτῶν νὰ ἀνέβου εἰς τοὺς βράχους τοῦ Ζαλόγγου έκυμάτισαν κύκλο χορόν και εγκρεμίζοντο ἀπὸ τοὺς βράχους τοῦ Ζαλόγγου εἰς τὸν Ἀχέρωντα ποταμὸν τοῦ Σουλίου τὸ 1808. οἱ δὲ ἄνδρες ἔπεσαν μαχόμενοι», 1929, ζωγραφική σε υπόλευκο βαμβακερό ύφασμα, 74,5 x 165,5 εκ., Συλλογή Μουσείου Θεόφιλου, Δήμου Μυτιλήνης

Του Κωνσταντίνου Μπούρα*

ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Ουρανός απ’ άλλους τόπους, μυθιστόρημα, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 584


Περισσότερο γλωσσολογικό παρά αναγνωστικό ενδιαφέρον προκαλεί αυτό το καλογραμμένο βιβλίο με την ιδιότυπη και ετεροβαρή λογοτεχνική ανάπλαση μιας ηπειρώτικης διαλέκτου, που γίνεται ιδιόλεκτος χάρη στην γλωσσοπλαστική δεξιοτεχνία ενός παραμυθά που έχει αποδείξει το πεζογραφικό του ταλέντο. Η αφήγηση όμως δεν περιορίζεται στο θέμα. Η ιστορία είναι απλώς το δόλωμα. Την λογοτεχνικότητα συμπληρώνουν η ρυθμολογία (μονότονη στην συγκεκριμένη περίπτωση) κι αυτά που δεν λέγονται κι επαφίενται στην συνδημιουργική φαντασία τού θεατή. Οι περίτεχνες σιωπές και παύσεις, χάρη στις οποίες κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας ο θεατράνθρωπος Χάρολντ Πίντερ απουσιάζουν εδώ παντελώς. Ακατάβλητη φλυαρία. Θα μπορούσαν να λείπουν πολλές σελίδες, χωρίς να χάσουμε τίποτα. Αντίθετα, η αισθητική απόλαυση εμφιλοχωρεί στις ανάσες που δίνονται στο θυμικό και στο λογισμικό μέρος του ανθρώπινου εγκεφάλου, που παρατηρεί, προσλαμβάνει, ταξινομεί και συνδυάζει τα εισερχόμενα μετατρέποντάς τα σε απομνημονεύσιμα μετεικάσματα, ανάλογα με τις εμπειρίες και τις προσλαμβάνουσες εικόνες του.
Η αφηγηματική αδολεσχία προδίδει την θυμόσοφη διάθεση τού έμπειρου και καταξιωμένου συγγραφέα που διανθίζει τον λόγο του με γνωμικά, το αποτέλεσμα όμως είναι βαρυφορτωμένο, γιατί η απουσία γλωσσαρίου καθιστά τελείως δυσχερή την αναγνωστική ροή. Πρόκειται για μια απόπειρα δραματικού μονολόγου, στον απόηχο της απαράμιλλης παπαδιαμαντικής Φόνισσας, αλλά και του Ταχτσή (στο Τρίτο στεφάνι, κυρίως).
Το υβριδικό μεταμοντέρνο είδος του ποιητικού πεζογραφήματος, που είναι πρόσφορο για δραματοποιημένη διασκευή και σκηνική χρήση, βρίσκει εδώ ένα μάλλον ατελέσφορο παράδειγμά του, αφού η πολυσέλιδη πληθώρα λέξεων και φωνημάτων, επιφωνημάτων και αισθημάτων, κινείται μακριά πολύ από την χαρμολύπη της λελογισμένης ενσυναίσθησης, που χαρίζει η απομακρυσμένη θέαση από το χωροχρονικό πλαίσιο των γεγονότων ή των φαντασμάτων.
Με άλλα λόγια, η όποια αισθητική απόλαυση μετακυλίεται και αναβάλλεται μέχρι τις τελευταίες σελίδες, όπου δίδεται η πολυπόθητη συν-χώρεση, με ψυχρό και αναλυτικό, παρατακτικό τρόπο. Εκτός όμως από την απουσία συναισθηματικής συμμετοχής ή συνδημιουργικής νοητικής υπερδιέγερσης, το πολυσέλιδο αυτό κείμενο πάσχει στη δομή του. Εκτός από την ρυθμολογία, χάνει και στην αχανή θεματολογία, δεν μπορεί να τιθασεύσει το υλικό του, δεν επιτυγχάνει την αφηγηματική εκείνη οικονομία που ένας παραδοσιακός παραμυθάς κατέχει εκ πείρας ακούγοντας το κοινό του. Όμως τώρα, αποκομμένοι από τον αποδέκτη τους, οι σύγχρονοι συν-γραφείς είναι περισσότερο συν-ραφείς παρά διονυσιακοί τεχνίτες. Έντονοι συμβολισμοί. Γνωμικά, παροιμίες, μεταφορές. Λαϊκότροπο ανάγνωσμα. Δυσνόητο και δυσπρόσιτο στον αναγνώστη.
Μήπως θα έπρεπε ο διακεκριμένος και πολυγράφος Σωτήρης Δημητρίου να ξαναγυρίσει στα ελεγχόμενα διηγήματα, όπου είναι εύκολο να έχει την εποπτεία; Γιατί αυτά τα ενενήντα έξι «κεφάλαια» στα οποία χωρίζει το μυθιστορηματικό αφήγημά του είναι χωρισμένα μάλλον με τεχνητό, εγκεφαλικό τρόπο και δεν αναχαιτίζουν την χειμαρρώδη κι εν πολλοίς καταιγιστική ροή του. Φυσικά και δεν της φτάνει της αφηγηματικής φωνής ο κοινός ουρανός, που βλέπουμε όλοι, να τον χρησιμοποιήσει σαν χαρτί για τα αδιάφορα και μαζοχιστικά απομνημονεύματά της. Θα νοσταλγήσουμε τους ποιητές. Ακόμα και οι πολυγραφότατοι δεν απεραντολογούν.
Αυτό που θα πρέπει όμως να του αναγνωρίσουμε του καλού συγγραφέα είναι πως (αντίθετα με άλλους αστερίσκους και αστέρες τού συρμού) αυτός πάλεψε με την γλώσσα. Μπορεί να μην την τιθάσευσε, αλλά δεν τον έριξε κάτω, νοκ-άουτ. Όχι πριν το μέσον του βιβλίου (γύρω στη σελίδα 274), όπου θα έπρεπε να κλείσει, συντομεύοντας αυτή την εκτενέστατη συρραφή επιμέρους αφηγημάτων.

*Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ και ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: