30/1/22

Παράδοξος ρεαλισμός

Της Ευσταθίας Δήμου*

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ, Σε θολά νερά, διηγήματα, εκδόσεις Σμίλη, σελ. 224

Αν η ποίηση υπήρξε, τα τελευταία χρόνια, το κατεξοχήν πεδίο των πειραματισμών, των πρωτοβουλιών, των μορφικών και άλλων καινοτομιών, η πεζογραφία φαίνεται πως παρέμεινε, σε μεγάλο βαθμό, αργή ή διστακτική στην εξέλιξή της προς μια τέτοια κατεύθυνση, προς μια περισσότερο πρωτοπόρα και πρωτοποριακή, δηλαδή, ενατένιση του αφηγηματικού λόγου και των πρακτικών γραφής. Αυτό, φυσικά, δεν μπορεί παρά να σχετίζεται, πέρα από την ίδια τη φύση των δύο αυτών λογοτεχνικών γενών, με την εκδοτική και αναγνωστική πράξη και πρακτική που έδωσε και εξακολουθεί να δίνει στην πεζογραφία την πρώτη θέση στις προτιμήσεις και τις επιλογές των αναγνωστών. Το αυταπόδεικτο αυτό γεγονός λειτούργησε καταλυτικά σε μια πιο συντηρητική ή, έστω, λιγότερο πρόθυμη στην ανανέωση και τους πειραματισμούς νεοελληνική αφηγηματική πεζογραφία, στοιχειοθετώντας ουσιαστικά, έναν κανόνα που επιβεβαιώνεται από τις λίγες, υπαρκτές και αξιοσημείωτες, ωστόσο, εξαιρέσεις. Στις εξαιρέσεις αυτές προεξάρχουσα θέση έχει το διήγημα το οποίο, άλλωστε, ως είδος βρίσκεται πολύ κοντά στην ποίηση, τη λογική και τη λειτουργία της. Πράγματι, σε πολλές από τις συλλογές διηγημάτων που κυκλοφόρησαν τον τελευταίο καιρό μπορεί κανείς να επισημάνει μια διάθεση και τάση για τον εναγκαλισμό και την υιοθέτηση νέων μεθόδων και τεχνικών γραφής, για το άνοιγμα της μικρής αφηγηματικής φόρμας σε περισσότερο ανεξάρτητες και ανεξαρτητοποιημένες από τις επιθυμίες και τη ζήτηση των αναγνωστών αφηγηματικές ατραπούς. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι απόπειρες αυτές προσφέρονται λιγότερο για την αναγνωστική τους κατανάλωση και απόλαυση. Ίσα – ίσα που παρέχουν την ευκαιρία να αντιληφθεί και να διερευνήσει κανείς τους όρους με τους οποίους πραγματοποιείται η πρόσληψη και η αναπαραγωγή της πραγματικότητας, αλλά και τα όρια μέσα στα οποία αυτή κινείται και τα οποία διαφοροποιούνται και παραλλάσουν ανάλογα με τις συνθήκες και την καλλιτεχνική τους μετουσίωση. Μια τέτοια, ενδεικτική και σε μεγάλο βαθμό αντιπροσωπευτική, περίπτωση είναι αυτή της τελευταίας συλλογής διηγημάτων της Χρύσας Φάντη που κυκλοφορεί υπό τον άκρως αποκαλυπτικό τίτλο Σε θολά νερά.
Ήδη, από τη φράση αυτή του τίτλου μπορεί κανείς να αντιληφθεί την ατμόσφαιρα και το κλίμα, κατ’ επέκταση, όμως, και τις κατευθυντήριες γραμμές της λογοτεχνικής δημιουργίας. Γιατί εκείνο που προεξάρχει στα διηγήματα της συλλογής είναι αυτή ακριβώς η απροσδιοριστία η οποία συνέχει και εμποτίζει το σύγχρονο κοινωνικό και ατομικό βίο, τις πολλές και ποικίλες συνιστώσες της πραγματικότητας όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από τις παράδοξες και ανοίκειες συνθήκες της εποχής. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια επιτυχή συγκυρία αντικατοπτρισμού ανάμεσα στην πραγματικότητα και την τέχνη του λόγου, ανάμεσα στον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη, αλλά και τα πλασματικά πρόσωπα των διηγημάτων. Η απροσδιοριστία και η ασάφεια αυτή, το αιωρούμενο και το μετέωρο, η απουσία σαφών περιγραμμάτων και πλαισίου εντοπίζεται και χαρακτηρίζει το σύνολο των διηγημάτων της Φάντη, από τα πρόσωπα και τις ιστορίες στις οποίες αυτά εμπλέκονται, από τον τρόπο εκτύλιξης της αφήγησης, μέχρι την ίδια τη δομή και τη δόμηση της δράσης. Σε μια πρώτη, ίσως, προσέγγιση θα μπορούσε κανείς να αποπειραθεί την υπόθεση ή την πρόταση ότι αυτή η θολή, συγκεχυμένη αφηγηματική παρουσίαση ανατρέπει, σε κάποιον βαθμό, την πάγια ρεαλιστική πεζογραφική παράδοση, πραγματοποιεί, δηλαδή, μια ρήξη υιοθετώντας ουσιαστικά έναν λόγο και μια αφηγηματική μέθοδο απολύτως ανατρεπτική της κυρίαρχης αφηγηματικής γραμμής που θέλει, κατά βάση, τις πεζογραφικές αφηγήσεις να μοιάζουν ή ακόμα και να είναι κομμάτια της πραγματικότητας και της ζωής. Αυτή η πρώτη, ωστόσο, εντύπωση είναι, μάλλον, παραπλανητική. Γιατί, στην ουσία, αυτό που συμβαίνει εδώ είναι μάλλον το ακριβώς αντίθετο.
Η Φάντη όχι απλώς δεν σπάει τους δεσμούς της με τη ρεαλιστική αποτύπωση, αλλά τους ενισχύει μεταφέροντας, καθρεφτίζοντας και αναπαράγοντας την εξωτερική, περιρρέουσα συνθήκη κατά τρόπο απόλυτα καλλιτεχνικό, υπακούοντας, δηλαδή, και ακολουθώντας πιστά τους αισθητικούς νόμους και τις λογοτεχνικές αρχές και επιταγές. Η οικείωση, μάλιστα, αυτή στην πραγματικότητα και τις συνιστώσες της ενισχύεται ακόμη περισσότερο από μια ακόμη παράμετρο που μπορεί, βέβαια, να περάσει απαρατήρητη, αποτελεί, όμως, ένα βασικό στοιχείο που επικυρώνει την εγγύτητα της διηγηματογραφίας της Φάντη στο σύγχρονο γίγνεσθαι. Πρόκειται για τον αφηγηματικό ρυθμό που συνέχει τα κείμενά της τα οποία ξετυλίγονται με μια συγκεκριμένη ταχύτητα, με γοργότητα και ένα τόνο ασθματικό και, ενίοτε αγχώδη, αυτό ακριβώς που χαρακτηρίζει τη συγχρονία, τις εκφάνσεις του παροντικού. Απροσδιοριστία, ασάφεια, παραδοξότητα και παράλληλα νευρικότητα, ταχύτητα, παρόρμηση συνυπάρχουν σε ένα ενιαίο όλον με κοινό παρανομαστή το σταθερό έδαφος του λεπτοδουλεμένου, επιδέξια και προσεκτικά τεχνουργημένου αφηγηματικού λόγου, που αποτελεί τη μόνη, ίσως, σταθερά μέσα στην παρούσα αγωνιώδη συγκυρία.

*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας

Θεόφιλος, «Διὰ σχηνοίου σκάλα ἀναβιβαζόμενος ὁ Ἐρωτόκριτος χαιρετῶν τὴν ἀρετοῦσσαν», 1933,
ζωγραφική σε υπόλευκο βαμβακερό ύφασμα, 119 x 82,5 εκ.,
Συλλογή Μουσείου Θεόφιλου, Δήμου Μυτιλήνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: