5/12/21

Η γνώση της Επανάστασης

Έργο του Γιάννη Αδαμάκου από την έκθεση «Νέα έργα 2019- 2021» στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων (Λεωνίδου & Μυλλέρου, Πλ. Αυδή, Μεταξουργείο, Αθήνα) σε επιμέλεια Χριστόφορου Μαρίνου. Φωτ.: Μενέλαος Μυρίλλας. Μέχρι 12/12.

Του Δημήτρη Μπαχάρα*

ΑΛΚΗΣ ΡΗΓΟΣ, 1821: Μια Επανάσταση "Νεανικού Θράσους και Φαντασίας", εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 92

Βιβλία για το 1821 σίγουρα κυκλοφόρησαν πολλά κατά τη διάρκεια του παρόντος έτους. Πόσα όμως από αυτά ήταν πολιτικά βιβλία; Πόσα από αυτά κατάφεραν να κάνουν επιτυχώς τις συνδέσεις του παρελθόντος με το παρόν; Γιατί το βιβλίο του Άλκη Ρήγου πετυχαίνει ακριβώς αυτό: να είναι ταυτοχρόνως ένα βιβλίο ιστορικό, αλλά και πρωτίστως ένα βιβλίο πολιτικό. Και έτσι θα πρέπει να διαβαστεί από τον αναγνώστη. Ο Ρήγος δεν απευθύνεται στο στενό ακαδημαϊκό κοινό, στον ειδικό, όσο και αν πολλές φορές η βαθιά γνώση της ιστορίας του συγγραφέα απαιτεί από τον αναγνώστη να έχει διαβάσει τουλάχιστον τα βασικά. Οι συνεχείς αναφορές και συγκρίσεις με τις κυβερνήσεις της δεκαετίας του ’90, του 2000 ή της σημερινής αποσκοπούν στο να δώσουν στο κοινό τροφή για σκέψη, στηλιτεύοντας πάντα πολιτικές βλέψεις και εκμεταλλεύσεις του ίδιου του γεγονότος της Επανάστασης από τις κυβερνήσεις.
Υπό αυτήν την έννοια λοιπόν το βιβλίο του Ρήγου είναι ειλικρινές. Όπως λέει και ο ίδιος στον πρόλογο, στόχος του δεν είναι να αναδείξει νέα ευρήματα της έρευνας, νέα στοιχεία, νέα δεδομένα, αλλά να παρουσιάσει τη δική του έμπειρη ματιά πάνω στην ελληνική Επανάσταση, σε συνεχή διάλογο με το σήμερα και τις πολιτικές εξελίξεις.
Ουσιαστικά, το βιβλίο διαρθρώνεται γύρω από δύο άξονες: τον διεθνή χαρακτήρα της Επανάστασης και την εκπαίδευση. Ο Ρήγος εξ αρχής αναζητά το διεθνές περιβάλλον και τοποθετεί στο επίκεντρο τη ρήση του Χομπσμπάουμ, ότι η ελληνική Επανάσταση έγινε το επίκεντρο των διεθνών επαναστατικών εξελίξεων της εποχής της. Έτσι συνδέει και την απαρχή της επανάστασης στη Μολδοβλαχία με επαναστατικά μηνύματα της εποχής με διεθνή χαρακτήρα και τη χάρτα του Ρήγα, με την πανεθνική βαλκανική διάσταση. Στόχος είναι να αναδειχθούν οι κρυμμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που ορίζονταν μέσα από την Eπανάσταση όταν ξεσπούσε και οι οποίες επικαλύπτονταν με τα λαϊκιστικά εθνικοαπελευθερωτικά συνθήματα που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια έως τις μέρες μας. Έτσι, ανατρέχει στον Κολοκοτρώνη όχι για να αναδείξει τον ήρωα, αλλά για να δείξει τη σημασία της γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα για την ελληνική Επανάσταση, μέσα από τις συνεχείς αναφορές του ήρωα σε αυτήν. Εντοπίζει το «έτος Α΄» του συντάγματος της Επιδαύρου και αναπόφευκτα το θέτει σε απευθείας διάλογο με την αρίθμηση των ετών του επαναστατικού ημερολογίου της γαλλικής Επανάστασης.
Αντίστοιχα, αναζητά και το αντίστροφο: τη σημασία της ελληνικής Επανάστασης για το διεθνές περιβάλλον, κάτι που σωστά γράφει ότι αποσιωπάται έως σήμερα. Έτσι συνδέει την ελληνική Επανάσταση με τα επαναστατικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής της ίδιας εποχής και τον απελευθερωτή Μπολιβάρ. Την πρώτη αναγνωρίσασα χώρα Αϊτή, με τις Ηνωμένες Πολιτείες, για τις οποίες μάλιστα βρίσκει και σχετικό στίχο στον «Ύμνο εις την ελευθερίαν» του Σολωμού: «Γκαρδιακὰ χαροποιήθη καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή» (στ. 22). Καθόλου τυχαία λοιπόν επισημαίνει, ότι από τις πρώτες προσπάθειες της Πελοποννησιακής Γερουσίας για ξένη βοήθεια ήταν η απεύθυνση στις ΗΠΑ, τη στιγμή που στη χώρα αυτή υπήρχαν συνεχείς ανταποκρίσεις του Τύπου από τα γεγονότα στην Ελλάδα και ο πρόεδρός τους αναφερόταν σε αυτήν στους λόγους του στο Κογκρέσο. Διόλου τυχαία επίσης τότε μετονομάστηκαν διάφορες πόλεις της Αμερικής σε «Αθήνα» ή «Υψηλάντης», ενώ τρόφιμα, πολεμοφόδια αλλά και στρατιώτες εθελοντές αποστέλλονταν συνεχώς στην Ελλάδα από τις φιλελληνικές επιτροπές της Βοστώνης, της Νέας Υόρκης και άλλων πόλεων.
Με τον αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, συνδέει και τον Μπάιρον με τον Φιλελληνισμό της εποχής, κάνοντας σαφέστατο διαχωρισμό από την εκμετάλλευση και κατάχρηση του όρου στο σήμερα. Για τον Ρήγο, ο Φιλελληνισμός δεν είναι κυρίως φιλανθρωπικός, αρχαιόπληκτος ή ρομαντικός, όπως έχουμε μέχρι σήμερα συνηθίσει να μας παρουσιάζεται. Είναι πρωταρχικά δημοκρατικός, επαναστατικός και ριζοσπαστικός. Μέσα από αυτή την οπτική, επικεντρώνεται στους ξένους εθελοντές που ήρθαν να πολεμήσουν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, για να αναδείξει ότι δεν επρόκειτο μόνο για αστούς ρομαντικούς αρχαιολάτρες, αλλά και για στρατιώτες από όλες σχεδόν τις κοινωνικές τάξεις, από όλο τον κόσμο, που ήρθαν για να βοηθήσουν μια εξέγερση, έναν σκοπό, μια επανάσταση. Αναφέρεται στους εράνους των φιλελληνικών επιτροπών του Εϋνάρδου ανά τον κόσμο, για να αναδείξει τη συμμετοχή όλων των κοινωνικών ομάδων σε αυτές: τα ρούχα, τα πολεμοφόδια, τα χρήματα, οι έρανοι που διοργάνωναν δεν αφορούσαν μόνο τους ευγενείς, αλλά όλες τις κοινωνικές κατηγορίες.
Τέλος, όσον αφορά την εκπαίδευση, ο Ρήγος ανατρέχει στα δεδομένα που έχουμε για την παιδεία της εποχής. Αναρωτιέται τι πραγματικά γνωρίζουμε για την εποχή του μύθου του κρυφού σχολείου. Βάζει μπροστά τις μεγάλες σχολές, όπου διδάσκονταν μοντέρνα μαθήματα και τα συνδέει με τον ρόλο των Διαφωτιστών. Αντίστοιχα, συνδέει την εκπαίδευση με τα επαναστατικά συντάγματα και τις εθνοσυνελεύσεις και τους πρωταγωνιστές της και τη γαλλική Επανάσταση. Ευλόγως αναρωτιέται: η δημοκρατικότητα των συνταγμάτων από πού και πώς προκύπτει; Για να απαντήσει: μέσα από τον συνεχή παμβαλκανικό και πανευρωπαϊκό διάλογο της παιδείας, του διαφωτισμού και των γραμμάτων, μέσα από τις διεθνείς εξελίξεις. Εντούτοις, δεν θα μείνει μόνο σε αυτά. Θα αναφερθεί διεξοδικά στα σχολεία της εποχής, τον σχεδιασμό τους, τον χαρακτήρα τους, και θα βρει ευκαιρία να κάνει τις απαραίτητες συγκρίσεις με το σήμερα.
Το βιβλίο του Ρήγου λοιπόν πετυχαίνει αυτό που εξ αρχής έθεσε ως στόχο: τη σύνδεση του σήμερα με το χτες, την ανάγνωση της επανάστασης μέσα από την πολιτική – χωρίς ωστόσο να πέφτει σε σφάλματα αναχρονισμών-. Με συνεχής αναφορές σε μεγάλους ιστορικούς, εγχώριους και ξένους, από τον Μπροντέλ και τον Χομπσμπαουμ έως τον Σβορώνο και τον Ασδραχά, οι οποίες δείχνουν πώς η συσσωρευμένη γνώση χρόνων μπορεί να βρει δρόμους αξιοποίησης μέσα από κανάλια διαφορετικά από αυτά που έχουμε συνηθίσει, ο Ρήγος μας χαρίζει τελικά ένα βιβλίο τροφή προς σκέψη και βοηθάει σε μια τουλάχιστον διαφορετική αντιμετώπιση της ιστορίας της Επανάστασης του 1821.

*Ο Δημήτρης Μπαχάρας είναι δρ Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο

1 σχόλιο:

Βέρα Παύλου είπε...

Συγχαρητήρια, πολύ επίκαιρο και ουσιαστικό στην εκπνοή του 2021