ΔΙΗΓΗΜΑ
Αυτό που τόσο έντονα ένιωθαν ήταν μια αίσθηση διάχυτη και θολή. Μια αίσθηση ύπουλη και διαβρωτική τους κατέκλυζε και εξάτμιζε το μυαλό τους. Δεν μπορούσαν να σκεφτούν με διαύγεια και καθαρότητα, δεν μπορούσαν να μείνουν ψύχραιμοι και νηφάλιοι, -ανυπεράσπιστοι μόνο ζούσαν μέσα σε μια ομίχλη με την πνευματική σύγχυση, τις αγχώδεις διαταραχές και την ακολουθία των πανικών τους. Δεν είναι ένα ακόμα όνειρο που ποθεί να βρει τη λήθη, ούτε ένα ακόμα φάντασμα αβαρές που μακάριο τους ακουμπά, ξαποσταίνοντας σε νεφέλες. Είναι η επαναφορά της τρυφερής ψευδαίσθησης που κουβαλά στους ώμους του ο πιο βαθύς ύπνος, εκεί όπου γκρεμίζονται διαρκώς σπρωγμένοι από το αόρατο χέρι της ομίχλης στο μεταφυσικό παιχνίδι μιας κλωστής που συνδέει ασύμμετρες γεωμετρίες με απειλητικά δράματα.
Ένιωθαν τις ανώνυμες εικόνες τους σαν εκτοπλάσματα να θαλασσοπνίγονται κάπου μακριά στο κύμα της Ιστορίας. Σαν να περίμεναν κάθε μέρα πνιγμένοι στους λευκούς καπνούς ενός τρένου αόρατου που ακατάπαυστα σφύριζε, εμβολίζοντας μια πραγματικότητα που όμως διαλύονταν σαν ατμός μέσα στο σύννεφο που την περιείχε. Περίμεναν στωικά εκεί στον στοιχειωμένο του πεπρωμένου τους σταθμό που δεν είχε ανακοινώσεις για αφίξεις, ούτε και για αναχωρήσεις, γιατί κανένα τρένο ποτέ δεν ήρθε κι οι ταξιδιώτες ποτέ δεν έφυγαν.
Το ψηφιακό νέφος τούς καταλαμβάνει όλους μαζί ορμητικά σαν φαντασίωση συλλογική, όπως και ο φόβος της εξαΰλωσης -να μην χαθούν μέσα του. Κι όλες αυτές οι χνουδωτές νεφέλες κατέβηκαν σαν ατομικές πουπουλένιες φωλιές και τους στεφάνωσαν με τιμή εκτοπίζοντάς τους στη φαντασία μιας επιστημονικής πραγματικότητας.
Ήταν τότε που τελειοποίησαν τ’ ακροβατικά γιατί έμαθαν καλά των ψύλλων τα χοροπηδητά. Στροβιλίζονται, περιστρέφονται, κάνουν άλματα στον αέρα, οδηγούν λιλιπούτεια ποδηλατάκια στο σχοινί, κάθετα εφορμούν και την τελευταία στιγμή και πάλι ισορροπούν χωρίς να πέφτουν.
Ήταν τότε που άρχισε η εποχή της ταυτόχρονης αιώρησης, μα και της πτώσης. Οι ακροβάτες με τα ομιχλώδη μυαλά πρώτα ισορροπούν σε σχοινιά, έπειτα στέκονται μετέωροι στα ξυλοπόδαρά τους, ώσπου κάποτε υπερίπτανται πάνω από φωτιές, πλημμύρες, πανδημίες, σεισμούς κι άλλα σφάλματα.
Ο Πυθαγόρειος ρέων κόσμος τους όμως γρήγορα τελμάτωσε μέσα σε πηχτή μύξα που χύνονταν από τα ρουθούνια του σύμπαντος, θύμα συνωμοσίας ανίερης κι αυτός και ήταν κάτι που ήδη το ήξεραν κι ας ήταν θολωμένοι. Ήταν τα παιδιά μιας ήττας ανεξήγητης ή εξηγήσιμης, μιας πραγματικότητας χωρίς πλοκή που σ’ εκείνες τις ικάριές τους πτώσεις τούς τύλιξε στα μεταξωτά πλοκάμια του ένα ον βαθύβιο, κι αλλόκοτο, ένα υπερμέγεθες μαλάκιο με τρείς καρδιές που ζούσε σ’ ένα φανταστικό σπήλαιο θαλασσινό, γήινο κι αέρινο ταυτόχρονα. Πνιγμένοι στα νέφη της μαύρης ομίχλης που μέσα στην κρυψώνα του σκόπιμα με τις αντλίες του το αλλόκοτο ον σκορπούσε, πάσχιζαν μάταια ν’ απελευθερωθούν απ’ τις βεντούζες με τα κοφτερά δακτυλιοειδή δόντια. Κατηφόρισαν ενός στόματος τη διαδρομή περνώντας από ένα ράμφος σαν κέρατο, πλαισιωμένο με σκληρές σιαγόνες. Περιχαρές το βαθύβιο, αλλόκοτο ον εκεί στου πεπρωμένου τους την απότομη στροφή τώρα ένδοξους κι αμάσητους στο αχανές στομάχι του τους περιείχε.
Έλσα Κορνέτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου