31/12/21

Για μικρούς και μεγάλους

Άποψη της έκθεσης του Κορνήλιου Γραμμένου «Προσωδίες & Ραψωδίες» στο MOMus- Μουσείο Άλεξ Μυλωνά. Φωτ.: Παναγιώτης Μπαξεβάνης

Της Κωστούλας Μάκη*

ΧΑΝΣ ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΑΝΤΕΡΣΕΝ, ΝΑΘΑΝΑΕΛ ΧΩΘΟΡΝ, ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ, ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΜΠΟΟΥΕΝ, ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ, ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΝΑΜΠΟΚΩΦ, ΤΖΩΝ ΑΠΝΤΑΪΚ, ΜΙΣΕΛ ΤΟΥΡΝΙΕ, Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες, Επιλογή και μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Ερατώ, σελ. 187

Αν τα Χριστούγεννα είναι η ιδανική εποχή για όσους/ες αισθάνονται ασφαλείς με χριστουγεννιάτικες ιστορίες που αναπαράγουν κοινότοπα πατροπαράδοτα έθιμα, θρησκευτικές αφηγήσεις και αναφορές σε πάγιους οικογενειακούς δεσμούς, η επανακυκλοφορία του βιβλίου Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες διαφοροποιείται από τις παραπάνω νόρμες, δίνοντας διαφορετικό τόνο στα πάγια χριστουγεννιάτικα μοτίβα. Στις ιστορίες του αναπτύσσονται διάλογοι για τη θεματική των Χριστουγέννων και των ποικίλων σύνθετων συμβολισμών τους στον χρόνο, τον χώρο και τη λογοτεχνία. Παράλληλα επανέρχονται στην επικαιρότητα μικρές ιστορίες διαφορετικών συγγραφέων, σε επιλογή και αρτιότατη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά. Οι συγγραφείς δίνουν με τις ιστορίες τους διαφορετικό περιεχόμενο στην έννοια των Χριστουγέννων, με τροποποιήσεις υφολογικές, γλωσσικές, κειμενικές, αλλά με κυρίαρχο στοιχείο τον τρυφερό ανθρωπισμό, ο οποίος ξεπερνά κάθε ιδεαλιστική κοινότοπη θεολογική μεταφορά. Κατασκευάζεται έτσι η ιστορικότητα των Χριστουγέννων ως προς τις διλημματικές εκφάνσεις της ανθρώπινης υποκειμενικότητας στις σχέσεις με τους άλλους και στις εκάστοτε κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες. Τα Χριστούγεννα γίνονται επίσης αφορμή για να τεθούν επί τάπητος κοινωνικά, ταξικά και πολιτικά ζητήματα που παραμένουν το ίδιο επίκαιρα σήμερα, όσο και τη στιγμή που γράφτηκαν. Φιλάνθρωποι υποκριτές, πικρόχολοι πρώην αισιόδοξοι, απογοητευμένοι ιδεολόγοι, οικογένειες που πεθαίνουν από το κρύο και την πείνα χωρίς κανείς να δώσει σημασία, καταγγελίες για τις σφαγές των ζώων στον θεό (Τουρνιέ), απόντες νεκροί που τώρα σου λείπουν κι ας ήταν στη ζωή τους αντιπαθητικοί (Απντάικ) παρελαύνουν από τις ιστορίες του βιβλίου.
Ο Άντερσεν στο παραμύθι του θίγει τη ρευστότητα του χρόνου, ανοίγοντας ερωτήματα για το εφήμερο χρόνου και ευτυχίας καθώς και για το χάσμα ανάμεσα στη φυσική ιστορία, τον θάνατο και την ανθρώπινη βιοπάλη. Ο Χώθορν ακολουθεί για να αφηγηθεί με γοτθικούς όρους στα χνάρια του Πόου, χωρίς όμως ρομαντικές ηθικές ακρότητες, πως δεν υπάρχει χειρότερος «εν ζωή θάνατος» (σ. 27) από έναν περιχαρακωμένο ψυχρό άνθρωπος που τίποτα και κανένας δεν μπορεί να τον διαπεράσει. «-και πράγματι συναντάμε τέτοια ηθικά τέρατα από καιρού εις καιρόν- είναι δύσκολο να συλλάβουμε πώς γίνεται να υπάρχουν […] δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται έξω από κάθε τι και τίποτε δεν βασανίζει περισσότερο την ψυχή από την προσπάθεια να τους κατανοήσει με τα μέσα που διαθέτει» (σελ. 66-67). Η έλευση των αγγέλων που επανενώνει στον άλλον κόσμο το νεκρό παιδί με τη μητέρα του στην ιστορία του Ντοστογιέφσκι δεν μπορεί να ακυρώσει την αγριάδα του πραγματικού, καθώς εκτυλίσσεται στην αφήγηση του συγγραφέα, ενώ ο ίδιος προβληματίζεται για τα όρια μυθοπλασίας και πραγματικότητας.
Η Μπόουεν, συνομιλώντας με πιο σκοτεινούς τρόπους με την Αλίκη του Λιούις Κάρολ «παίζει» με το τι συνιστά «Εύθυμη ψυχή», καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως οι άνθρωποι δεν συμπεριφέρονται πάντα λογικά, κόντρα στις επιθυμίες μας, και «οι ατυχίες προκαλούν αναστάτωση», αλλά τελικά «συχνά τελειώνουν μ’ ένα γέλιο» (σ. 93). Αν τα Χριστούγεννα οδηγούν στην τετριμμένη διαπίστωση ότι οι καιροί δεν είναι αυτοί που ήταν κάποτε σε μια γραμμική επανεξέταση του χρόνου, όπου το παρελθόν πάντα κερδίζει με όρους ηθικής αξιολόγησης, ο Ντύλαν Τόμας αναρωτιέται πόσο ίδιες φαίνονται οι χριστουγεννιάτικες μνήμες και αν τελικά είναι, κατασκευάζοντας αναγνωστικές μνημονικές ψηφίδες που ορίζονται από έντονο ποιητικό ρυθμό. Τα παιδιά αναρωτιούνται: «Καταλαβαίνουν τα ψάρια ότι χιονίζει;» (σ. 117), την ώρα που «κάτι μικρούλες θείες, ανεπιθύμητες στην κουζίνα όπως και οπουδήποτε αλλού, κάθονταν άκρη-άκρη στις καρέκλες τους, τεντωμένες κι εύθραυστες, τρέμοντας μη σπάσουν, σαν ξεθωριασμένα φλυτζανάκια και πιατάκια» (σ. 114). Ο Ναμπόκωφ αριστοτεχνικά στήνει το ανταγωνιστικό πεδίο ανάμεσα σε έναν επίδοξο διηγηματογράφο, έναν κριτικό και έναν αναγνωρισμένο συγγραφέα στη δύση του κατά τη διάρκεια της μετα-επαναστατικής περιόδου στη Ρωσία για να αφηγηθεί με αφορμή το πώς θα φτιάχνονταν μια χριστουγεννιάτικη ιστορία με νέα στοιχεία, διλήμματα ταυτότητας και λογοτεχνικών αποτιμήσεων. Στην ιστορία του Απντάικ κεντρικό μέρος της είναι το τραγούδι του καλού βασιλιά Γουενσεσλάς, όπου ανάμεσα στα άλλα αναφέρονται: «Σήκω και ψήσε το χριστουγεννιάτικο ψωμί/ Κι αν είναι ο κόσμος ξένος και γυμνός/ Απ’ την οργή και την ανάγκη σκοτεινός/ Έρχονται τα Χριστούγεννα και τούτη την αυγή» (σ. 146).
Στις Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες οι αναγνώστες/στριες μπορούν να προβούν σε ένα μνημονικό κολλάζ που θα περιλαμβάνει και τις δικές τους συναισθηματικές επισημάνσεις για τα Χριστούγεννα. Αντί επιλόγου, ας αναφερθεί εδώ, η παροδική ανάμνηση του ηλικιωμένου συγγραφέα που θυμάται «τη γυναίκα που αγαπούσε εκείνο τον καιρό κι όλα τα φώτα του δέντρου ν’ αντανακλώνται σαν κρυστάλλινο ρίγος στα ορθάνοιχτα μάτια της, καθώς αποσπούσε ένα μανταρίνι από τα ψηλότερα κλαδιά» (σελ. 134-135).

*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια: