Μια πολιτική ανάγνωση του Στέφανου Ροζάνη
Του Γιάννη-Παναγιώτη Βούλγαρη*
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ, Δοκίμια για το τραγικό, εκδόσεις Γκόνη, σελ. 112
Τα «Δοκίμια για το τραγικό» είναι, εκ πρώτης όψεως, ένα από τα λιγότερο πολιτικά βιβλία του Στέφανου Ροζάνη. Κι όμως, είναι ίσως το βιβλίο που αναδεικνύει καλύτερα από κάθε άλλο το πολιτικό και κοινωνικό πρόταγμα του συγγραφέα, φωτίζοντας παράλληλα ολόκληρο το έργο του. Αυτό συμβαίνει επειδή, μέσα από το συγκεκριμένο βιβλίο, μπορούμε να δούμε, καθαρότερα από κάθε άλλη φορά, την σκιαγράφηση μιας εξαιρετικά σημαντικής έννοιας για τη σκέψη του Ροζάνη: της έννοιας του τραγικού υποκειμένου.
Γράφει ο Ροζάνης, παραπέμποντας στον Πλάτωνα: «Το ‘‘αγανακτικόν ήθος’’ […] είναι η ουσία του τραγικού πνεύματος. Ενός πνεύματος που συγκροτείται ως φορέας σύγκρουσης ανάμεσα στο ηρωικό και το τραγικό.[…] Η τραγωδία είναι η πιστοποίηση αυτής της σύγκρουσης και ταυτοχρόνως η κρίσιμη στιγμή της μετάβασης από την ηρωική πράξη στην τραγική, από το ηρωικό δρώμενο που το κραυγάζει το φως, στο τραγικό ναυάγιο, που το καλύπτει το σκότος».[1]
Με την απόκτηση της τραγικής γνώσης της πραγματικότητας, η ηρωική πράξη χλευάζεται από το υποκείμενο, αλλά και το χλευάζει∙ έτσι αναδύεται «η τραγική κατάσταση, ως αυθεντική ανθρώπινη κατάσταση, ως πράξη μέσω της οποίας ο αντιηρωικός άνθρωπος φτάνει στην οριακή κατάστασή του, η οποία είναι η μέσω του θανάτου τραγική γνώση».[2] Όπως παρατηρεί ο Starobinski, τον οποίο ο Ροζάνης παραθέτει συστηματικά, ο τραγικός ήρωας «είναι ο επαναστατημένος που διασχίζει το σκοτάδι της νύχτας, για να φτάσει στις εκβολές ενός ολέθριου πρωινού».[3]
Ο Νίτσε αναφέρει στη Γέννηση της τραγωδίας έναν παλιό μύθο, στον οποίο ο βασιλιάς Μίδας κυνηγούσε για πολλή ώρα στο δάσος τον σοφό δαίμονα Σειληνό, τον σύντροφο του Διονύσου, δίχως να μπορεί να τον φτάσει. Όταν στο τέλος κατάφερε να τον πιάσει, ρωτάει ο βασιλιάς, ποιο είναι για τον άνθρωπο το πιο ποθητό και πιο πολύτιμο πράγμα. Ακίνητος και πεισμωμένος ο δαίμονας, σωπαίνει. Με τα πολλά, αφού ο βασιλιάς επέμεινε, ο Σειληνός, ξεσπώντας σε γέλια, του απαντά, σαν να απαντά σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος: «Φυλή εφήμερη και άθλια, τέκνο της τύχης και του μόχθου, τι μ’ αναγκάζεις να σου πω αυτό που θα ’ταν καλύτερα για σένα να μην το μάθεις ποτέ; Το καλύτερο είναι για σένα απολύτως αδύνατο: είναι να μην είχες γεννηθεί, να μην είσαι, να είσαι το τίποτα. Το δεύτερο καλύτερο για σένα, είναι να πεθάνεις γρήγορα».[4]
Το τραγικό υποκείμενο γνωρίζει ότι η ύπαρξή του είναι ένα Είναι-προς-Θάνατο. Την επίγνωση της αναγκαιότητας του θανάτου, και την αναγκαιότητα της ζωής μέχρι τον θάνατο, δεν επιχειρεί να τις ξεγελάσει, αλλά να τις υπερβεί, εγκολπώνοντάς τες. Γι’ αυτόν τον λόγο, καθιστά το Είναι του ένα Είναι-προς-και-για-τον-Θάνατο: δεν περιμένει τον θάνατο να έρθει ως πεπρωμένο, τον τραβάει προς το μέρος του. Δεν ψάχνει κάποιον λόγο για να ζήσει, αναζητά ένα πρόταγμα για το οποίο θέλει να πεθάνει, και μέσα από αυτό βρίσκει λόγους για να ζήσει, μέχρι να έρθει ο θάνατος, που το ίδιο το υποκείμενο θα έχει προκαλέσει, με τους δικούς του όρους.
Όπως αναφέρει ο Ροζάνης: «Ο τραγικός ήρωας δεν γίνεται τραγικός εξαιτίας των συμβάντων που συναντά στο δρόμο του. Μάλλον προκαλεί αυτά τα συμβάντα, επειδή ακριβώς η συνείδησή του είναι η τραγική συνείδηση, η δοσμένη πορεία του, προς τον θάνατο και για τον θάνατο».[5]
Το τραγικό υποκείμενο ενάντια στην κυρίαρχη πραγματικότητα
Το τραγικό υποκείμενο δεν έχει πίστη στην πραγματικότητα, ούτε στον απλό μετασχηματισμό της. Αντιθέτως, συνδέεται άμεσα με την ανάγκη για την υπέρβαση της κυρίαρχης πραγματικότητας, την οποία καθιστά αναγκαία προϋπόθεση της ύπαρξής του. Με αυτή την έννοια, «η πίστη δεν είναι τραγική συνείδηση. Η μόνη τραγική συνείδηση είναι η αναγκαιότητα»,[6] όπως γράφει ο Ροζάνης. Τραγική συνείδηση είναι η συνείδηση της αναγκαιότητας, ότι η διαρκής ανάγκη για υπέρβαση της κυρίαρχης πραγματικότητας, δηλαδή η ανάγκη για την συγκρότηση μιας άλλης πραγματικότητας, είναι αναγκαίος όρος της ίδιας της ύπαρξης, σε αυτήν την πραγματικότητα που ζούμε.
Χωρίς τον στόχο να αλλάξει την πραγματικότητα γύρω του, το υποκείμενο δεν έχει κανέναν λόγο να ζει σε αυτήν εδώ την πραγματικότητα, παρά μόνο την πίστη ότι μια άλλη, καλύτερη πραγματικότητα, θα πέσει κάποια στιγμή από τον ουρανό, ώστε τότε, και μόνο τότε, να βρει επί της ουσίας ένα λόγο για να ζει. Το υποκείμενο που δεν έχει ένα στόχο να αλλάξει την πραγματικότητα, ζει μια ζωή στην οποία διαρκώς προσποιείται ότι έχει ένα πρόταγμα, ελπίζοντας πρώτα απ’ όλους να ξεγελάσει τον εαυτό του.
Όπως γράφει ο Νίτσε στο βιβλίο Ιστορία και Ζωή: «Παλιότερα, το memento mori [Μην ξεχνάς ότι θα πεθάνεις], που απευθυνόταν συνολικά στην ανθρωπότητα όσο και στα άτομα, ήταν ένα αδιάκοπα βασανιστικό κεντρί, και κατά κάποιο τρόπο το κορύφωμα της μεσαιωνικής σκέψης. Ο αντίλογος της νεότερης εποχής, το memento vivere [Μην ξεχνάς να ζεις], ηχεί ακόμη […] αρκετά φοβισμένα, δεν βγαίνει με όλη τη δύναμη της φωνής κι έχει σχεδόν κάτι το προσποιητό».[7]
«Για ποιον σκοπό υπάρχει ο ‘‘κόσμος’’, για ποιον η ‘‘ανθρωπότητα’’», αυτά είναι αδιάφορα για τον Νίτσε. Συνεχίζει όμως: «Για ποιο σκοπό όμως υπάρχεις εσύ, το άτομο, αυτό να το ρωτάς, κι αν κανένας άλλος δεν μπορεί να σου δώσει μιαν απάντηση, προσπάθησε να δικαιολογήσεις το νόημα της ύπαρξής σου κατά τρόπο a posteriori [εκ των υστέρων], ορίζοντας ο ίδιος στον εαυτό σου ένα σκοπό, έναν στόχο, ένα «προς τούτο», ένα υψηλό και ευγενικό «προς τούτο». Κι ας γίνει αυτό, ακόμη και η αιτία της καταστροφής σου – δεν ξέρω κανένα καλύτερο σκοπό στη ζωή, παρά να καταστρέφεται κανείς […] για κάτι μεγάλο και αδύνατο».[8]
Θέλετε λοιπόν ένα πρότυπο κάποιου ιστορικού προσώπου, για να πειστείτε ότι υπάρχει τρόπος να έχει νόημα η ζωή κάποιου, έστω και εκ των υστέρων; Ο Νίτσε έχει έτοιμη την απάντηση: «Αν ζητάτε βιογραφίες, τότε [να ζητάτε] όχι εκείνες με το στερεοτύπως επαναλαμβανόμενο ‘‘Ο κύριος Τάδε και η εποχή του’’, αλλά βιογραφίες, στων οποίων το εξώφυλλο θα ‘ναι γραμμένο: ‘‘Ένας αγωνιστής ενάντια στην εποχή του’’».[9]
Συνεχίζει ο Νίτσε: «Ευτυχώς, η ιστορία διατηρεί στη μνήμη της κι εκείνους τους μεγάλους μαχητές που πολέμησαν ενάντια στην ιστορία, δηλαδή ενάντια στην τυφλή δύναμη του πραγματικού. […] [Η ιστορία] αναδεικνύει ως τις κατ’ εξοχήν ιστορικές φύσεις ακριβώς όσους πολύ λίγο ενδιαφέρονταν για το ‘‘έτσι είναι’’, προκειμένου, αντίθετα, να ακολουθήσουν με περήφανη χαρά το ‘‘έτσι πρέπει να είναι’’. Όχι για να ενταφιάσουν την γενιά τους, αλλά [για] να θεμελιώσουν μια νέα γενιά – αυτό τους ωθεί ακατάπαυστα προς τα εμπρός, έστω κι αν οι ίδιοι έχουν γεννηθεί ως επίγονοι».[10]
Ο τραγικός ήρωας γεννιέται ως επίγονος του εαυτού του, επειδή επαναλαμβάνει το τραύμα του ήδη από την στιγμή που πράττει για πρώτη φορά. Ο Starobinski γράφει, ότι «ο τραγικός ήρωας, από τη στιγμή που ανεβαίνει στη σκηνή, είναι όψιμος σχολιαστής της διαγεγραμμένης τροχιάς του».[11] Το τραγικό υποκείμενο καταργεί το παρελθόν, νοσταλγώντας το μέλλον που έχει ενσωματώσει στο παρόν. Γνωρίζει, για παράδειγμα, ότι κάθε εξέγερση του παρελθόντος πνίγηκε εν τέλει στο αίμα, και ότι οι συντελεστές της που δεν ανήλθαν στην εξουσία, ναυάγησαν στη λήθη. Η εκτέλεση της τραγικής πράξης, ως εάν να μην οδηγεί στη σφαγή αυτή την φορά, έχοντας επίγνωση ότι μάλλον εκεί θα οδηγήσει, αυτό είναι η ουτοπία. Γι’ αυτό προϋποθέτει κι ένα άλμα προς το παράδοξο και το μη λογικό.[12] Το τραγικό υποκείμενο φέρνει την μελλοντική ένδοξη σφαγή του στο παρόν, γνωρίζοντας ότι έτσι το παρελθόν ξανα-υπήρξε, σαν να ήταν η πρώτη φορά. Είναι ένας λόγος να ζει κανείς, αλλά μέσω του θανάτου, τον οποίο φέρνει όλο και πιο κοντά με την στάση του. Είναι η τραγική συνείδηση του Είναι-προς-και-για-τον-Θάνατο.
Το εξεγερσιακό υποκείμενο ως τραγικό υποκείμενο
Το εξεγερσιακό υποκείμενο είναι από τη φύση του τραγικό: Όταν η επανάσταση γίνεται εξουσία, αρχίζει να δολοφονεί τα (ήδη) επαναστατημένα υποκείμενα, που δεν μπορούν να συνεχίσουν να υπάρχουν, παρά μόνο ως επαναστατικά εν γένει, δηλαδή ενάντια και στη νέα εξουσία. Για αυτά τα υποκείμενα, ποτέ δεν χτίζονται μνημεία στις μεγάλες πλατείες. Ναυαγούν στη λήθη, ξεχνιούνται, επειδή δεν εκπέμπουν την αφελή ασφάλεια, που προσφέρουν τα αγάλματα ενός νικηφόρου παρελθόντος. Η αφήγηση μιας επανάστασης είναι εφικτή, μόνο από την στιγμή που μέχρι και το τελευταίο επαναστατημένο υποκείμενο έχει δολοφονηθεί ως επαναστατικό. Αυτή είναι η καταστροφική δημιουργία, η εμπέδωση της κυριαρχίας τής νέας εξουσιαστικής αυθεντίας, που παγιώνει μια νέα τάξη του ιστορικού χρόνου.
Ο Νίτσε, μας προσφέρει μια αντίστοιχη εικόνα για τις θρησκείες. Γράφει: «έτσι πεθαίνουν συνήθως οι θρησκείες∙ όταν οι μυθολογικές προϋποθέσεις μιας θρησκείας αρχίζουν να συστηματοποιούνται, κάτω από το αυστηρό εξηγητικό βλέμμα μιας ορθόδοξης δογματικής, σαν δεδομένο σύνολο ιστορικών συμβάντων∙ όταν αρχίζει η αγχωτική προσπάθεια υπεράσπισης της αληθοφάνειας των μύθων, [αρχίζει] συγχρόνως [και] η αντίσταση στη φυσική τους εξέλιξη και τον φυσικό πολλαπλασιασμό τους∙ όταν, με μια λέξη, το αίσθημα του μύθου φθίνει, και τη θέση του καταλαμβάνει μια θρησκεία που φιλοδοξεί να έχει ιστορική θεμελίωση»,[13] τότε αυτή η θρησκεία πεθαίνει.
Με τον ίδιο τρόπο πεθαίνουν και οι επαναστάσεις, οι ιδεολογίες όταν γίνονται κυρίαρχες, αλλά και οι πολιτικές οργανώσεις που επιζητούν την εξουσία, παρά το γεγονός ότι στην πλειονότητά τους δεν την αποκτούν ποτέ. Κάθε τέτοια πολιτική οργάνωση, συμπεριφέρεται ως εάν να ξέρει ότι θα γίνει το επαναστατικό υποκείμενο του μέλλοντος. Συμπεριφέρεται σαν η ιστορία να της χρωστά την απόκτηση της εξουσίας. Αναζητά τους νικητές του παρελθόντος, θέλει να πιάσει το νήμα των νικηφόρων αγώνων, για να πιστέψει ότι θα νικήσει και τώρα∙ επιζητά το επικό, όχι το τραγικό. Αυτό μας δείχνει ότι δεν είναι κάθε πολιτικός θάνατος στην ιστορία τραγικός.
«Το μεγαλείο», λέει ο Νίτσε, «δεν πρέπει να εξαρτάται από την επιτυχία».[14] Ο τραγικός ήρωας «καταφέρνει και μας λυτρώνει από τον ακόρεστο πόθο της ζωής, […] μας θυμίζει ότι υπάρχει μια άλλη ύπαρξη και μια υπέρτατη χαρά, που γι’ αυτές ο αγωνιζόμενος ήρωας προετοιμάζεται, υποψιασμένος, με την πτώση του, όχι με τις νίκες του».[15]
Τί σημαίνουν όλα αυτά με καθημερινούς πολιτικούς όρους; Σημαίνουν μήπως ότι δεν έχει νόημα να ασχολείται κανείς με καθημερινές πολιτικές διαδικασίες, να αναζητά ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα μέσα από αυτές; Ίσα ίσα, τα παραπάνω μας οδηγούν να ασχολούμαστε αποκλειστικά και μόνο με εκείνες τις πολιτικές αποφάσεις της εξουσίας που πραγματικά επηρεάζουν την ζωή μας, να ασχολούμαστε με τις πολιτικές διαδικασίες διεκδίκησης που έχουμε ενάντια σε αυτές τις αποφάσεις, αλλά και να ασχολούμαστε και με τον τρόπο συμμετοχής μας σε αυτές τις διαδικασίες. Μας οδηγούν, επίσης, στο να μην ασχολούμαστε με χαρτοπολέμους ανακοινώσεων, ούτε με τις δήθεν σοκαριστικές δηλώσεις, που κάνουν και θα κάνουν ανά εβδομάδα κάποιες κατ’ επάγγελμα πολιτικές περσόνες, για να διαφημίσουν τον εαυτό τους.
Το τραγικό υποκείμενο και η ρομαντικοποίηση της καθημερινότητας
Όλα αυτά σημαίνουν, αντίστοιχα, την συγκρότηση των κοινωνικών δομών μιας άλλης καθημερινότητας, άμεσα, και όχι μετά την εκλογή κάποιας κυβέρνησης, ή μετά τον ερχομό κάποιας επανάστασης. Σημαίνουν, δηλαδή, την συγκρότηση μιας κοινωνικής καθημερινότητας, και μιας πολιτικής καθημερινότητας, που θα υπερβαίνουν το υπάρχον. Αυτή πιστεύω ότι είναι, αν την επικαιροποιήσουμε, η ρομαντικοποίηση της πραγματικότητας, για την οποία μιλά ο Novalis, στο παρακάτω απόσπασμα, το οποίο ο Ροζάνης παραθέτει τόσο στα Δοκίμια για το τραγικό, όσο και στις Διαλέξεις για τον Ρομαντισμό: «Ο κόσμος πρέπει να ρομαντικοποιηθεί. Επενδύοντας τους κοινούς τόπους με μια υψηλή σημασία, την καθημερινότητα με μια μυστηριακή πτυχή, το οικείο με το κύρος του πρωτόγνωρου, το πεπερασμένο με την όψη του απείρου, ρομαντικοποιώ έτσι τον κόσμο».[16]
Όμως, ο κόσμος και η καθημερινότητα δεν μπορούν, έτσι ξαφνικά, να αποκτήσουν μια μυστηριακή πτυχή. Ο κόσμος και η καθημερινότητα, για την οποία μιλά ο Novalis, πρέπει να ιδωθούν υπό μια άλλη οπτική, να αποκτήσουν και μια άλλη διάσταση, προκειμένου να μπορούν να ρομαντικοποιηθούν. Ποια μορφή τους θα ήταν συμβατή για ένα τέτοιο εγχείρημα; Ο Νίτσε μας δίνει την απάντηση, στη Γέννηση της Τραγωδίας: «Μόνο ως αισθητικό φαινόμενο ο κόσμος και η ύπαρξη είναι αιωνίως δικαιωμένα».[17] Και «η τέχνη δεν είναι μόνο μίμηση της φυσικής πραγματικότητας, αλλά ακριβώς ένα μεταφυσικό συμπλήρωμα της φυσικής πραγματικότητας, που στήνουμε δίπλα της, για να την υπερβούμε».[18]
Όταν ο Schönberg, ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα, ήταν στον στρατό σε ηλικία 42 ετών, επιστρατευμένος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας ανώτερός του τον ρώτησε: «Εσύ είσαι λοιπόν ο περίφημος Schönberg;». Κι ο Schönberg απάντησε: «Επιτρέψτε μου να δηλώσω, κύριε, πως ναι, είμαι. Κανείς δεν ήθελε να είναι ο Schönberg, κάποιος έπρεπε να είναι, οπότε, ας είμαι εγώ».[19] Αυτή η φράση του Schönberg πιστεύω ότι περιγράφει, με τον πιο ακριβή τρόπο, το τραγικό ιστορικό υποκείμενο, είτε είναι πολιτικό είτε είναι καλλιτεχνικό.
Υπό αυτό το πρίσμα, το τραγικό πολιτικό υποκείμενο έχει αντίστοιχη πορεία με το καλλιτεχνικό υποκείμενο, το οποίο είναι επίσης τραγικό, όταν είναι όντως καλλιτεχνικό. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι τα σημαντικά κοινωνικά κινήματα είχαν κάποιο πολιτικό, αλλά και κάποιο καλλιτεχνικό συλλογικό υποκείμενο, σε τραγικό ρόλο. Ο τραγικός ρόλος σημαίνει τον θάνατο: το πολιτικό υποκείμενο είτε γίνεται μέρος της εξουσίας είτε δολοφονείται από αυτήν∙ το πρόταγμα του καλλιτεχνικού υποκειμένου κάποια στιγμή γίνεται μανιέρα, συνήθως από αυτούς που θέλουν να γίνουν καλλιτεχνικό καθεστώς, και σταματούν να εισφέρουν κάτι νέο στην ιστορία των καλλιτεχνικών μορφών. Αυτό είναι το ιστορικό αδιέξοδο του τραγικού υποκειμένου, ξανά και ξανά.
*Ο Γιάννης-Παναγιώτης Βούλγαρης είναι φοιτητής του Μαθηματικού Πατρών
[1] Στέφανος Ροζάνης, Δοκίμια για το τραγικό, εκδ. Γκόνη, σελ. 11
[2] Ό.π., σελ. 12
[3] Ό.π., σελ. 13
[4] Friedrich Nietzsche, Γέννηση της Τραγωδίας, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σελ. 68-69
[5] Στέφανος Ροζάνης, Δοκίμια για το τραγικό, εκδ. Γκόνη, σελ. 21
[6] Στέφανος Ροζάνης, Δοκίμια για το τραγικό, εκδ. Γκόνη, σελ. 22
[7] Friedrich Nietzsche, Ιστορία και Ζωή, εκδ. Γνώση, σελ. 78
[8] Friedrich Nietzsche, Ιστορία και Ζωή, εκδ. Γνώση, σελ. 94
[9] Friedrich Nietzsche, Ιστορία και Ζωή, εκδ. Γνώση, σελ. 67
[10] Friedrich Nietzsche, Ιστορία και Ζωή, εκδ. Γνώση, σελ. 85
[11] Στέφανος Ροζάνης, Δοκίμια για το τραγικό, εκδ. Γκόνη, σελ. 38
[12] Στέφανος Ροζάνης, Δοκίμια για το τραγικό, εκδ. Γκόνη, σελ. 21
[13] Friedrich Nietzsche, Γέννηση της Τραγωδίας, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σελ. 114
[14] Friedrich Nietzsche, Ιστορία και Ζωή, εκδ. Γνώση, σελ. 96
[15] Friedrich Nietzsche, Γέννηση της Τραγωδίας, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σελ. 184, οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.
[16] Στέφανος Ροζάνης, Διαλέξεις για τον Ρομαντισμό, εκδ. Εξάρχεια, σελ. 17 και Δοκίμια για το τραγικό, εκδ. Γκόνη, σελ. 105
[17] Friedrich Nietzsche, Γέννηση της Τραγωδίας, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σελ. 84
[18] Friedrich Nietzsche, Γέννηση της Τραγωδίας, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σελ. 204
[19] Arnold Schoenberg (auth.), Leonard Stein (ed.), Style and Idea: Selected Writings of Arnold Schoenberg, University of California Press, 60th anniversary edition, p. 104
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου