5/9/21

Ο υπονοούμενος αναγνώστης

Αναστασία Δούκα, “Η πρακτική του δείπνου & του μεσημεριανού”, 2020, χρωστική οξειδίων μετάλλου και γύψος

Του Παναγιώτη Βούζη*

… Συνεπώς, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τον γενικότερο χαρακτήρα ενός θεσμού… ως εξής: κάθε θεσμός οργανώνει τις υποτιθέμενες, μοριακές η «μικροφυσικές», σχέσεις εξουσίας και διακυβέρνησης γύρω από μία γραμμομοριακή βαθμίδα: «τον» Ανώτατο Άρχοντα ή «τον» Νόμο για το κράτος… «το» Σεξ για τον σεξουαλικό θεσμό. Η «Δίψα της γνώσης» αναλύει αυτά τα δύο προνομιακά παραδείγματα του Νόμου και του Σεξ, ενώ ολόκληρο το συμπέρασμα του βιβλίου αποδεικνύει ότι οι διαφορικές σχέσεις μιας «σεξουαλικότητας χωρίς σεξ» ενσωματώνονται στο θεωρησιακό στοιχείο του σεξ «ως μοναδικού σημαίνοντος και καθολικού σημαινόμενου», το οποίο κανονικοποιεί την επιθυμία μέσω μιας «υστερικοποίησης» της σεξουαλικότητας. Αλλά πάντοτε, σχεδόν όπως στον Προυστ, μία μοριακή σεξουαλικότητα κοχλάζει ή βρυχάται κάτω από την επιφάνεια των ενσωματωμένων φύλων… (Gilles Deleuze, Φουκώ, μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος)
Η κριτική του παρατιθέμενου αποσπάσματος πρέπει, φυσικά, να γίνεται εφόσον λαμβάνονται υπόψη δύο παράγοντες: η απομάκρυνσή του από το συνολικό κείμενο και η πράξη της μετάφρασής του. Όμως η έμμονη επιστροφή του αποσπάσματος στους ίδιους όρους (Σεξ, σεξουαλικός, σεξουαλικότητα) το μετατρέπει σε ένα κλειστό και άρα απομακρυσμένο σύστημα. Η θέση του στο ευρύτερο σύνολο υπονομεύεται και δρομολογείται η αυτονομία του. Η αυτονομία του, πάλι, ενισχυόμενη από τη μεικτή χρήση ενός ειδικού λεξιλογίου από τις θετικές επιστήμες, κυρίως στην αρχή, και μιας λογοτεχνικής φρασεολογίας, στο τέλος, ανάγεται σε μια ιδιομορφία, η οποία καθιστά ουδέτερο το αποτέλεσμα, τόσο της απομάκρυνσης από το κειμενικό σύνολο όσο και της μεταφοράς σε άλλη γλώσσα. Επιπλέον, η μετατροπή του αποσπάσματος σε κλειστό σύστημα προκαλεί τη διάχυση του νοήματος, αφού η σημασία εδώ ταυτίζεται με τη μορφή του συστήματος. Το βιβλίο του Deleuze για τον Foucault είναι γεμάτο από ανάλογες ιδιομορφίες. Αλλά δεν συνιστά μία μοναδική περίπτωση.
Από τη δεκαετία του ’60 του περασμένου αιώνα μέχρι σήμερα, η φιλοσοφική συγγραφή χαρακτηρίζεται συχνότατα από την τροπικότητα κλειστών ρητορικών κατασκευών, η οποία δεν προέρχεται αποκλειστικά από τον μεταστρουκτουραλιστικό συνδυασμό της θεωρητικής με τη λογοτεχνική γλώσσα. Κατά συνέπεια, η επικοινωνία του νοήματος μπαίνει, εμπρόθετα ή απρόθετα, σε δεύτερη μοίρα. Αυτό δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα, το οποίο αποδεικνύεται ακόμη σοβαρότερο όταν ως πρόταγμα ή ως επιμέρους έστω αίτημα τίθεται η απαλλαγή του ανθρώπου από κάποιον τύπο κοινωνικής ή πολιτικής εξουσίας. Ιδίως τα κείμενα τα οποία αντιπροσωπεύουν βασικά σημεία αναφοράς της προοδευτικής διανόησης πραγματεύονται άμεσα ή θίγουν μέχρι ένα επαρκές σημείο το ζήτημα της απελευθέρωσης από τις δυναστευτικές απολήξεις της νεωτερικότητας γενικότερα και ειδικότερα από τις ασφυκτικές διαδικασίες του νεοφιλελευθερισμού. Πράγμα που συνεπάγεται ότι ο αναγνώστης ο οποίος εγγράφεται στο πεδίο τους είναι το σύνολο των ανθρώπων. Όμως οι περισσότεροι πραγματικοί αναγνώστες δεν έχουν την ικανότητα να συντονιστούν με τον λόγο και το περιεχόμενο πολλών από αυτά.
Για να προσεγγισθεί το θέμα και από άλλη σκοπιά: Στο άρθρο του Κορνήλιου Καστοριάδη «Τα κινήματα της δεκαετίας του εξήντα», το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο Η άνοδος της ασημαντότητας (μετάφραση Κώστα Κουρεμένου) υποστηρίζεται ότι οι ιδέες ορισμένων θεωρητικών, όπως ο Lévi-Strauss, ο Lacan, ο Barthes, ο Althusser, ο Foucault και ο Derrida ήταν εντελώς άγνωστες στους συμμετέχοντες στο κίνημα του Μάη του ’68 ή και εκ διαμέτρου αντίθετες προς τις υπόρρητες και τις ρητές τους επιδιώξεις. Αυτοί οι συγγραφείς, επισημαίνεται, όχι μόνο δεν επέδρασαν θετικά στο κίνημα αλλά, αντιθέτως, η επιτυχία την οποία γνώρισαν οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην αποτυχία του, επειδή νομιμοποίησαν τόσο τα όριά του, δηλαδή τις ιστορικές αδυναμίες του, όσο και την υποχώρηση, την παραίτηση από το επόμενο βήμα και τη μη στράτευση. Μπορεί κάποιος να αντικρούσει την άποψη του Καστοριάδη ως μονόπλευρη ή και εσφαλμένη. Ωστόσο, η καταγραμμένη απορριπτική στάση του ισοδυναμεί με μια οξύμωρη προσκομματική διαμεσολάβηση. Πρόκειται δηλαδή για την παρεμβολή ενός ερωτηματικού ανάμεσα στα κείμενα συγκεκριμένων θεωρητικών και στην πρόσληψη και την πρακτική εφαρμογή των θέσεών τους, σε μια εποχή, μάλιστα, όπου επιχειρήθηκαν η ρήξη και η ανατροπή.
Εδώ να προσεχθεί το εξής: Δεν τίθεται εν αμφιβόλω ο φιλοσοφικός λόγος. Η βαρύτητά του αποδεικνύεται, για παράδειγμα, με την επαναφορά στην επικαιρότητα, κατά την παρούσα συγκυρία, του έργου του Foucault και με τον εξακολουθητικό διάλογο, στον χώρο της σκέψης, για την πανδημία και τη διαχείρισή της. Εξετάζεται όμως κριτικά, σε σχέση με τη δυνατότητα της ευρείας του πρόσληψης και σε σχέση, επίσης, με το συνακόλουθο χειραφετικό αποτέλεσμά του, ένα corpus κειμένων τα οποία ανήκουν σε επιδραστικούς συγγραφείς του ’60 και σε πολύ γνωστούς μεταγενέστερους μέχρι και σημερινούς επιγόνους τους. 

*Ο Παναγιώτης Βούζης είναι δρ κλασικής φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: