13/6/21

Φαίδρος Μπαρλάς

Της Ευθυμίας Γιώσα

Το ερώτημα: «Τι καθιστά ένα κείμενο πετυχημένο;» έχει βασανίσει, βασανίζει και θα βασανίζει πάσης φύσεως... γραφιάδες, ακόμη κι αν πολλές φορές αποφασίζουν να το αφήσουν στην άκρη και απλώς να καταθέσουν το συγγραφικό τους έργο ενώπιον των αναγνωστών. Διαβάζοντας το περασμένο φθινόπωρο, μάλλον κατά σύμπτωση, τα διηγήματα του Φαίδρου Μπαρλά, σκέφτηκα πως μία ένδειξη ότι η συγγραφή πέτυχε είναι τα επευφημητικά αναφωνήματα του αναγνώστη ενόσω διαβάζει, τα οποία ενίοτε συνοδεύονται με στιγμιαίο κλείσιμο του βιβλίου και παρατήρηση του εξωφύλλου, σαν να επιχειρείται έτσι μία έκφραση συγχαρητηρίων στον συγγραφέα.
Η έκδοση που κυκλοφορεί από Τα Νέα Ελληνικά συγκεντρώνει το σύνολο του έργου του Μπαρλά, χωρισμένο στις εξής ενότητες: Πεζά, Ποιήματα, Ανέκδοτα Ποιήματα, Δοκίμια-Μελέτες-Κριτικές και Αποσπασματικά. Θα σταθώ στο πρώτο μέρος, στα Πεζά, όπου διαβάζουμε είκοσι πέντε διηγήματά του. Ορισμένα εξ αυτών, «πιάνουν» μόλις μία σελίδα ή ακόμη και μία παράγραφο. Ανεξαρτήτως έκτασης, χαρακτηρίζονται όλα από αίσθηση του μέτρου –ακόμη και στο Ωρολόγιον του Αγίου Σουλπικίου, το οποίο καταλαμβάνει πάνω από είκοσι σελίδες, δύσκολα εντοπίζει κανείς έστω και μία λέξη να περισσεύει–, σκοπό και καλλιέπεια – ειδικά στους σύγχρονους διηγηματογράφους, δεν είναι σπάνιο να συναντούμε έναν φροντισμένο λόγο, ο οποίος, όμως, στερείται νοήματος. Στα διηγήματα του Μπαρλά συναρμόζεται τόσο αρμονικά η θεματολογία και το ύφος, που δε γίνεται παρά να τα μελετήσει κανείς μαζί αυτά τα δύο στοιχεία και όχι μεμονωμένα. Παραδείγματος χάριν, στο διήγημα Οι Τροχονόμοι, όπου ξεδιπλώνονται οι κωμικοτραγικές συνέπειες της σουρεαλιστικής επιβολής της εξουσίας, η καθαρεύουσα είναι απόλυτα ταιριαστή – μάλιστα, καθιστά ακόμη πιο ανάγλυφο τον συγγραφικό στόχο.
Η ηθικολογία μίας ολόκληρης κοινωνίας, η μοναξιά που κάνει κοντράστ στην αποξένωση και την κυνικότητα, η μονοτονία της αξόδευτης ζωής, η επιφάνεια των συναναστροφών οι οποίες αναλώνονται σε συζητήσεις για τον καιρό, στην επανάληψη άχρηστων και χιλιοειπωμένων «πληροφοριών» και στην ευλαβική τήρηση των τύπων είναι μερικά από τα ζητήματα που πραγματεύεται ο Μπαρλάς. Τι μέσα χρησιμοποιεί; Πότε την ειρωνεία –μία χαρακτηριστική στιγμή σαρκασμού βρίσκεται στο τέλος του διηγήματος Ιστορία ζωής, όπου γίνεται λόγος για μία γυναίκα η οποία πέθανε στα 46 της χρόνια: «Τώρα ο Κύριος θα την θέσει εκ δεξιών του. Θα είναι μια παχειά προβατίνα στο στρατόπεδο των προβάτων»–, πότε φτιάχνει μία ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε θρίλερ –το διήγημα Η δολοφονία του Ιωακείμ Χατζηπαπαύλου (το οποίο θα έλεγα πως είναι μία διασταύρωση Κάφκα, και Μέλβιλ στον Μπάρτλμπυ) είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, ενώ εδώ έχουμε και αρκετές διαπιστώσεις που ισορροπούν στο σκοινί του (φιλοσοφικού) στοχασμού: «Όταν πέθανε η γιαγιά μου, δεν έκλαψα. Έκλαψα όταν είδα τα φορέματά της στην ντουλάπα, και σκέφθηκα πως δεν θα τα ξαναφορέση. Κατάλαβα, τότε, τι φριχτό πράγμα είναι ο θάνατος ενός ανθρώπου»–, πάντα με χιούμορ.
Κι είναι φορές που το χιούμορ είναι πικρό, όπως στο διήγημα «Η κυρία Εριφύλη», όπου η εν λόγω –συνταξιούχος και χήρα στρατιωτικού– συντάκτρια μίας στήλης για ερωτικές συμβουλές σε ένα οικογενειακό περιοδικό, πέφτει θύμα ενός νεαρού τον οποίο η κοπέλα του παράτησε ακολουθώντας τις συμβουλές της Εριφύλης. Γι’ αυτό κι ο «τέντυ μπόυ», εισβάλει στο σπίτι της συντάκτριας, τη δένει και, με την απειλή ενός όπλου, τη βάζει να δακτυλογραφήσει όσα της υπαγορεύει, τα οποία και παραδίδονται στο περιοδικό – εκεί, της έχουν τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη, που ούτε καν ελέγχουν το κείμενό της και το δημοσιεύουν ως έχει. Τι άλλο παρά πικρό γέλιο θα μπορούσε να προκαλέσει η ιστορία καθαυτή, αλλά και τα λόγια του διευθυντή του περιοδικού («Ο κόσμος σήμερα διψάει γι’ αγνότητα! Αποζητάει το αγνό γάλα, το αγνό βούτυρο, τον αγνό έρωτα»), τα ψευδώνυμα των κοριτσιών με τα οποία υπέγραφαν τις επιστολές που έστελναν στην κυρία Εριφύλη («Πληγωμένη Καρδούλα», «Πονεμένο Χελιδονάκι», «Μικρή Επιπόλαιη», «Μαραμένο Γιασεμί», «Ανυπόμονη Καρδιά», «Αθώα Πεταλουδίτσα»), η ίδια η ονομασία της στήλης («Ο Ταχυδρόμος της Καρδιάς»).
Ειδική μνεία θέλω να κάνω και στο διήγημα «Η ευεργέτις», θεματικά προσανατολισμένο στον πισινό μίας κυρίας, στο οποίο δεν είναι η επικέντρωση στο συγκεκριμένο ανατομικό σημείο του σώματος από μόνη της που το καθιστά ενδιαφέρον, αλλά αυτή η μύηση, στα όρια της αποθέωσης, εκείνου του ταπεινού θιασώτη σε κάτι που τον υπερβαίνει· εν προκειμένω, στον πισινό για τον οποίο «την ικετεύσαμεν, προσεπέσαμεν γονυκλινείς εις τους πόδας της, της υπεσχέθημεν αφοσίωσιν και ευγνωμοσύνην ισόβιον, εάν εδέχετο προς στιγμήν να μας τον αποκαλύψη». Στο τέλος, η κυρία θυσιάζει τον πισινό της για «να τραφούν με τας πλουσίας του σάρκας τα πεινασμένα στόματα των παιδιών», καθότι «είχεν έλθει φοβερός λιμός εις την πόλιν».
Στα μεστά νοήματος κείμενα του Μπαρλά, στη ρέουσα γλώσσα, στην ευρηματικότητά του, στη στοχοπροσηλωμένη γραφή του –στοιχεία που ευελπιστώ να ανέδειξα στο παρόν σημείωμα–, ο αναγνώστης συναντά έναν αξιομνημόνευτο αφηγηματικό κόσμο, που εντυπώνεται εντός του αβίαστα, ανεξίτηλα, μεταμορφωτικά.

Αλέξανδρος Ψυχούλης, Μαρία ΙΙ (viber), 66 x 33 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: