Από την έκθεση του Κωνσταντίνου Γδοντάκη «Eρμηνείες: Aναγνώσεις τουριστικών τοπίων» στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου (Κ.Α.Μ., παλιό λιμάνι των Χανίων), στο πλαίσιο των Φωτογραφικών Συναντήσεων |
Της Μαρίας Μοίρα*
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 166
Δανείζομαι τον τίτλο της βιβλιοπαρουσίασης από το έβδομο από τα τριάντα έξη σύντομα κείμενα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, στα οποία παρουσιάζονται πρόσωπα, σκέψεις, αναμνήσεις, στιγμιότυπα και μαρτυρίες από την προσωπική, οικογενειακή και επαγγελματική ζωή του, δίκην μιας ιδιότυπης, θραυσματικής, και ασυνεχούς αυτοβιογραφίας. Και ίσως εκεί ακριβώς να βρίσκεται η γοητεία του εγχειρήματος, καθώς συρράπτονται ετερόκλητα και ετερογενή στοιχεία από τον βίο και τις ημέρες του συγγραφέα σε μια ανατρεπτική, χειμαρρώδη, καθόλου μεγαλόστομη ή εξιδανικευτική αφήγηση. Του συγγραφέα που κατόρθωνε ευθύς εξ’ αρχής να πιάνει τον σφυγμό της εποχής και με τη θεματολογία και τους χαρακτήρες του να αποτυπώνει τους κραδασμούς και τις περιδινήσεις των κοινωνικοπολιτικών περιπετειών της χώρας και τον ιδεοληπτικό, ασταθή και παρορμητικό ψυχισμό των συμπατριωτών μας. Που δεν μασούσε τα λόγια του, όταν ο άνεμος της μεταπολίτευσης φυσούσε ούριος και φούσκωνε τις επαναστατικές παντιέρες, όταν ο ρηχός ευδαιμονισμός, ο άκοπος πλουτισμός και ο άκρατος καιροσκοπισμός δημιουργούσαν μια πλασματική ευφορία στο πανελλήνιο, όταν η οικονομική και ανθρωπιστική κρίση αποκαθήλωνε με πάταγο όλες τις βεβαιότητες βυθίζοντας το έθνος στο σκότος και την απογοήτευση, στην πικρία και την οργή. Για να τα διαδεχθεί τέλος ο φόβος, η απομόνωση και ο εγκλεισμός της πανδημίας με τις ολέθριες καταιγιστικές εξελίξεις και τις ανυπολόγιστες επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα.
Στην κρίσιμη καμπή των εξήντα, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, κατά δήλωσή του, χορεύει, κολυμπά και πεζοπορεί. Αυτοπαρουσιάζεται με ψυχραιμία και διαύγεια, με συναίσθημα και παρρησία, με αυτοσκοπική, εξομολογητική και ενίοτε περιπαικτική διάθεση, καταθέτοντας σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα, αστεία και σοβαρά συμβάντα, επιτυχίες και αποτυχίες στον έρωτα και τη συγγραφή, χαρές και λύπες, τραύματα και απώλειες. Παραδέχεται ανεπάρκειες, άγχη, εμμονές, νευρώσεις. Μοιράζεται σκέψεις για επιστήθιους φίλους με τους οποίους συνοδοιπορούσε και επικοινωνούσε επί πολλά έτη, αγαπημένους συγγραφείς και συνεργάτες που χάθηκαν άδικα και πρόωρα. Συλλέγει παραλειπόμενα από μια πολυετή συγγραφική καριέρα, όχι πάντα ανέφελη, αλλά σταθερή και γόνιμη. Μιλά στον αναγνώστη του με οικειότητα, χωρίς στόμφο και έπαρση για όσα έζησε, αγάπησε, άντεξε, αγνόησε, επέλεξε. Για ό,τι καλύτερο δηλαδή του έχει συμβεί, χωρίς το άγχος της κατασκευής ενός ακόμα πειστικού και ελκυστικού λογοτεχνικού ήρωα. Του εαυτού του.
Με βιτριολικές ατάκες και θυμόσοφες αποστροφές, με εκ βαθέων εξομολογήσεις, ανέκδοτα και κοινότοπες παραδοχές, με αποφάνσεις ποικίλου περιεχομένου, ο συγγραφέας στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας πενθεί το επίθετο «αξιοσέβαστος» και ταυτόχρονα φιλοσοφεί, μελαγχολεί, σαρκάζει, αστειεύεται, νουθετεί εαυτόν και άλλους. Αναστοχάζεται για την βαλκάνια ψυχή και την εθνική μας ανομία και για την τύχη να καμαρώνει και να ανησυχεί για μια κόρη την οποία υπεραγαπά και μια σύντροφο με την οποία συμπορεύεται. Όχι ο Ραπτόπουλος δεν παραδίνεται στην θλίψη της παρούσας συγκυρίας, ούτε μεμψιμοιρεί. Βλέπει τους συνομηλίκους του να ναυαγούν στα ρηχά της οικονομικής και ηλικιακής κρίσης και τους ομοτέχνους του, κυρίως αυτούς της νέας γενιάς, να ενδιαφέρονται αποκλειστικά για την συντεχνιακή αποδοχή. Να σκιαμαχούν και να διαγκωνίζονται αθροίζοντας βραβεία και επαίνους, αγνοώντας ουσιαστικά την ομολογουμένως δύσκολη επαφή με το αναγνωστικό τους κοινό.
Με τα κείμενά του αυτά λοιπόν ο συγγραφέας μοιάζει να θέλει να γίνει περισσότερο κατανοητός και οικείος σε εμάς, τους αναγνώστες του. Να μας κάνει κοινωνούς των υπαρξιακών του αγωνιών, της προσωπικής του φιλοσοφίας και στάσης ζωής. Να ανοίξει έναν διάλογο για τις απόψεις, τις διερωτήσεις και τις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις (συχνά βέβηλες και παιγνιώδεις) και νομίζω ότι δεν είναι διαφημιστικό τέχνασμα. Έτσι μας ξεναγεί σε σπίτια που κατοίκησε και σε τίτλους βιβλίων που εξέδωσε. Μας συστήνει τους μυθιστορηματικούς του ήρωες, εξηγεί την καταγωγή τους και αποκαλύπτει την προέλευση των φανταστικών ή πραγματικών τόπων, στους οποίους εκτυλίσσεται η πλοκή. Καταθέτει σκέψεις για τη σημασία της μητρικής γλώσσας, για τα ταξίδια που έκανε και τις μουσικές που αγάπησε. Παράλληλα, ανθολογώντας αποσπάσματα και παραθέτοντας λόγια και σκέψεις, διασταυρώνεται με τους αγαπημένους του συγγραφείς και διανοητές. Οι Κουμανταρέας, Πετρόπουλος, Τσέχωφ, Κούντερα, Μαρκές, Νίτσε, Ντοστογιέφσκι, Βασιλικός και αρκετοί άλλοι συνεπικουρούν τον συγγραφέα στην διατύπωση των αληθειών της ζωής του.
Το σίγουρο είναι ότι ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, ραδιοφωνικός παραγωγός, δάσκαλος δημιουργικής γραφής και κατ’ επάγγελμα συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων και δοκιμίων είναι ικανοποιημένος και ταπεινά ευγνώμων για το όποιο ανθρώπινο ίχνος κατόρθωσε να αφήσει μέχρι τούδε σ’ αυτή τη γη, αλλά είναι πολύ νωρίς φρονώ για τον τελικό απολογισμό και την σύνταξη «πνευματικής διαθήκης».
Ακόμα και αν δεν αναθεωρηθούν πολλά, το σίγουρο είναι ότι θα συμβούν και άλλα. Το ίδιο καλά αν όχι καλύτερα.
*Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου