Benedetto
Sangiovanni (1781-1853), Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με τον σκύλο του, 1836, γύψινο
πρόπλασμα, Ύ. 45 εκ., Δ. βάσης 30 εκ. Φωτ. Πάρις Ταβιτιάν. |
Του Δημήτρη Παπανικολόπουλου*
Τετράδια πολιτικού διαλόγου έρευνας και κριτικής, τχ. 76-78, 2021. Αφιέρωμα στα 200 χρόνια από την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821
Είναι δύσκολο να παρουσιάσεις και να σχολιάσεις έναν συλλογικό τόμο 450 σελίδων και 24 άρθρων, καθώς θα πρέπει να αφιερώσεις λίγο χώρο στο κάθε ένα, μεγεθύνοντας ένα άρθρο προορισμένο να είναι μικρό, χωρίς απαραίτητα να προλάβεις να δώσεις έστω και μια πρώτη ιδέα για καθένα από αυτά. Ακόμα και αν το έκανες, σίγουρα δεν θα προσέθετες κάτι στο διάλογο γύρω από την Ελληνική Επανάσταση, καθώς αυτό θα λειτουργούσε απλώς ως διαφήμιση του τόμου. Θα προτιμήσω, λοιπόν, να μην το κάνω, αδικώντας σίγουρα τους πολλούς συγγραφείς του εν λόγω τόμου. Αντ’ αυτού, θα αναφερθώ σε μια βασική ιδέα, η οποία αναπτύσσεται σε τουλάχιστον πέντε από τα κείμενα του τόμου, και αποτελεί μια ταυτοτική σταθερά του κύκλου των Τετραδίων. ‘Ετσι, θα μπορέσω να συμβάλω κι εγώ κάπως στον προβληματισμό που αυτά αναπτύσσουν.
Αναφέρομαι στην ιδέα ότι το ελληνικό έθνος προϋπήρχε σε κάποιο βαθμό της ελληνικής επανάστασης και του ελληνικού κράτους και δεν φτιάχτηκε από τις ενέργειες του τελευταίου. Πολλοί από τους συνεργάτες των Τετραδίων ασκούν βάσιμη κριτική στην κρατούσα διεθνώς άποψη περί κοινωνικής κατασκευής των εθνών. Η κριτική αυτή, βέβαια, διαφοροποιείται από συγγραφέα σε συγγραφέα, καθώς ξεκινά από σαφώς απαξιωτικές διατυπώσεις και φτάνει μέχρι την αναγνώριση της αξίας της μοντερνιστικής θεωρίας περί κατασκευής των εθνών ως απαραίτητο συμπλήρωμα της εθνο-συμβολιστικής θεωρίας περί εθνοτικών χαρακτηριστικών που χρησιμεύουν ως εκ των ων ουκ άνευ πρώτη ύλη για τους εθνικισμούς που δημιούργησαν τα σύγχρονα έθνη-κράτη.
Δικαίως ο κύκλος των Τετραδίων τονίζει ότι δε μπορεί να παραγνωριστεί η παλαιότητα της ελληνικής γλώσσας ή η συνείδηση της διαφορετικότητας και της αυταξίας των απογόνων κάποιων σπουδαίων προγόνων (κάποιων αρχαίων σοφών, του θρυλικού Μεγαλέξαντρου, και του χριστιανικού βασιλείου των Ρωμαίων). Αν, όμως, κοινή γλώσσα, θρησκεία, αίσθηση κοινής καταγωγής, καθώς και πολλά πολιτιστικά στοιχεία, αποτελούν τα υλικά με τα οποία δούλεψε η εθνικιστική ιδεολογία, πάει να πει ότι τρόπον τινά αυτή η τελευταία υπήρξε η μαμή και όχι η μαμά της ιστορίας (για να χρησιμοποιήσω μια κλασική μαρξιστική θεωρητική σύλληψη). Πάει να πει ότι υπήρχε εθνισμός πριν να υπάρξει εθνικισμός.
Βέβαια, η εν λόγω παρατήρηση δεν μπορεί να μας οδηγήσει να προσυπογράψουμε τη θεωρία της τρισχιλιετούς συνέχειας, καθώς χωρίς την τομή της Νεωτερικότητας (κοσμική σκέψη, κοινωνικο-οικονομική αναδιάταξη μέσω εμπορευματοποίησης των οικονομιών, φιλελεύθερη ιδεολογία) οι πολιτισμικές συσσωματώσεις δεν θα μπορούσαν να εξελιχθούν στα σύγχρονα έθνη κράτη. Και, ως προς αυτό, η αξία της κονστρουκτιβιστικής μοντερνιστικής θεωρίας είναι προφανής. Και είναι αυτή που μπορεί να μας προστατέψει από την ουσιοκρατία. Δεν υπάρχει κάποια ουσία του ελληνισμού που πρέπει να διασώσουμε, ούτε κάποιοι θεσμοί που να είναι αποκλειστικά ελληνικοί. Αυτή η άποψη θα πρόδιδε άγνοια της παγκόσμιας ιστορίας, των συσσωρευμένων ανθρωπολογικών δεδομένων, καθώς και της δυναμικής των κοινωνικών διεργασιών αλλά και της εντροπίας των κοινωνικών συστημάτων.
Θα πρέπει επίσης να είμαστε προσεκτικοί ως προς τη σχέση που διατηρεί η επιστημονική έρευνα με την πολιτική. Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας είναι μεγάλος πειρασμός για όλους και όλες. Μοντερνισμός και εθνο-συμβολισμός είναι επιστημονικές θεωρίες με αναντίρρητες αρετές, δεν είναι πολιτικά προγράμματα. Όπως δεν μπορούμε να κατηγορούμε τον εθνο-συμβολισμό ότι σκοπός του είναι να εγκλωβίσει τις κοινωνίες σε ένα συντηρητικό παρελθόν, δεν μπορούμε να εξισώνουμε τις μοντερνιστικές θεωρίες με συνωμοσίες για την καταστροφή των εθνών. Και όπως δεν μπορούμε να βάζουμε φραγμούς στην επιστημονική έρευνα για πολιτικούς λόγους (πχ. για να μην διαταράξουμε τις σχέσεις μας με γειτονικά κράτη), ομοίως δεν μπορούμε να αξιολογούμε θετικά τους εθνικούς μύθους. Ένα καλό παράδειγμα περί αυτού αποτελεί το κείμενο για την επαναξιολόγηση των πηγών σχετικά ύπαρξη του «κρυφού σχολειού». Ενώ πολύ σωστά ο συγγραφέας ασκεί κριτική σε αξιοποιημένες πηγές, που ωραιοποιούν την κατάσταση της εκπαιδευτικής ελευθερίας επί Τουρκοκρατίας, και αξιοποιεί άλλες πηγές, για να στοιχειοθετήσει την περιστασιακή ύπαρξη κρυφών σχολειών, δεν συμμερίζεται την προσπάθεια των μοντερνιστών ιστορικών να απαλλάξουν την ιστορία μας από τους εθνικούς μύθους. Αν, όμως, το «έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές», τότε θα πρέπει να απαλλαγεί από τους εθνικούς του μύθους, ακόμα και αν πιστεύει σε αυτούς μια συγκυριακή πλειοψηφία. Στον 21ο αιώνα, η γνώση και τα fake news περισσεύουν. Και χρειάζεται προσοχή για να τα διαχωρίσουμε.
Στον εν λόγω συλλογικό τόμο, βέβαια, οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες μπορούν να περιδιαβούν σε μια πλούσια θεματολογία που ξεκινά από το έργο του Ρήγα και άλλες προϋποθέσεις της Επανάστασης μέχρι την πολιτιστική παρακαταθήκη της, τη μνήμη και τη διαχείρισή της από τους συγχρόνους μας. Προσωπικά, κρατώ τη μέριμνα των Τετραδίων για τους ταυτοτικούς προβληματισμούς από τους οποίους καμία κοινωνία δεν μπορεί να γλυτώσει, αν θέλει να συνεχίσει να στηρίζεται σε ό,τι μας ενώνει και όχι σε ό,τι μας χωρίζει, σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο γενικευμένο ανταγωνισμό που αδιαφορεί για τους άλλους.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι δρ. Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Παν/μιο Αιγαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου