Του Σπύρου Κακουριώτη
WALTER PUCHNER, Το 1821 και το θέατρο: Από τη μυθοποίηση στην απομυθοποίηση, εκδόσεις Όταν, σελ. 530
«Εικοσιένα» δεν είναι μονάχα οι ήρωες, οι μάχες, οι διπλωματικές συνθήκες, με λίγα λόγια το συντελεσμένο παρελθόν· είναι, πολύ περισσότερο, η ιστοριογραφία, οι τελετουργίες, η ποίηση, η λογοτεχνία, το θέατρο, ο κινηματογράφος, οι αναπαραστάσεις που μετατρέπουν το παρελθόν σε διαρκές παρόν, μέσα από τις εκάστοτε αναγνώσεις του. Τα επαναστατικά γεγονότα ζουν έτσι μια δεύτερη ζωή, διαρκέστερη, αφού επενδύονται συμβολικά και νοηματοδοτούνται ανάλογα με τις προσλήψεις τους στην εκάστοτε συγκυρία.
Αυτή τη «δεύτερη ζωή» του 1821, μέσα από τις σελίδες των δραματικών έργων ή πάνω στη σκηνή του θεάτρου, εξετάζει στην πρόσφατη μελέτη του ο χαλκέντερος ερευνητής της νεοελληνικής δραματουργίας και του θεάτρου Βάλτερ Πούχνερ. Η «δεύτερη ζωή» των γεγονότων της Επανάστασης αρχίζει να εκτυλίσσεται ταυτόχρονα με την «πρώτη», τον αγώνα δηλαδή των επαναστατημένων, εκτείνεται σε χρονικό εύρος δύο αιώνων και, όπως πιστεύει ο συγγραφέας, θα συνεχιστεί και μετά την ολοκλήρωση των εορτασμών του ιωβηλαίου, καθώς «χωρίς τον αναστοχασμό του παρελθόντος δεν υπάρχει συγκροτημένο όραμα για το μέλλον». Άλλωστε, «το θέατρο ήταν πάντα ο ζωντανός τόπος» για κάτι τέτοιο.
Εξετάζοντας την ελληνόφωνη δραματική παραγωγή στο χρονικό αυτό άνυσμα των 200 ετών, την αντιμετωπίζει σαν μια πορεία από τη μυθοποίηση, η οποία ξεκινά ήδη μέσα στη φωτιά της επανάστασης για να εξαντληθεί έπειτα από τη Μικρασιατική καταστροφή και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, προς την απομυθοποίηση, στην οποία βρισκόμαστε ακόμη και σήμερα. Με κίνδυνο να φανεί πρωθύστερο, θα πρέπει να σημειώσουμε πως ακριβώς αυτή η «ζωογονητική αποδόμηση» μιας αισθητικά νεκρής παράδοσης φανερώνει, σύμφωνα με τον συγγραφέα, την προωθητική δύναμη που διατηρεί, ακόμη και σήμερα, η πολιτιστικά ανατρεπτική απομυθοποιητική προσέγγιση στις απολιθωμένες αναγνώσεις του 1821.
Ο Βάλτερ Πούχνερ, μολονότι εντοπίζει την κούραση και την εξάντληση του θέματος όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του 20ού αιώνα, δεν θεωρεί ότι μπορούμε να μιλήσουμε για το οριστικό τέλος του ιστορικού δράματος ή για τον θάνατο του θεματικού κύκλου του ’21 στο θέατρο. Αντίθετα, όπως παρατηρεί, αυτό που τελειώνει είναι μια συγκεκριμένη παράδοση του αναμνηστικού εορτασμού των γεγονότων του ’21 στη θεατρική σκηνή.
Όμως η μελέτη δεν εξαντλείται στην απομυθοποίηση της Επανάστασης. Αντιθέτως, το μεγαλύτερο μέρος της είναι αφιερωμένο στην πρώτη φάση, αυτή της μυθοποίησης. Αρχικά εξετάζει την παρουσία δραματικών κειμένων ή/και θεατρικών παραστάσεων κατά την προπαρασκευαστική φάση της Επανάστασης, στο πλαίσιο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αλλά και τη συμμετοχή δραματουργών και ερασιτεχνών ηθοποιών, όπως ο Γεώργιος Λασσάνης ή ο Θεόδωρος Αλκαίος, στις πολεμικές συγκρούσεις. Έπειτα διερευνά τον απόηχο των επαναστατικών γεγονότων στην ευρωπαϊκή δραματουργία, εξετάζοντας ειδικότερα δύο φιλελληνικά δράματα από τον γερμανόφωνο χώρο (H. Harring, Ο αρνησίθρησκος του Μωριά και J. B. Ow, Μεσολόγγι).
Συνεχίζοντας, περνά στην αναλυτική μελέτη της ελληνικής δραματουργίας με θέμα το ’21, που ξεκινά με το πατριωτικό δράμα, με πρώτο τον Νικήρατο της Ευανθίας Καΐρη, το 1826, αλλά και τη θεατρική δράση του Θεόδωρου Αλκαίου, συνεχίζεται με τις ποιητικές τραγωδίες του Παναγιώτη Σούτσου και τη μαζική δραματογραφία των πανεπιστημιακών διαγωνισμών, για να καταλήξει στις πρώτες προσπάθειες αντιμετώπισης του Αγώνα μέσα από μια περισσότερο απομυθοποιητική σκοπιά, στις αρχές του 20ού αιώνα.
Η δραματουργία του 20ού αιώνα παρουσιάζεται μέσα από την αναλυτική εξέταση δύο παραδειγμάτων, των έργων του Βασίλη Ρώτα Να ζει το Μεσολόγγι (1928) και του Βασίλη Ζιώγα Το μπουκάλι (1973), που κατέχουν τις δύο ακραίες θέσεις στο χρονικό άνυσμα της απομυθοποίησης κατά τον 20ό αιώνα, ενώ ενδιαμέσως διατρέχει τηλεγραφικά δεκάδες άλλους, ενδεχομένως λιγότερο ενδιαφέροντες καλλιτεχνικά, τίτλους.
Ακόμη, στη μελέτη του ο συγγραφέας περιλαμβάνει τις θεατρικές αποτυπώσεις ηρώων που υπήρξαν πρόδρομοι ή επίγονοι των επαναστατικών γεγονότων, όπως ο Ρήγας και ο Καποδίστριας ή και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, καθώς ορθά θεωρεί πως, ως θεατρικές μορφές, συνδέονται άρρηκτα με το ’21.
Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα κεφάλαια που αφιερώνει στις ηρωικές παραστάσεις Καραγκιόζη και στις θεατρικές εκδηλώσεις στις σχολικές γιορτές της 25ης Μαρτίου, μορφές θεάματος που συνήθως παραλείπονται στις θεατρικές μελέτες, είτε λόγω μειωμένης καλλιτεχνικής αξίας είτε, συνηθέστερα, λόγω έλλειψης τεκμηρίωσης.
Όπως και η ιστορία, έτσι και το θέατρο είναι ένα σημαίνον με τουλάχιστον δύο σημαινόμενα: αφενός, το θέατρο ως λογοτεχνικό είδος, ως δραματογραφία, και, αφετέρου, το θέατρο ως παράσταση, ως σκηνική πράξη. Πρώτιστο μέλημα της παρούσας μελέτης αποτελεί η δραματογραφία, για την οποία συγκεντρώνει πολύτιμα τεκμήρια που επιτρέπουν στον αναγνώστη να επισημάνει τις πυκνώσεις της μέσα στον χρόνο και να οδηγηθεί στην ερμηνεία τους. Εξετάζοντας, όμως, τον 20ό αιώνα, μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να αποδειχθεί παραπλανητική, καθώς πολλά από τα αναφερόμενα κείμενα ουδέποτε μετατράπηκαν σε παραστασιακά γεγονότα -και πιθανόν δικαίως. Μόνο στον ζωντανό χώρο της σκηνής μπορεί να δοκιμαστεί η βιωσιμότητα των νέων αναγνώσεων και αναπαραστάσεων της Επανάστασης ή όποιου άλλου ιστορικού γεγονότος, καθώς και η επίδρασή τους σε έναν διευρυμένο κύκλο «αναγνωστών»/θεατών, δηλαδή στην κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου