ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Κώστα Χατζηαντωνίου
Και ποιος ο λόγος να με θυμηθούν; Τι έκαμα εγώ;
Τους βλέπω ομάδι- ομάδι για την πλατεία να κινούν και κρύβομαι να μη με ιδούν και με φωνάξουν, ντρέπομαι να τους εξηγώ πως δεν αγαπάω τις γιορτές. Και πριν δέκα ημέρες εβγήκε το διάταγμα να τη γιορτάζουμε την επανάσταση «εις το διηνεκές», ως εθνική εορτή και σήμερα η Αθήνα εξύπνησε με είκοσι έναν κανονιοβολισμούς. Να συμφωνήσαν πώς θα ξεφαντώσουν παλάτι και δήμαρχος αδελφικά ή και αυτό θα γίνει αφορμή να τσακωθούν; Αχάραγα άρχισαν οι καμπάνες να χτυπούν, οι επίσημοι θα πάνε στην Αγία Ειρήνη και ύστερα θα στήσει ο δήμος στην πλατεία Ανακτόρων το χορό. Εγώ εδώ. Θα πεις: πρέπει να σε καλέσουν βρε ψωροπερήφανε; Φόρα κι εσύ τη φουστανέλα σου και τράβα, μαζί με όλους τους τίμιους αγωνιστές, τους δάσκαλους του γένους, τους καθηγητές, τους υπουργούς, τον κλήρο και τους Βαυαρούς, σκύψε κι εσύ στον Έλληνα ντυμένο βασιλιά, σήκωσε το χέρι και αντιχαιρέτα τις οικογένειες που θα σε δείχνουν στα παιδιά, φίλα το χέρι του δεσπότη, του Νεοφύτου Μεταξά. Μεμψίμοιρος μην είσαι πια. Δεν αγαπάς τις ασημένιες φέρμελες, τα σελάχια με τις καλογυαλισμένες πιστόλες, τις σημαίες και τα κλωνάρια δάφνης; Δεν επολέμησες κι εσύ; Δεν την ακούς την μπάντα, τα τύμπανα, τα νταούλια, τον ζουρνά; Δεν χαίρεσαι να βλέπεις τους αρβανίτες με τους φαναριώτες αγκαλιά; Χαίρομαι. Μα είναι καιρός που άνοιξα ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτούς γράνα βαθιά.
Δεν βλέπω οράματα για να σας πω πού θα μας βγάλει όλο αυτό μα επειδή ήμουνα τον Αύγουστο του 21 έξω από την Τριπολιτσά κι εγώ, την εικόνα της αλλιώς μπορώ να ξαναδώ. Στο κάστρο της δεν θα είναι Τούρκοι πια μα να το πολιορκούμε δεν θα πάψουμε, έστω από μακριά. Τις νύχτες θα βγαίνει ο κεχαγιάμπεης γιατί κανόνια και καβαλλαρία δεν έχουμε για να στήσουμε στρατόπεδο κοντά και να του κόψουμε τον ανεφοδιασμό. Θα θερίζουνε τα σπαρμένα μας, θα μαζεύουνε ό,τι καρπό βρίσκουν, ακόμη και το άχυρο μα Γέρος δεν θα είναι εκεί για να μας ορμηνέψει, ν’ ανοίξουμε από το Μπεντένι του Μύτικα ως το Λουκά μια γράνα κι ούτε θα έχει όρεξη κανείς να πιάσει φτυάρι και ξινάρι για να σκάψει μέχρι ν’ ανοίξουν οι φουσκάλες στις παλάμες του. Θα βγαίνει τις νύχτες ο Αλήμπεης και θα διαγουμίζει χωρίς κανένα φόβο ως τα Τσιπιανά, θ’ αρπάζει ζώα, κρέας, βούτυρα, τυριά. Κι αν πει κανένας ονειροπαρμένος να χαράξει γράνα, θα τον περιγελούν, «σύνορα θέλουν να κάμουν οι ραγιάδες να μοιράσουνε τη γη», θα λένε και θα φορτώνουν στα γομάρια τροφές, γεννήματα, σκουτιά, σκοτώνοντας όποιον αντρειεύεται και τολμά καμιά φορά, ή πνίγοντας με καπνό όποιον στην τρύπα του Μπούρμπουνα θα επιμένει να κρύβεται για να πολεμά.
Βλάσφημη παρομοίωση, θα πούνε εάν τολμήσω τούτη την εικόνα να εκμυστηρευτώ. Ας είναι. Ας γιορτάζουν όπως επιθυμούν. Εγώ θα περιμένω να περάσει αυτή η μέρα, να καταλαγιάσει η γιορτή κι αύριο πρωί- πρωί θα πάω να βρω το Γέρο, να θυμηθούμε τη γράνα μας ξανά. Θα φέρουμε στο νου κείνη τη νύχτα πάλι που είδε από τον Άη Βλάση τις φωτιές κι εννόησε ευθύς, θα γελάσουμε με τον ψαλιδόκωλο που διάταζε «δίζυγον πυρ!» τους χωρικούς που χάσκανε, αναγκάζοντας το Γέρο να εξηγεί, «κώλο με κώλο ωρέ, πλάτη με πλάτη!» Κι ύστερα θα μνημονέψουμε πάλι εκείνους τους Ζακυθηνούς που φωνάζανε «αγά κράτει την κεφαλή σου, αγά κράτει το φέσι σου, αγά βάστα καλά το διάβολο της κεφαλής σου» αλλά και τον οθωμανό τον ασπρογένη που είχε στον ώμο ένα σακί σιτάρι και πήδησε μέσα στη γράνα να περάσει κι επειδή δεν ημπορούσε ν’ ανεβεί το λάκκο, έπιασε το σακί με τα δόντια και προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στα χώματα με τα χέρια, και δεν κατέπαυε μόλο που ένας δικός μας τον τραβούσε να καθίσει χάμω, αυτός όμως εκεί, να προσπαθεί ν’ ανέβει για να φύγει, ώσπου αγανάχτησε ο Έλληνας και του ’κοψε το κεφάλι κι έμεινε αυτό με το σακί στα δόντια. Και στο τέλος, θα του πω και για κείνον τον Τσιπιανίτη που αφού εσκότωσε έναν Τούρκο, πήγε να του πάρει το κεφάλι κι ηύρε μέσα στο τσουβάλι του το κεφάλι του αδελφού του, κλαίγοντας το έφερε μέσα στην ποδιά. «Να, έλεγε με τα κλάματα, του αδελφού μου το κεφάλι». Κι ο Φωτάκος που ήταν πλάι, θα το θυμάται σίγουρα ο Γέρος, να τον παρηγορεί: «μην κλαις καημένε, αυτός είναι άγιος τώρα κι εσύ έχεις έναν άγιο στο γένος σου. Πήγαινε να εύρεις το κορμί του να το θάψεις».
Έπιασε να βρέχει. Ακούω μουσικές. Σιγανή βροχή, όπως ταιριάζει σε κηδείες, όχι σε γιορτές. Θαρρώ θα έχει τελειώσει η παρέλαση, θ’ αρχίσει ο χορός. Μα εγώ τη γράνα που έσκαψα δεν την παραχώνω. Εδώ θα κάθομαι μέχρι να έρθει η ώρα μου για τον άλλο το χορό.
Στο κάτω- κάτω, ποιος ο λόγος να με θυμηθούν; Τι έκαμα εγώ;
Γεώργιος
Φυτάλης (1830-1880), Ο Έλλην του 1821, 1855, μάρμαρο, Ύ. 72 εκ., Μήκ. 57 εκ., Πλ. 38 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου