Άποψη της έκθεσης του Γιώργου Τσεριώνη Saxa Loquuntur στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άμφισσας |
Του ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΑΠΗΣ (επιμέλεια - εισαγωγή), Λέξεις της φωτιάς: Νεανική ριζοσπαστικοποίηση και ημερολογιακή γραφή την αυγή της Μεταπολίτευσης, Επίμετρο: Ελένη Ανδριάκαινα, εκδόσεις Μωβ Σκίουρος, σελ. 224
Η Μεταπολίτευση αποτέλεσε τη σημαντικότερη ιστορική τομή κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, σηματοδοτώντας το οριστικό τέλος του πλέγματος εξουσίας που είχε διαμορφωθεί μετά τον Εμφύλιο.
Παρά τη σημασία της όμως, για να ξεκινήσει η μελέτη αυτής της ιστορικής περιόδου χρειάστηκε πρώτα να δαιμονοποιηθεί μέσα από τον λόγο των ελίτ, στα χρόνια της κρίσης, σαν μήτρα του κακού που προκάλεσε την κατάρρευση.
Στις ευάριθμες προσπάθειες ιστορικοποίησης της περιόδου εντάσσεται και η ανά χείρας μελέτη του Κώστα Κατσάπη, στην οποία επιχειρεί να προσεγγίσει, με το βλέμμα του ιστορικού, τα βιώματα και τα συναισθήματα των ανώνυμων πρωταγωνιστών της πρώιμης μεταπολίτευσης, που εδώ δεν είναι άλλοι από τη νεολαία (σταθερό ερευνητικό αντικείμενο του συγγραφέα) και μάλιστα τη φοιτητική.
Πρώτη ύλη και πρωτογενής πηγή το ημερολόγιο του τότε πρωτοετούς φοιτητή και σήμερα καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Γιάννη Κόκκωνα, το οποίο τηρεί για περίοδο ενός μόνο μήνα, από τον Φεβρουάριο έως τον Μάρτιο του 1975.
Καταγόμενος από φτωχή αγροτική οικογένεια της Κυνουρίας, ο ημερολογιογράφος θα βρεθεί, με μεταγραφή, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 1974. Γεωγραφικά, αλλά και κοινωνικά, βρίσκεται σε μια φάση μετάβασης –ακριβώς όπως και ο κόσμος γύρω του. Αυτή ακριβώς την κοινωνική, πολιτική αλλά και ψυχολογική ρευστότητα αποτυπώνει με ενάργεια στο ημερολόγιό του.
Η γραφή λειτουργεί ως διαδικασία κοινωνικοποίησης, ως διαδικασία διαπραγμάτευσης της ένταξής του στο νέο περιβάλλον, αλλά και ως εργαλείο συγκρότησης μιας καινούργιας υποκειμενικότητας. Όταν πλέον έχει ενταχθεί στο φοιτητικό σώμα, όταν δηλαδή ο μετασχηματισμός του έχει συντελεστεί και μια διαφορετική υποκειμενικότητα αναδύεται, οι καταγραφές σταματούν.
Μέχρι τότε, ο ημερολογιογράφος παρατηρεί, με μια ματιά σχεδόν ανθρωπολογική, τα όσα συμβαίνουν γύρω του, τόσο στον μικρόκοσμο των συγγενών και φίλων όσο και στον δημόσιο χώρο του πανεπιστημίου και της πολιτικής. Οι καταγραφές ξεκινούν στις 26 Φεβρουαρίου 1975. Πρόκειται για μια φάση κορύφωσης των διαδικασιών αποχουντοποίησης στα πανεπιστήμια, με φοιτητικές κινητοποιήσεις και «αντιμαθήματα» στις έδρες εκείνων των καθηγητών που κατηγορούνταν για συνεργασία με το χουντικό καθεστώς και συνεπώς ήταν ανεπιθύμητοι.
Ρευστότητα όμως χαρακτηρίζει και την πολιτική σκηνή, κάτι που αποτυπώνεται στις καταγραφές και επιτρέπει στο ημερολόγιο να λειτουργεί ως τεκμήριο των συναισθημάτων που προκαλούνται από την κατάσταση αβεβαιότητας. Σύμφωνα με τον Κατσάπη, ανάμεσά τους πρωταρχικό είναι ο φόβος για ένα ενδεχόμενο πισωγύρισμα, που εδράζεται, εν πρώτοις, στο αποτυχημένο «πραξικόπημα της πιτζάμας» ή στην έντονη δράση των νεοφασιστών της Νέας Τάξης, που σημειώνονται εκείνη την περίοδο και καταγράφονται στο ημερολόγιο.
Εξίσου σημαντική όμως είναι η ανησυχία που προκαλεί η συνέχεια των πρακτικών των κατασταλτικών μηχανισμών, την οποία αναδεικνύει η εισαγωγή του επιμελητή (θυμίζοντάς μας, αφενός, τις δίκες των βασανιστών με τις «αστείες» ποινές που επιβλήθηκαν και, αφετέρου, τα «δημοκρατικά» βασανιστήρια από αστυνομικούς κατά φοιτητών στο Αλιβέρι) και διατρέχει όλο το ημερολόγιο, είτε αναφέρεται σε συλλήψεις και απαγορευμένες διαδηλώσεις είτε σε πολύ «ελαφρύτερες» απαγορεύσεις, όπως το να κάθεται στο γρασίδι («Υπάρχει ένα κομμάτι φύσης δίπλα μου που αστυνομεύεται. Έχω δικαίωμα μόνο να το κυτάζω»).
Νοοτροπίες, πρακτικές, λογικές, αντιδράσεις... Αυτό είναι το πρωτογενές υλικό που ανιχνεύει ο Κώστας Κατσάπης και αναλύει εκτενώς στην εισαγωγή του, αναδεικνύοντας συνέχειες και τομές. Παράλληλα, στο επίσης εκτεταμένο επίμετρο, η Ελένη Ανδριάκαινα εξετάζει την ημερολογιακή γραφή και τη μελέτη της μέσα από την εμπειρία της βρετανικής Mass Observation του Μεσοπολέμου (ένα μαζικό πείραμα κοινωνιολογικής καταγραφής με βασικό εργαλείο τα ημερολόγια), αλλά και μέσα από ένα περισσότερο θεωρητικό κείμενο για το παιχνίδι ατομικότητας και κοινωνικότητας που αναδεικνύεται μέσα από την αναστοχαστικότητα της νεωτερικής ημερολογιακής γραφής.
Συνοψίζοντας, οι Λέξεις της φωτιάς, παραπέμποντας, το δίχως άλλο, στο εμβληματικό ντοκιμαντέρ του Νίκου Κούνδουρου Τα τραγούδια της φωτιάς, αποτελούν μια ευπρόσδεκτη απόπειρα μελέτης της ανάδυσης των νεανικών υποκειμενικοτήτων κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Μολονότι η περίοδος αυτή, ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του ’70, σημαδεύτηκε από την έκρηξη των υποκειμενικοτήτων, η μελέτη του Κώστα Κατσάπη, μαζί με την πρόσφατη «Άλλη» αριστερά (εκδ. Θεμέλιο) του Δημήτρη Γλύστρα, αποτελεί, έως τώρα, μάλλον τη μοναδική απόπειρα ιστορικοποίησης της διαμόρφωσής τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου