4/10/20

Σώμα, πολιτική, πανδημία

Της ΒΕΡΑΣ ΠΑΥΛΟΥ* 

Το σώμα σε κρίση στον ιατρικό και ψυχαναλυτικό λόγο, επιμέλεια: Γιώργος Δημητριάδης, Christian Hoffmann, Λίσσυ Κανελλοπούλου, μτφρ. Θεοδώρα Τζώλα, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 303 

Με την φράση «η κρίση του σώματος στην πολιτική», όρο του Αριστοτέλη που «συμπεριλαμβάνει όλα τα πεδία της γνώσης και της αλήθειας», μας εισάγει ο Γιώργος Δημητριάδης, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, στον συλλογικό αυτό τόμο. Η έκδοση βασίζεται στα πρακτικά διεθνούς διεπιστημονικού συνεδρίου που έγινε στην Ελλάδα το 2014. Με στόχο τον διάλογο ψυχανάλυσης και ιατρικής. 
Εκκινώντας από τον Foucault, το «σώμα πέραν του εαυτού, ως πλεονάζουσα δύναμη, δύναμη ανυποταγής και ρήξης» φτάνει στον Freud ο οποίος επερωτά την οργανικότητα μέσω της ενόρμησης. Έννοια στο μεταίχμιο σωματικού-ψυχικού. Η ψυχαναλυτική οπτική επικεντρώνει στο λιβιδινικό σώμα της επιθυμίας που έχει σηματοδοτηθεί από τον Λόγο. Το αγνοεί η ιατρική που εμμένει στο βιολογικό σώμα. 
Επισημαίνεται η «κρίση του συμβολικού». Έλλειμμα συμβολοποίησης, κυριαρχία του φαντασιακού, της εικονικότητας που αφήνει υπολείμματα «πραγματικού»-réel στο σώμα, ίχνη απόλαυσης του Άλλου που οδηγούν σε ανάφλεξη. Κοντολογίς η σχέση με το σώμα είναι διυποκειμενική. 
Η έννοια της απόλαυσης (jouissance) έχει θανατηφόρα χροιά όπως ερμηνεύτηκε από τον Λακάν η ρήση του Φρόυντ Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης. Είναι ο «εξαναγκασμός» ευχαρίστησης. Στην υπερβολή φτάνει στο θάνατο. Στον καπιταλισμό, η πυροδότηση της «απόλαυσης» μέσω της διαφήμισης έξωθείται στα άκρα. Όπως γράφει η Λίσσυ Κανελοπούλλου, «το υποκείμενο γίνεται σχεδόν περιττό αφού εξαρτάται από αντικείμενα ανάγκης που οργανώνουν την απόλαυσή του». Η ψυχανάλυση έρχεται «σ’ έναν κόσμο όπου η σκληρότητα, η βία και η επιστήμη αναδεικνύουν την παγκοσμιοποίηση της ενόρμησης θανάτου, κατακλυσμού απόλαυσης, να αναδείξει την επιβίωση του υπεύθυνου υποκειμένου και κατά συνέπεια ‘ενός κοινωνικού δεσμού κατοικήσιμου’». Να κατοικήσει καταρχάς το υποκείμενο το ίδιο του το σώμα, καθώς βιολογικό και συμβολικό δεν ταυτίζονται. Στη συνέχεια να κατοικηθεί ο κοινωνικός χώρος με το Νόμο και την ευθύνη των ίδιων των υποκειμένων που ελέγχουν το κράτος. 
Καθώς το υποκείμενο εκλείπει, το Σώμα ως δύναμη ανυποταγής αυτονομείται και έρχεται να εκφράσει μέσω του συμπτώματος το άνοιγμα προς την επιθυμία. Η ασθένεια αντιστρέφεται. Αντί να είναι το κακό που αφορίζεται και βουβαίνεται με φάρμακα, γίνεται τόπος Αλήθειας, αφορμή να αναδυθεί αυτό που δεν πηγαίνει καλά. Γίνονται νέες συνδέσεις, ανασύρεται η θαμμένη διαγενεαλογική αλήθεια. 
Εάν η κρίση είναι η «οξεία εκδήλωση» μιας ασθένειας, γράφει ο Paul Laurent Assoun, το ενορμητικό σώμα στη λανθάνουσα μορφή του είναι χρονίως σε κρίση, σε δομική ένταση, σε «κρίσιμη κατάσταση». Έναντι της ψυχρής αντίληψης της ιατρικής για την υγεία ως «σιωπή των οργάνων», προσβλέπουμε ως αναλυτές στον «θόρυβο» στην «υπερθέρμανση» των οργάνων, στην ενορμητικότητα, «στο σύνολο των λειτουργιών που αντιστέκονται στον θάνατο». Το σύμπτωμα επωμίζεται τη λίμπιντο και την φέρει στο φως. Στην ψυχανάλυση «δεν υπάρχει ασθένεια (αυτό είναι ιατρική). Υπάρχει μια ψυχική βαθμίδα του συμπτώματος –ως ασυνείδητου μορφώματος- κι αυτό αρκεί για να αποϊατρικοποιήσει την ασθένεια». 
Πρόκειται για διαφορετική επιστημολογική τοποθέτηση. Η ιατρική τείνει στην προσαρμογή με κάθε τίμημα στον πολιτισμό. Η ψυχανάλυση έρχεται να σκάψει στο ρήγμα συνειδητού-ασυνειδήτου, να αναδείξει την επιθυμία, την ελευθερία και την μοναδικότητα που μπορεί να ανατρέψει τον εκάστοτε ασφυκτικό κοινωνικό δεσμό. Την «Δυσφορία στον Πολιτισμό». 
«Δεν υπάρχει σώμα που να μην το έχει ζυμώσει η γλώσσα που έρχεται από τον Άλλον προτού ακόμα γεννηθεί». Το σώμα «μιλιέται». Το σημαίνον έχει ήχο, ενέργεια, δύναμη επίπτωσης. Έχει υλικότητα. Μετασχηματίζει σώμα και ασυνείδητο. Η ιατρική παρεμβαίνει στο κυτταρικό επίπεδο, κάνει αλγόριθμους για να αλλάξει το γονιδίωμα. Το υποκείμενο που κατοικεί το σώμα του ομιλώντας επινοεί τη ζωή του. Ο Alain Vanier, στο επίμετρο, με βάση την ομιλία της Ελισάβετ Κούκη για την διάκριση του σώματος στην αρχαιότητα σε αρθρικό σώμα των συνδέσμων που αντιστοιχεί στο παρατακτικό ύφος της προφορικότητας και περιβλητικό σώμα των ροών που αντιστοιχεί στο ύφος της υπόταξης, αναφέρεται στο «σώμα των λέξεων, της γλώσσας που σφραγίζει το σώμα του μωρού μέσα από το Λόγο της μητέρας, όργανο προς όργανο και έτσι ενσωματώνεται αυτό το συμβολικό σώμα από το φαντασιακό της επιφάνειας». Σε αυτό το «πραγματικό» σώμα επιδρά λέξη προς λέξη, φώνημα προς φώνημα και όργανο προς όργανο η ομιλία στην ψυχαναλυτική διαδικασία, υφαίνοντας τον σωματικό ιστό και ζωογονώντας. Και συνεχίζει: «η ιατρική παραγνωρίζει την επιταγή απόλαυσης, την ενορμητική κίνηση που αστοχεί και έτσι οφείλει να κάνει μέσα από την επιταγή της άμεσης ίασης». Η ψυχανάλυση δίνει χρόνο και αποδίδει νόημα. 
Πολλά κείμενα αναφέρονται στην κλινική πράξη. Από το βάρος των λέξεων στην ανακοίνωση της ασθένειας από τους γιατρούς και την επίπτωση στην εξέλιξη της νόσου, στη γυναικεία σεξουαλικότητα και τον τρόπο με τον οποίο η ασθένεια φέρνει το σώμα στο προσκήνιο για να γίνει αντικείμενο επένδυσης. (Εδώ διακρίνουμε την διαφορά βιολογικού-συμβολικού σώματος, η ύπαρξη των οργάνων χρειάζεται να επενδυθεί συμβολικά).Το εξαίρετο άρθρο της Claire Squires για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και την αγχογόνο διεργασία της προσχεδιασμένης γέννησης που δεν «χωρά» την αμφιθυμία που έχει μια φυσιολογική εγκυμοσύνη. Το «ανοίκειο» του σώματος έναντι της διαφάνειας της ιατρικής, την παχυσαρκία ως ασυνείδητη δυναμική λύσεων που επινοεί το υποκείμενο για να ανταπεξέλθει, προσθετικά σώματος που αγνοούν αυτό που δεν αντέχει το υποκείμενο και το σώμα στην εφηβεία με έμφαση στις πρακτικές σκαριφισμών ως προσπάθεια συμβολοποίησης. 
Το σύμπτωμα, όταν απαλείφεται βίαια από την ιατρική πράξη, κλείνει το άνοιγμα απ’ όπου αναδύεται η αλήθεια που χρειάζεται να «ακουστεί». Μπορούμε να δούμε πλείστες ασθένειες ως προσπάθεια του αποκλεισμένου ενορμητικού σώματος να ομιλήσει σε μία πυρετώδη κοινωνική πραγματικότητα που του ζητά να σιωπά και να τρέχει. Και την αμηχανία των ιατρών σε αντιδράσεις που δεν δικαιολογούνται από τα βιολογικά δεδομένα. Η συνεργασία ιατρών και ψυχαναλυτών θα έδινε άλλη κατεύθυνση στην έκβαση της ίασης. 
Στο επίμετρο, ο Γ. Δημητριάδης, συνδέοντας το συνέδριο με την συγκυρία, αναφέρεται στις καταστροφές ως «αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας δεδομένης της παγκοσμιοποίησης και του καλπάζοντος νεοφιλελευθερισμού». Η ηθική της ψυχανάλυσης σχετίζεται με την διεργασία των αυτοκαταστροφικών τάσεων. Επισημαίνει δύο σημαντικούς κινδύνους: την χρήση της Δημόσιας Υγείας ως «πρόφαση για να ποδοπατηθεί η πολιτική ζωή, μέσω του εθνικισμού ή του ψηφιακού καπιταλισμού», και, από την άλλη πλευρά την αναφορά σε «ένα γενικευμένο παραλήρημα αμφιβολίας με την τρέλα της αφής». Ο Άλλος γίνεται ο απόλυτος εχθρός. Καθώς “O Άλλος…είναι το σώμα”[1]. Ας προσθέσουμε μία άλλη διάσταση. Ο νέος ιός αναδεικνύει ότι κάθε σώμα αντιδρά διαφορετικά, εισάγοντας το ζήτημα της ενικότητας. Έναντι της ασθένειας ως καθολικότητα. Η θνητότητα και η ευαλωτότητα επίσης έρχονται στο προσκήνιο. Η πανδημία μπορεί να καταστεί ευκαιρία να μιλήσουμε για το πάσχον σώμα, τον θάνατο ως ορίζοντα ζωής. Να γίνει η συλλογική διεργασία πένθους της παντοδυναμίας. Προϋπόθεση ενός λόγου που κάνει τομή είναι να μη σταθεί κανείς μόνο στις ανισότητες, στην ταξικότητα του συστήματος υγείας, στο αίτημα για κλίνες, αλλά να εισέλθει στο βάθος της συζήτησης για το σώμα σε μια κίνηση χειραφέτησης όσον αφορά τον έλεγχο του σώματος μέσω της Βιοπολιτικής. 

*Η Βέρα Παύλου είναι ψυχαναλύτρια 

[1] J. Lacan, «La logique du fantasme», διάλεξη της 10ης Μαίου 1967.

Άγγελος Αντωνόπουλος, “Κατάρρευση”, 2017-2020, μέταλλο, pvc, σιλικόνη, γραφίτης, ακρυλικά, φως

Δεν υπάρχουν σχόλια: