4/10/20

Λάθη λήθης

Μιχάλης Μανουσάκης, “Τόπος του  Κάποτε”, 2019,εγκατάσταση, βιβλία, παιχνίδια, συλλεκτικά είδη από το 1850 έως το 1960, διαστάσεις μεταβλητές 


Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ* 

ΑΛΕΞΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, Μεθεόρτια έθιμα, 24 γράμματα εκδόσεις, σελ. 75 

Αυτοψυχαναλυτικά περιήγηση σε εσωτερικά τοπία όπου το μετεφηβικό άγχος της αλλοτρίωσης υπερχειλίζει κι ένας ιδιότυπος τρόμος κενού ωθεί την δημοσιογράφο και ποιήτρια Αλεξία Καλογεροπούλου να σκέφτεται με τετράστιχα αυτό που καταθέτει πλήρως δομημένο, μορφολογημένο, αρμολογημένο και εκλογικευμένο. Φράσεις παραινετικές, σαν γνωμικά μιας συλλογικής σοφίας που ξέφτισε κι έγινε στάχτη και κομφετί στο καρναβάλι των καθημερινών, ανούσιων συμβάσεων, που στερούν από την άνθρωπο την ατομικότητά του, αλλά και την αυτοσυνείδηση, την αίσθηση ενός εαυτού που δεν επανακαθορίζεται διαρκώς από το άγχος των άλλων για τον εαυτό του. 
Η Αλεξία Καλογεροπούλου, που σπούδασε Ψυχολογία στο ΕΚΠΑ και τελείωσε το μεταπτυχιακό της στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του ίδιου πανεπιστήμιου, με ειδίκευση στις Πολιτισμικές Σπουδές και στην Ανθρώπινη Επικοινωνία, απευθύνεται ευθύς εξαρχής στον αναγνώστη βάζοντάς τον στη θέση ενός ιδεατού αδελφού, ενός προσώπου αγαπημένου και τον αποκαλεί “άγνωστο θεριστή της λήθης” (σελ. 9). 
Πενήντα και οκτώ σύντομα ποιήματα, στοιχισμένα στο κάτω μέρος της σελίδας, που παραπέμπουν στον Σολωμό και στον Καβάφη, ερωτοτροπούν με την αναζήτηση μιας επίγειας παραδείσιας κατάστασης, όπου το είναι και το φαίνεσθαι θα είναι σε ισόβια αρμονία και τα διάφορα εγώ δεν θα κινδυνεύουν από κανένα “εμείς”. Ουτοπικό, απολύτως θεμιτό όμως στην ποιητική φαντασία. 
Στον μάλλον ειρωνικό επίλογο, η αφηγηματική φωνή υπονοεί πως βρήκε τον θεό της, ή υπονοεί πλαγίως πως μόνο μια τυφλή θρησκευτική πίστη θα μας σώσει από την καθημερινή υπαρξιακή αγωνία της απώλειας της ψυχής μας. 
Η μοναξιά και η ανάγκη για γαλήνη, η αναχώρηση από την κοσμική ζωή και η ησυχία που όμως εφησυχασμός δεν είναι, αυτά είναι τα κύρια θεματολογικά μοτίβα που επανέρχονται στην ποίησή της. Ο έρωτας μάλλον νεορομαντικός, εξιδανικευμένος. 
“Μάννα Μήδεια” (σελ. 39) αποκαλύπτεται πίσω από τις γραμμές η τροφός της, ενώ η ίδια φαίνεται ότι αρνείται να μιμηθεί το σαθρό αυτό μητρικό πρότυπο στην ανατροφή της κόρης της, στην οποία αφιερώνει τουλάχιστον τρία ή (εμμέσως) τέσσερα από τα πονήματά της (σσ. 42-45). 
Στο επίπεδο της στιχουργικής προέχει η καθαρότητα του νοήματος, η απλότητα της έκφρασης, η καθαρότητα της μορφής. Ιδιόλεκτος που απέχει από την καθημερινή, δημοσιογραφική χρήση της γλώσσας, χωρίς όμως να είναι και τελείως αποκομμένη από μια τέτοια αναπόφευκτη φθορά. Ελάχιστες οι σπάνιες λέξεις, όπως στη σελίδα 27 η “οθνεία” (η ξενόφερτη). Ενδιαφέρουσα ιδέα πως “τα λάθη είναι τέκνα της Λήθης” (σελ. 20). Πέρα από την τεχνουργημένη παρήχηση ακούγεται πρωτότυπος ετούτος ο στίχος. Η πεμπτουσία του έρωτα, “αυτό που γίνομαι μαζί σου” (σελ. 49). Εξαιρετικά τα ποιήματα “Παλιό σπίτι”, “Ηχόχρωμα” και “Παρά τη θέλησή μου”. 
Ο κορωνοϊός και η πρόσφατη καραντίνα δεν θα μπορούσε φυσικά να λείψει από ετούτη τη νεόκοπη ποιητική συλλογή μιας “χλωρής” ακόμα κι άγουρης ποιητικής φωνής που διαπλάθεται καθημερινά μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι ανάλογα με τις αποστάσεις που κρατάει από το τετριμμένο και το πασιφανές. 
Τέσσερα ποιήματα για αυτή την μετά προφυλάξεων και μετ’ επιφυλάξεων βιαστική άνοιξη που μας προσπέρασε, αφού μας βρήκε τόσο απασχολημένους με την ατομική προστασία μας, τόσο απορροφημένους στο ατομικό ενώ το κοινωνικό προφανώς πάσχει και κραυγάζει για βοήθεια. Η ταλάντωση μετά του μέσα και του έξω χάους είναι αναπόφευκτη σε όλες τις ποιητικές απόπειρες εκείνης της περιόδου. Ο άνθρωπος ως αριθμητική μονάδα και ως ανεπανάληπτη οντότητα είναι έννοιες αντίπαλες κι αλληλοσυγκρουόμενες. Το στοιχείο όμως αυτό καθιστά πολυδιάστατη ακόμα και την πλέον πραγματιστική λογοτεχνική ανάπλαση του πρόσφατου παρελθόντος, της κρίσιμης περιόδου, της μεταβατικής εποχής, που κρατάει για την Ελλάδα πάνω από δέκα χρόνια και μας φέρνει αντιμέτωπους με τις αδυναμίες μας αναγκάζοντας εαυτούς και αλλήλους να επανακαθορίσουμε τα όριά μας χωρίς να χάσουμε την ταυτότητά μας και δίχως να απολέσουμε τη σύνδεση με το βαθύτερο είναι μας. 

*Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι δρ Θεατρολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: