4/10/20

Όμορφα βράχια

Του ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ*

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, Βράχια, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 80

Στους γαλήνιους κόλπους της νύχτας κυοφορείται η ταραχή και υπονομεύεται η σαθρή ισχύς του αυτονόητου∙ αυτό το γνωρίζουν καλά οι «έμπειροι της ζωής» και οι νεοσύλλεκτοι το αγνοούν, όπως αγνοούν και ότι αρκεί μία «τρίλια τρελή από πάθημα», ένα φευγαλέο άγγιγμα ή άκουσμα της ομορφιάς είναι αρκετό για την κατάργηση της ατιμωρησίας, «διότι εκεί που δείχνουν όλα ατιμώρητα/ όλο αυθάδεια κι υπερηφάνεια φούσκα/ εκεί χτυπάει δυνατά η καρδιά/ η οργή του αδικημένου». Αυτά ως «προαύλισμα», για να ακολουθήσουν ύστερα καίριες επισημάνσεις για σημαντικά και για νομιζόμενα ασήμαντα πλην σοβαρότατα ζητήματα ζωής περιβεβλημένης από διάσπαρτα ίχνη θανάτου και θανάτου κεκοσμημένου με ιριδισμούς ζωής∙ κυρίως, για να φωτιστούν ακινητοποιημένες χειρονομίες ενδεικτικές της αέναης και απελευθερωμένης από τα δεσμά του χρόνου μετάβασης από το «εδώ και τώρα» στο πάντα ανοιχτό και, με τη συνδρομή της ενόρασης, προσβάσιμο «εκεί και ύστερα», με αναρτημένες στους ενδιάμεσους σταθμούς εκδοχές-εικόνες μιας ασύλληπτης, μόνο από τις αισθήσεις, αιωρούμενης, θα μπορούσε να πει κανείς, στο κενό της λευκής σελίδας ομορφιάς. Μιας ομορφιάς που όσο ψυχρή, αδιάφορη, κάποτε ανελέητα σκληρή κι αν δείχνει, πάντα στον ίσκιο της ελλοχεύει η καλοσύνη.
Το ποιητικό υποκείμενο μοιάζει να βρίσκεται στο σημείο εκείνο όπου ακατάπαυστα συντελούνται νοητές διασταυρώσεις ψυχών, σωμάτων και βλεμμάτων, διακατεχόμενος από την ήρεμη, κατασταλαγμένη βεβαιότητα ότι «κάθε τους κίνηση/ τον αφορά άμεσα/ κι όλα είναι τονισμένα μέσα σ’ ένα δυνατό/ αλλά ιδιαίτερα φιλικό φως». Ευήκοος δέκτης προφανών και δυσερμήνευτων, άμεσων και έμμεσων μηνυμάτων αλλά και συνεπής αναμεταδότης τους στο πεδίο της ποίησης, συγκροτεί, με τρόπο ιδιαζόντως μουσικότροπο μικρές, λεπτεπίλεπτες, θα τολμούσα να πω εγχάρακτες πτυχές του κόσμου που τον περιβάλλει, με τη σύζευξη συχνά ετερόκλητων εικόνων και ατμοσφαιρικών στοιχείων, ανταποκρινόμενων όμως με ακρίβεια στις σκέψεις και στα συναισθήματα που τον κινούν και τον συνέχουν κατά τη διάρκεια του εκάστοτε παρόντος της γραφής∙ σαν συλλέγοντας αποστάγματα της αιωνιότητας, όπως μπορεί ένας υποψιασμένος να διακρίνει διάσπαρτα στους αρμούς αλλά και στην επιφάνεια των συμβάντων και των καταστάσεων της καθημερινότητας. Κι όλ’ αυτά διακριτικά διαπερασμένα από έναν διάφανο λυρισμό, μονίμως εκκολαπτόμενο στις παρυφές του ονείρου, εκεί όπου η πραγματικότητα ανεπαισθήτως διαβρώνεται από τον υπόκωφο κυματισμό των αισθημάτων.
Τα τοπία και οι τόποι, στην ποίηση του Γιώργου Βέη, εκτός από την αισθητική τους «αυτοδυναμία», διαδραματίζουν και έναν ρόλο διαμεσολαβητικό ανάμεσα στην επίγεια ομορφιά και το ουράνιο κάλλος, ενώ συχνά προσφέρονται για σαγηνευτικές, αν και επίφοβες και απροσδιόριστα απειλητικές αντιστοιχίες ανάμεσα στο «εδώ» και στο αναπότρεπτο «εκεί». Τοπία και τόποι και όλα όσα, φανερά ή κρυφά, μεγεθυμένα ή σε σμίκρυνση, συντελούνται στις διαστάσεις τους μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσουν το έναυσμα-κίνητρο γαλήνιων –παρά τη συχνά υποβόσκουσα δραματικότητα– περιδιαβάσεων σε μνημειώδη ή και όχι ιδιαιτέρως εκτιμηθέντα αρχέτυπα της ζωής και, συνακόλουθα, της φθοράς και του θανάτου∙ παράλληλα όλα, κρυφά ή φανερά, σιωπηλά ή κραυγαλέα διδάσκουν –κάποτε επιβάλλουν– την υποταγή στον τελετουργικά αποδεικνυόμενο-ενσαρκωνόμενο αδήριτο νόμο που διέπει και κανοναρχεί τα ανθρώπινα. Γιατί «…όπως κάθε χωράφι έχει τα όριά του/ μα και τα πουλιά που έρχονται/ το ένα μετά το άλλο να το τρυγήσουν/ όποτε ο καιρός φιλέψει τα γλυκά τα φρούτα/ έτσι κι εμείς μαθαίνουμε ξανά/ ξεχνάμε και μαθαίνουμε πάλι από την αρχή/ ισότητα, γαλήνη και μουσική».
Η κλιμάκωση της απεραντοσύνης της φύσης και όλων όσα τη συνθέτουν και τη συνέχουν, ορατών και αοράτων, πλέκουν ένα αθέατο δια γυμνού οφθαλμού –και μόνο διαισθητικά αντιληπτό– προστατευτικό, μπροστά στις ανηλεείς εφορμήσεις της υπαρξιακής και της κοινωνικής μοναξιάς, κέλυφος («Οι στέγες είναι της ζωής μας/ απόμακρες αλλά σταθερά εκεί/ πρόνοια των οριζόντων» ή «Όχι, δεν θα μείνουμε απόκληροι στο τέλος/ χωρίς αντίκρισμα των πόλεων οι νομάδες»). Παράλληλα, σταθερή είναι η αίσθηση ότι πίσω από το τρέχον, το φευγαλέο και το εφήμερο μονίμως καιροφυλακτούν μορφές-πτυχές του αιώνιου, προσδοκώντας την καίρια στιγμή που, με τη συνδρομή τού ποιητή, θα αποκτήσουν τις αρμόζουσες στη φύση τους –και στην ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα– διαστάσεις και δυναμική του συμβόλου. Σ’ αυτό αποσκοπούν, εξάλλου, οι συνεχείς, φιλοσοφικής ή και θυμοσοφικής χροιάς περιδιαβάσεις που, με πνευματική οξυδέρκεια και συναισθηματική ευλυγισία, πραγματοποιεί σε εξωτερικά ή εσωτερικά τοπία-σημεία, όπου προβάλλουν ευκρινέστερα οι αρμοί του μηχανισμού της ζωής και του θανάτου και συγκεκριμενοποιούνται ήχοι προειδοποιητικοί του όποιου επερχόμενου και συνάμα υποδαυλιστικοί μιας ελεγχόμενης υπαρξιακής αγωνίας, μονίμως διεμβολιζόμενης από μία αιχμηρή, κοινωνικής υφής, ανησυχία.
Με σταθερό οδοδείκτη μια χρόνια τώρα εδραιωμένη, στο έπακρο καλλιεργη- μένη, ποικιλοτρόπως ταξιδιωτική, περιηγητική, περιδιαβαστική διάθεση, ο Γιώργος Βέης ακόμα και σε κατάσταση ακινησίας ευρισκόμενος ακατάπαυστα μετακινείται σε επιφανειακά ή υποδορίως διασταυρωνόμενους τόπους και χρόνους, με την πρόθεση να αισθανθεί, ψαύοντας στο σημείο της διασταύρωσής τους, την εστία της πολυπόθητης θαλπωρής του ξενιτεμένου ή αναζητώντας ερεθίσματα για νέα ξεκινήματα. Θα έλεγε κανείς ότι η αποδεδειγμένα βαθιά, πηγαία, ενδιάθετη ροπή του για διαρκείς μετακινήσεις τον καθοδηγεί στις προσοδοφόρες ποιητικά εγκάρσιες τομές τόπων και χρόνων∙ εκεί όπου επωάζονται ιδέες πρόσφορες για ακινητοποίηση και ποιητική μορφοποίηση, αφού η «αθανασία της ψευδαίσθησης» κάθε άλλο παρά τον εμποδίζει να επιχειρεί προβολές, αναρριχήσεις και καταβυθίσεις στους κόλπους της αυθεντικότητας, ενεργοποιώντας μια απολύτως κατακτημένη προσωπική ποιητική και συνδυάζοντας την εν ακινησία κίνηση του σκεπτόμενου με την αέναη κινητικότητα ενός εξερευνητή.

*Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας

Άρτεμις Ποταμιάνου, “Which side are you on? Dollhouse”, 2019, μικτή τεχνική  

Δεν υπάρχουν σχόλια: