20/9/20

Πρώιμος Μπρεχτ

Γιώργος Δρίβας, Kaizo, 2020, πολυκάναλη συγχρονισμένη προβολή εικόνων, 3’, έγχρωμο χωρίς ήχο
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ 

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ, Τέσσερα μονόπρακτα του 1919 [Ο ζητιάνος (Το ψόφιο σκυλί) - Ξορκίζει έναν Διάβολο αυτός - Lux in Tenebris (Φως στο σκοτάδι) - Το ψάρεμα], εκδόσεις Ηριδανός, σελ. 144 

Ήδη από τον τίτλο της έκδοσης γίνονται διακριτά δύο ειδοποιά χαρακτηριστικά της: κατά το αφετηριακό έτος της μεσοπολεμικής περιόδου και της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης», ο Μπρεχτ, ένα από τα πλέον επιδραστικά πρόσωπα του εικοστού αιώνα, συνθέτει μια σειρά από πρωτόλεια μονόπρακτα στα οποία ανιχνεύονται ορισμένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της θεματολογίας και της ποιητικής του, όπως η ανατρεπτική/ειρωνική χρήση του μύθου και η κοινωνική κριτική. 
Τα μονόπρακτα δεν είναι άγνωστα στο ελληνικό κοινό καθώς, κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, όταν πυκνώνουν εντυπωσιακά οι παραστάσεις από την πλούσια εργογραφία του Μπρεχτ, εντοπίζεται και η έκδοση: Πόσο κοστίζει το σίδερο;, Ντάνσεν, Φως στα σκοτάδια, Μικροαστικοί γάμοι, Ο ζητιάνος ή το ψόφιο σκυλί (μτφρ. Μαρία Λουΐζα Κωνσταντινίδη, εκδόσεις Δ. Κοροντζή, 1976). Για πρώτη φορά, όμως, στις τυπογραφικά προσεγμένες και συστηματικές στην έκδοση θεατρικών έργων εκδόσεις «Ηριδανός», συναντάμε εκ μέρους του μεταφραστή, ηθοποιού και σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Κυριακού τη μέριμνα ώστε η μετάφραση να συνοδευτεί εισαγωγικά κείμενα για τα περικείμενα και διακείμενα των μονόπρακτων. Στην ευσύνοπτη «γενική εισαγωγή» (σ. 9-12) και στις συστάσεις των έργων, είτε αφορούν απλά ένα «βαβαυρικό φαρσύλιο» (σ. 31-32) είτε τις «μελοντοστραφείς τάσεις» (σ. 63-64) και τη δημιουργική αξιοποίηση του θέματος/μοτίβου του κερατά και της αισχύνης (σ. 97-99). Καθώς ήδη κυκλοφορούν σε μετάφραση του ίδιου τα Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα και Η μετ’ εμποδίων άνοδος του Αρτούρο Ουί, θα ευχόταν κανείς να συνεχίσει προς αυτή την κατεύθυνση μεταγράφοντας και στα ελληνικά την τολμηρή διασκευή από τον Μπρεχτ (Leben Eduards des Zweiten von England, 1924) ενός ακρογωνιαίου λίθου του queer θεάτρου, τον Εδουάρδο Β΄ του Κρίστοφερ Μάρλοου.
Δεν είναι τυχαίο ότι από τα μονόπρακτα της έκδοσης ξεχωρίζει εκείνο που ήδη γνώρισε τα φώτα της σκηνής: στο «Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο», το 1983, ο Λεωνίδας Τριβιζάς υπέδειξε και σκηνικά το κυνικό παζάρι της ηθικής και υπογράμμισε τις μεθόδους εξωνισμού που μετέρχεται το καπιταλιστικό σύστημα. Η περίοδος αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο υπήρξε φάση σαρωτικών αλλαγών σε όλη τη Γερμανία και κατεξοχήν στη Βαυαρία. Μετά την ήττα στον μεγάλο πόλεμο (για την οποία η προπαγανδιστική μηχανή της Γερμανίας είχε αποτύχει να προετοιμάσει το κοινό) και την εκθρόνιση του Κάιζερ, η Γερμανία βίωσε την ανεπιτυχή της επανάσταση, η οποία περιλάμβανε και την εγκαθίδρυση μιας «σοβιετικής πολιτείας» στη Βαυαρία. Όταν η τελευταία κατεστάλη βίαια, η χώρα αντιμετώπισε σειρά κρίσεων κατά τη διάρκεια της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» και η Βαυαρία μετατράπηκε σε δυναμική βάση του ναζιστικού κόμματος. Έτσι, στα πρώτα του συγγραφικά βήματα ο Μπρεχτ βίωσε, αν και έμμεσα, δυο εμπειρίες: τον αγώνα στα χαρακώματα ενός παγκοσμίου πολέμου και τον αγώνα στους δρόμους μιας αποτυχημένης επανάστασης. Οι θυσίες που απαιτούνταν από τη γενιά του στη διάρκεια αυτής της περιόδου επηρέασαν σημαντικά το νεαρό Μπρεχτ, ωθώντας τον στην απόκτηση μιας απο-στασιοποιημένης άποψης για την ανθρωπότητα, τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά, και σε μια σταθερή δυσπιστία για κάθε μορφής ιδεαλισμό. Απέναντι σε αυτό το ταραχώδες σκηνικό και προκειμένου να εκφράσει τις αναδυόμενες κοινωνικές και αισθητικές απόψεις, έγραψε και τα πρώτα τρία «πλήρη» έργα του: Βάαλ (1918-22), Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα (1919), Στη ζούγκλα των πόλεων (1921-24). 
Παρότι με τα συγκεκριμένα μονόπρακτα ο Μπρεχτ επιχειρεί να αναταράξει τις ιδεολογικές μας ψευδαισθήσεις και τα όρια μεταξύ αλήθειας και ψέματος, βρισκόμαστε μακριά από τη διερεύνηση της συγκρότησης του υποκειμένου κατά τη διασταύρωση των κοινωνικοϊστορικών και ψυχολογικών δυνάμεων. Τα μονόπρακτα καθιστούν σαφείς τις αντιφάσεις των χαρακτήρων οι οποίοι παύουν να είναι μονότροπα «καλοί»/«κακοί», ενώ τα γλωσσικά παιχνίδια χρησιμοποιούνται με κοινωνική έμφαση. Από την άλλη αναγνωρίζουμε, εν σπέρματι, ερωτήματα που σχετίζονται με την ατμόσφαιρα που περιβάλλει την (αν)ασφαλή ιδέα του εαυτού μας όταν δέχεται πολλαπλά πλήγματα. Παρότι αυτά τα έργα «ζημιώνουν» τον Μπρεχτ, αν τα αντικρίσουμε ως μεμονωμένα κείμενα, αποκαλύπτουν, συγχρόνως, γνώριμους από τα όψιμα έργα προβληματισμούς του συγγραφέα αλλά και τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται οι μέθοδοι του δραματουργού. Εν τέλει, συμπληρώνουν ως απαραίτητες ψηφίδες ένα μέγιστο καλλιτεχνικό έργο, όπως κάτι ανάλογο αντιλαμβανόμαστε μελετώντας και βλέποντας στη σκηνή τα μονόπρακτα του Τσέχοφ, του Πίντερ, του Λόρκα, του Πιραντέλο. 

Ο Κωνσταντίνος Κυριακός διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών

Δεν υπάρχουν σχόλια: