20/9/20

Ο δικός μας ασθενής κόσμος

ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΗΣ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ, Έξοδα νοσηλείας, μυθιστόρημα, εκδόσεις Ενύπνιο, σελ. 176 

Ήδη από το προηγούμενο βιβλίο του Η ιδιωτική μου αντωνυμία (Κίχλη, 2018), ο Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης έδειξε μέσα από μία γραφή ρεαλιστική όσο και ποιητική, ότι χαράζει τον δικό του ιδιαίτερο δρόμο στη σύγχρονη λογοτεχνία μας. Η Ιδιωτική αντωνυμία, έργο με ιδιοφυή διάρθρωση του περιεχομένου και σαφή θέση όσον αφορά την ιδεολογία του ως δημιουργού, δίνει την πλήρη εικόνα ενός προσωπικού μύθου: το πώς και γιατί ο συγγραφέας επιλέγει να βαδίσει μέσα από τα μονοπάτια της δύσβατης σύγχρονης Ιστορίας, τον καθοριστικό ρόλο του βιώματος και της συλλογικής μνήμης, την σχέση του παρελθόντος με το παρόν. 
Το ανά χείρας βιβλίο, Έξοδα νοσηλείας, επιβεβαιώνει τη θέληση του συγγραφέας για την συνέχιση αυτής της πορείας – ανίχνευση του δικού του κόσμου και σύγκριση με τον υπόλοιπο, λιγότερο ή περισσότερο φθαρτό. 
Δίχως να αποτελεί μια αφηγηματική συνέχεια του προηγούμενου, και μακριά από κάθε απόπειρα διδακτισμού, διακρίνεται επίσης για την πρωτοτυπία και τον πείσμονα αγώνα του συγγραφέα να συνδυάσει την τάχα μη συνειδητή σχέση ανάμεσα στο θυμικό και το βίωμα. Παρατηρητής και συγχρόνως πρωταγωνιστής δύο ιστοριών που εκτυλίσσονται και εξελίσσονται μέσα από τρεις μονολόγους, σκάβοντας βαθιά την ψυχή των ηρώων του, δίνει και την εικόνα του κορμιού τους. 
Ως θεατής «μισθωτός νοσηλευτής», ο συγγραφέας επωμίζεται τον δυσβάσταχτο ρόλο του Φροντιστή: καταγράφει τα πάντα και αντιπαραθέτει την απουσία του Λόγου σ’ ένα ζωντανό κατά τα άλλα σώμα, με την παρουσία μιας ψυχής και ενός συναισθήματος που πάλλει μέσα σ’ ένα ουσιαστικά νεκρό, παράλυτο εξαιτίας της ασθένειας, κορμιού. Ποιο από τα δυο είναι το πιο τυχερό, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης που παρακολουθεί βήμα-βήμα την πορεία υπάρξεων που δεν μπορούμε να αριθμήσουμε· γιατί είναι πολλά τα πρόσωπα που εμφανίζονται, φεύγουν, κρύβονται και ξανάρχονται πάλι σ’ αυτό το βιβλίο. 
«Στις έντεκα ακριβώς είμαι ξανά στο πόστο μου. Σύνολο ύπνου τριάντα δύο λεπτά, όσο διαρκεί η διαδρομή του αστικού από το σπίτι μου μέχρι το νοσοκομείο. Φτάνω την ώρα που η νευρολόγος βγαίνει απ’ τον θάλαμο. […] 
Χτυπάω την πόρτα και χωρίς να περιμένω απάντηση ανοίγω. Ξέρει ότι είναι η ώρα μου. Θα μπω μέσα, θα τον χαιρετήσω. Θα νεύσει με μια ελάχιστη κίνηση του κεφαλιού». 
Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, το κείμενο δοκιμάζει τον αναγνώστη· αν και ο Χατζημωϋσιάδης κατονομάζει τις λογοτεχνικές του καταβολές, όσον αφορά στην πάντα παρούσα ιστορική μνήμη, είναι πολύ δύσκολο να αποφύγεις την ταύτιση αν όχι με το γεγονός, τουλάχιστον με το βίωμα του δημιουργού. Εξάλλου, αν το υλικό που δουλεύει η λογοτεχνία είναι φορτωμένο ιστορία και νόημα[i], πώς να μη δεχθούμε ότι και ο άνθρωπος, ο απλός, χρησιμοποιεί την γλώσσα για να υπάρξει μέσα της; Και πώς, ακόμη κι αν τα Έξοδα νοσηλείας είναι μια αλληγορία αφενός για τη δύναμη της σκέψης ενός ακίνητου σώματος και αφετέρου την ανυπαρξία «λογικού» σε ένα πλάσμα που το συντηρεί η κολοβωμένη μνήμη, να μη τροφοδοτήσουμε με ερωτηματικά, αναπάντητα, τη θέση του συγγραφέα πίσω απ’ όλα όσα διαδραματίζονται μπροστά του; 
«Πήγα και τη βρήκα. Οχτώ η ώρα το πρωί έφυγα απ’ το νοσοκομείο. Εννιά και τέταρτο ήμουνα στο σπίτι της... Κατέβηκε ένας νεαρός στην είσοδο της πολυκατοικίας… Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο και μου άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Να κλείσω την πόρτα όταν τελειώσω μου ζήτησε… ‘Κάποιος συγγενής που ενδιαφέρθηκε; Κάποια υπηρεσία Πρόνοιας;’ επιμένω. Κουνάει αρνητικά το κεφάλι και φεύγει.[..] 
‘Ήρθες;’ μου λέει. ‘Ήρθα’ της λέω. ‘Τι ωραία’ μου λέει. ‘Τι ωραία’ της λέω. Της χαïδεύω τα μαλλιά. Μου χαμογελάει…». 
Το κείμενο αναδιπλώνεται, παραπέμπει σε αναμνήσεις του αφηγητή, συχνά μες στην σαφήνειά του δημιουργεί ερωτηματικά: όχι ως προς την θέση του, αλλά για τον δικό του ρόλο-καθήκον. Δόθηκαν οι απαραίτητες διευκρινίσεις στον ίδιο, σ’ ένα εγώ που υποφέρει και μάχεται; Αυτά τα σημεία της συνειδητής έλλειψης απάντησης και ίσως αντίφασης ανάμεσα στην ανίχνευση της επιθυμίας και στην πρόθεση που γεννά το συναίσθημα, φέρνουν συχνά στον νου ένα Τούνελ [ii] μια άλλη υπόγεια διαδρομή που θα οδηγήσει, λίγο πριν το τέλος του μυθιστορήματος, σε ένα επιπλέον επίπεδο ανάγνωσης, σε ένα άμεσο επίπεδο, το οποίο, ειδικά στην περίπτωση του Παναγιώτη Χατζημωϋσιάδη μπορεί να θεωρηθεί και ως μία «λαθραία παρέμβαση».[iii]
Όμως ας μην παρασύρουμε τον αναγνώστη, στερώντας του την απόλαυση ενός πηγαίου, εξαιρετικού κειμένου. Η ευαισθησία του συγγραφέα είναι τόσο μεγάλη και η οξυδέρκειά του τόσο κεντρική που αυτό το βιβλίο προσφέρει μέσα από την επώδυνη καταβύθιση των ηρώων του, όποιοι κι αν είναι αυτοί, το σχήμα μιας πραγματικότητας που καραδοκεί για να καταβροχθίσει το κακό και συγχρόνως να δώσει την εικόνα της ταύτισης με τον πόνο-χρόνο, (μοιραία, αναμενόμενη αλλά και λυτρωτική), ενός πολύ «ανθρώπινου» πλάσματος. 
«Είναι πλέον δύσκολες για μένα οι μετακινήσεις, ακόμη και στις πιο μικρές αποστάσεις … Και μόλις τώρα αντιλαμβάνομαι τι ακριβώς εννοούσε μια ασθενής μας με προβλήματα αναπηρίας όταν περιχαρής μας ανακοίνωνε ότι θα κάνει την πρωινή της βόλτα με το αμαξίδιο απ’ την κουζίνα του διαμερίσματός της μέχρι το σαλόνι». 

Η Βερονίκη Δαλακούρα είναι ποιήτρια 

[i] Βλ. Christine Glucksmann - Claude Prevost, Λογοτεχνία και Ιδεολογία, Πύλη 1977 [3] σσ. 39-41
[ii] Ernesto Sabato, El Túnel, Biblioteca de Bolsilio, 1985
[iii] Βλ. παραπάνω, Σημ. Ι, σελ. 46

Γιώργος Δρίβας, Aeonium, 2020, πεντακάναλη συγχρονισμένη προβολή, 20’, έγχρωμο με ήχο

Δεν υπάρχουν σχόλια: