ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ
ΖΟΡΖ ΠΕΡΕΚ, Έλις Άιλαντ, μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Ύψιλον, σελ.
93
Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Κ.Γ. Καρυωτάκης
Υπάρχουν ιστορικά γεγονότα τα οποία είναι καταγεγραμμένα στα ιστορικά
αρχεία, αλλά και στην ποίηση και τη λογοτεχνία, που θέτουν διαρκή ερωτήματα για
την εξέλιξη των κοινωνικών φαινομένων. Οι μεταναστευτικές κινήσεις στην Αμερική
το πρώτο μισό του 19ου αιώνα και το κέντρο υποδοχής που λειτούργησε
στη νήσο Έλις της Νέας Υόρκης, μέχρι το κλείσιμό του το 1954, εντάσσονται σε
αυτά τα πολυμιλημένα γεγονότα. Το προσφυγικό και μεταναστευτικό πέρασμα στη
νήσο Έλις, το νησί των δακρύων, τον τόπο δοκιμασίας, αβεβαιότητας και μνήμης
(σ. 41), λειτουργεί, παράλληλα, ως σταθμός για τη ματαίωση των ονείρων
καταδυναστευομένων πληθυσμών για τη γη της επαγγελίας, την Αμερική, καθώς και
για τα ταξικά και κοινωνικά κριτήρια αποκλεισμού, που συνοδεύτηκαν από
σύνθετους μηχανισμούς ελέγχου και χειραγώγησης. Οι πρακτικές αυτές συνεχίζουν
να απασχολούν τη σύγχρονη μεταναστευτική κρίση που εξακολουθητικά διατηρεί τα
ιεραρχικά συστήματα κατάταξης των χωρών και ματαιώνει πολλαπλά το δικαίωμα της
επιβίωσης προσφύγων και μεταναστών.
Το βιβλίο του
Περέκ, που εκδόθηκε μετά θάνατον το 1994, διατηρεί την επικαιρότητά του και
ανοίγει τα περάσματα της μνήμης για να εξεταστεί κριτικά και πολιτικά το τι
συμβαίνει σήμερα. Η εμμονή του συγγραφέα να καταγράφει λεπτομερώς στοιχεία και
ντοκουμέντα συνθέτει και εδώ μια σχεδόν
ποιητική φόρμα. Η φόρμα αυτή αρθρώνεται με αναλυτική παράθεση της διαφορετικής
ονοματοθεσίας του νησιού, των αριθμών κάθε εθνικής προσφυγικής ομάδας, η οποία
πέρασε από το κέντρο υποδοχής, των ονομάτων των προσφύγων, των τριών χιλιάδων
αυτοκτονιών, των λιμανιών αποβίβασης και των είκοσι εννιά κρίσιμων ερωτήσεων
που τους υποβάλλονταν. Από το 1892 μέχρι το 1914 δεκαέξι εκατομμύρια άνθρωποι
πέρασαν από τη νήσο Έλις, καθώς η τελευταία λειτούργησε ως «φάμπρικα κατασκευής
Αμερικανών» (σ.16).
«Πώς να συλλάβεις αυτό που δεν σου δείχνουν, που δεν φωτογραφήθηκε,
αρχειοθετήθηκε, συντηρήθηκε, σκηνοθετήθηκε;». «Πώς να ξαναβρεις αυτό που ήταν
ασήμαντο, κοινότοπο, καθημερινό, αυτό που ήταν κανονικό, αυτό που συνέβαινε
κάθε μέρα;» (σ. 43) Αυτά αναρωτιέται ο συγγραφέας μετά από την εκεί επίσκεψή
του, προσπαθώντας να καταργήσει μια τυπική γραμμική μνήμη, εγγεγραμμένη στην
απλή παράθεση γεγονότων. Το επιτυγχάνει ονοματίζοντας τα πράγματα που έχουν
μείνει πίσω «με τη μεγαλύτερη δυνατόν πεζότητα, με τη μεγαλύτερη δυνατόν
ακρίβεια» (σ.45). «Το θέμα δεν είναι να οικτίρουμε», λέει, ο Περέκ, «αλλά να
καταλάβουμε» (σ. 56), να αντιληφθούμε τι σήμαινε αυτό το μέρος για όσους ήταν
εκεί. Για τον συγγραφέα ο τόπος γίνεται μια μνήμη δυνητική με αυτοβιογραφικά
στοιχεία. Όντας ο ίδιος Εβραίος, ο Περέκ ιδιοποιείται «αυτή τη χωματερή όπου
βαριεστημένοι δημόσιοι υπάλληλοι βάπτιζαν Αμερικανούς με το τσουβάλι» (σ. 60).
Το βιβλίο του θεμελιώνει τελικά το ρίζωμα όλων αυτών των ιστοριών και τις δένει
με το σήμερα.
«Περιπλάνηση και ελπίδα» είναι οι λέξεις που υπάρχει
ανάγκη να συνηχούν στις προσπάθειες των ανθρώπων να διασχίσουν τα σύνορα.
Παράλληλα με την πικρή διαπίστωση όσων έφτασαν στην Αμερική: «οι γαλοπούλες δεν
έπεφταν ψημένες στα πιάτα και οι δρόμοι της Νέας Υόρκης δεν ήταν στρωμένοι με
χρυσάφι… Και τότε καταλάβαιναν ότι γι’ αυτό ακριβώς τους είχαν καλέσει να
έρθουν: για να τους στρώσουν» (σ.74). Η για άλλη μια φορά άριστη μετάφραση του
Κυριακίδη και η έκδοση του βιβλίου, σε αυτή τη χρονική συγκυρία, λειτουργεί ως
μνημονικό αντίβαρο και επισήμανση πως οι πόρτες για τις χώρες της επαγγελίας είναι
ανοιχτές μόνο για τους προνομιούχους.
Δημήτρης Μυταράς, Πέτσινα γάντια, 1975, λάδι σε μουσαμά, 200 x 134 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου