22/3/20

Ο λιμός και ο λοιμός στο Ναύπλιο

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΠΗΚΑΜΕ πενήντα στρατιώτες, μαζί και οι αναγκαίοι γραμματικοί, να παραλάβουμε τα πράγματα των Τούρκων, ενώ οι τακτικοί εμπόδιζαν κάθε άνθρωπο να μπει ή να βγει απ’ την πόλη, κατά τη συμφωνία της παράδοσης. Η συνθήκη έλεγε να παραδώσουν οι Τούρκοι τα όπλα τους, τα πολύτιμα πράγματα και όλα τα κινητά υπάρχοντά τους, εκτός από δύο αλλαξιές ρούχα, ένα στρώμα κι ένα σκέπασμα ο καθένας και γιαυτό έπρεπε να γίνει έρευνα απ’ τους Έλληνες, που όμως θα έδιναν σε κάθε ψυχή ζώσα 300 δράμια ψωμί την ημέρα, έως ότου έρθουν τα πλοία να τους μετακομίσουν στη Ανατολή και ιδίως στη Σμύρνη.
Σαν ήρθαμε στην πόλη, εβρήκαμε τους Τούρκους σε άθλια κατάσταση, από την πείνα. Δεν είχανε αφήσει ζώο κανένα, ούτε πετεινό ούτε γάτα ή ποντικό. Κατά την υγεία τους, μπορούσες να τους διαιρέσεις σε τρεις τάξεις, δηλαδή οι γεροί και δυνατοί, οι άρρωστοι κι αδύναμοι και οι αναίσθητοι. Αυτοί οι τελευταίοι σουρνόντουσαν στη γη και έσκαβαν στα κατώγια των σπιτιών, στις κοπριές και τις άλλες ακαθαρσίες της πόλης, όπου έβρισκαν σκουλήκια μεγάλα και τα έτρωγαν. Είχαν φτάσει σε τέτοια αναισθησία, ώστε όταν τους πλησιάζαμε, γύριζαν και μας κοίταζαν με τα μάτια γλαρά και παραπονεμένα, χασμουργιόντουσαν κι έκαναν να ζητήσουν βοήθεια, αλλά δεν μπορούσαν να μιλήσουν, κι έπειτα κατέβαζαν πάλι τα μάτια και συνέχιζαν να σκάβουν, έβρισκαν τα σκουλήκια, τα άρπαζαν και με μεγάλη ταχύτητα κι επιθυμία τα έχαφταν, και δεν εφρόντιζαν τίποτα άλλο παρά για τη συντήρηση της ζωής τους.
Η άλλη τάξη, οι άρρωστοι κι αδύναμοι, ήτανε λίγο δυνατότερη. Αυτοί μπουσούλαγαν και εννοούσαν κάπως καλύτερα από τους προηγούμενους. Αλλά απ’ την πείνα έτρωγαν τους νεκρούς, ετράβαγαν τα ψαχνά κρέατα με τα δόντια και με πολλή όρεξη και επιμέλεια προσπαθούσαν να χορτάσουν. Όταν τους φωνάζαμε άκουγαν, γύριζαν, μας έβλεπαν, κι έπειτα πάλι άρχιζαν να τρώνε τα κρέατα των νεκρών. Τη νύχτα εκοιμόντουσαν σε κάποια αγκωνή, σε μέρος στεγνό, πέντε έξι μαζί.

Η τρίτη τάξη ήταν υγιής, αλλά οι περισσότεροι έτρωγαν και αυτοί ανθρώπινα κρέατα. Αυτή την υποψία την είχαμε, γιατί είδαμε νεκρούς που τους έλειπε ένα πόδι ή μια πλάτη και γύρω να υπάρχουν μικρά κομματάκια, όπως στα κρεοπωλεία όταν λιανίζουν τα σφαχτά, και τότε εννοήσαμε πως κι αυτοί τρώνε τους πεθαμένους. Μετά μάθαμε ότι κάποιοι Τούρκοι είχαν αιχμαλωτίσει έναν Έλληνα, τον έσφαξαν κρυφά στο ερείπιο του Σάλα και τον έφαγαν. Είπαμε τότε μεταξύ μας, να έχουμε το νου μας και να φυλαγόμαστε και αν κάποιος πυροβολήσει με το πιστόλι να τρέξουν αμέσως οι υπόλοιποι σε βοήθεια. Πήγαμε και στους Πασάδες, να το πουν στους Τούρκους, για να μην έρθει πανικός απ’ τον πυροβολισμό, και να τους κάνουν να πάψουν να τρώνε ανθρώπινα κρέατα, γιατί δεν θα τους δώσουμε πλέον τροφή.

ΕΝΑΣ ΜΠΟΥΛΟΥΚΜΠΑΣΗΣ Αλβανός είχε 150 στρατιώτες Τουρκαλβανούς και Ανατολίτες. Επειδή όλοι ήσανε ξένοι και δεν είχανε οικογένειες, αλλά ήσανε μισθωτοί και βρέθηκαν πολιορκημένοι, είχανε κάνει ένορκη ένωση μεταξύ τους να υποστηρίζει ο ένας τον άλλο. Καθόντουσαν όλοι μαζί σε πέντε σπίτια, δίπλα στα ερείπια του ναού του Αγίου Νικήτα, όπου ανάμεσα στις πέτρες των ερειπίων είχα μια κρύπτη και έκρυβα ό,τι πολύτιμο πράγμα μου άρεσε. Είχα πολλά κρυμμένα, αλλά το καλύτερο ήτανε ένα μαχαίρι αδαμαντοκόλλητο, που το είχα αφαιρέσει από το σπίτι του Αγά-πασα. Αλλά τίποτα δεν ωφελήθηκα απ’ αυτά, γιατί όλα τα έχασα, και ιδού πώς. Το δειλινό της ημέρας που έκρυψα το μαχαίρι, επήγα πάλι να ιδώ την κρυψώνα μου, κι αφού επλησίασα βρίσκω Τούρκους να θάβουν έναν νεκρό. Απομακρύνθηκα αμέσως και περίμενα να γυρίσουν και οι άλλοι στρατιώτες, γιατί ήτανε η ώρα που σχολάγαμε απ’ την απογραφή και μαζεύαμε όλα τα πράγματα των Τούρκων στο διπλανό τζαμί. Αφού πέρασε λίγη ώρα, εγύρισα στην κρυψώνα, αλλά είδα άλλους Τούρκους να έχουν ξεθάψει τον νεκρό, να έχουν σχίσει την κεφαλή του και να έχουν βγάλει τα μυαλά, ενώ ένας κρατούσε στο χέρι του το συκώτι και όλοι μαζί ετοιμαζόντουσαν να διαμελίσουν το πτώμα. Καθώς είδα το φοβερό αυτό θέαμα έχασα το νου μου και αμέσως έτρεξα στο τζαμί, όπου ήσανε οι τροφές και είχαμε ρούμι, και ήπια απ’ αυτό μια μπουκάλα, να συνέλθω από την αηδία και την ταραχή της ψυχής μου. Μετά ήρθαν εκεί οι σύντροφοί μου, και αφού τους διηγήθηκα τα συμβάντα, ο ιατρός Αγαμέμνων Αυγερινός διέταξε τους Τούρκους και αυτοί με τελάλη εκήρυξαν σ’ όλη την πόλη ότι παύουμε να τους δίνουμε τροφή και διαλύεται η συνθήκη και ότι θα τους σκοτώσουν όλους οι Έλληνες, γιατί τρώνε κρέατα ανθρώπινα. Πολύς θόρυβος έγινε τότε και οχλαγωγία, αλλά επιτέλους το πράγμα συμβιβάστηκε, υποσχέθηκαν να μη φάνε πάλι κι όποιος συλληφθεί να τρώει θα φονεύεται, ενώ εδιόρισαν και οι Τούρκοι ανθρώπους να περιφέρονται στην πόλη και να προσέχουν. Την επόμενη μέρα με επισκέφτηκε ο Μπουλούκμπασης Αλβανός και σαν ήρθε η κουβέντα, του είπα πως ο θεός θα τους εγκαταλείψει και θα τους κολάσει τέτοιοι που είναι και μάλιστα γιαυτό τους παιδεύει και τους έφτασε σε τέτοιο χάλι, να τρώνε τους αδελφούς τους.
– Ο θεός να μη σε φέρει ποτέ σε τέτοια θέση, αλλά πάντως γλυκύτερο φαγητό στον κόσμο δεν είναι άλλο απ’ το ανθρώπινο κρέας και μάλιστα τα ψαχνά, άμα τα κάνεις ντολμάδες και τους τυλίξεις με την πέτσα του φύλλου τής φραγκοσυκιάς, μόνο που για να βγει η πέτσα απ’ το φύλλο, πρέπει πρώτα να το βράσεις με νερό θαλασσινό. Τα μυαλά τα ανθρώπινα γίνονται ακόμα γλυκύτερα τηγανητά με βούτυρο κι επειδή δεν υπάρχει βούτυρο, ούτε λάδι, βάζουμε και για το τηγάνισμα λίπος ανθρώπινο. Στην αρχή κι εμείς δεν θέλαμε να πέσουμε σ’ αυτό το απάνθρωπο αμάρτημα, αλλά ύστερα πολύ μας στενοχώρησε η πείνα και αγριέψαμε και δεν συλλογιζόμαστε τίποτα άλλο παρά πώς να βρούμε τροφή για να ζήσουμε.

ΑΡΡΩΣΤΗΣΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΤΥΦΟ που γεννήθηκε μέσα στο Ναύπλιο. Η επιδημία εδώ υπήρξε φοβερότερη απ’ ό,τι στην Τρίπολη, γιατί θέρισε πολλούς Έλληνες που ήρθαν απ’ τον καθαρό αέρα και μπήκαν στην πόλη, όπου πήραν τα φορέματα κι άλλα πράγματα των Τούρκων και απ’ αυτά εμολύνθηκαν.
Η αρρώστια είχε πολλά και παράξενα συμπτώματα και αποτελέσματα. Όποιος κόλλαγε ήταν αδύνατο να ζήσει και αν γλύτωνε έχανε μία από τις αισθήσεις του, ή τη μνήμη ή την ακοή. Όταν ήτανε στην ακμή της, τον άρρωστο τον κυρίευε μανία και η φαντασία του έφτανε πολύ ψηλά. Πολλοί εσηκώθηκαν, άλλοι νύχτα κι άλλοι μέρα, και πήγαν να κολυμπήσουν στη θάλασσα να δροσιστούν, γιατί η εσωτερική φλόγα ήτανε αθεράπευτη, κι εκεί επνίγηκαν. Άλλοι πάλι ενόμιζαν ότι το έδαφος ήτανε η θάλασσα και αφού εγδυνόντουσαν και άφηναν τα ρούχα στο σπίτι, να μη βραχούν, έπεφταν απ’ τα παράθυρα. Όσοι γλύτωναν από το πέσιμο, εγύριζαν στην πόλη γυμνοί και κανείς δεν τους μάζευε. Άλλοι νόμιζαν πως ήσανε ιερείς και γύριζαν μέσα στα σπίτια και ιερουργούσαν. Αρρώστησαν και πολλοί φιλέλληνες Γερμανοί, που ήρθαν να προσφέρουν τον εαυτό τους θυσία στην κλασσική γη των παλαιών Ελλήνων, όπως έγραφαν και τα διαβατήριά τους.
– Θεέ, σώσε την Ελλάδα! Απέρχεται ο δείνα (όνομα, επώνυμο, πατρίδα) στην Ελλάδα, να συναγωνισθή μετά των αδελφών Ελλήνων, ελευθερώνων την πατρίδα του Επαμεινώνδα, του Θεμιστοκλή, του Περικλή και των λοιπών Ελλήνων. Το διαβατήριο υπέγραφαν τα μέλη της φιλελληνικής επιτροπής, υπό το όνομα κομιτέ.
Όλοι αυτοί εχάθηκαν οι δυστυχείς δωρεάν, γιατί δεν είχαν κανένα συγγενή να τους μαζέψει και να τους περιποιηθεί, δεν εγνώριζαν και τη γλώσσα για να εξηγούνται. Κι αν κανείς είχε τα λογικά του και πήγαινε να πάρει νερό να σβήσει τη φωτιά που τον έκαιγε, καμιά βοήθεια δεν έβρισκε, γιατί μόλις τον έβλεπαν έφευγαν οι γεροί, να μη μολυνθούν. Το ίδιο έκαναν και οι συγγενείς των Ελλήνων. Ούτε ιατροί υπήρχαν, ούτε νοσοκομεία, ούτε φάρμακα, και οι χωρικοί εφοβούντο να πλησιάσουν τους αρρώστους, όχι μόνο να μη μολυνθούν αλλά και γιατί ενόμιζαν ότι όποιος πάθαινε την αρρώστια δαιμονιζότανε. Πολύ έβλαψε και η ώρα του έτους και η θέση της πόλης, γιατί ήτανε χειμώνας και η υγρασία μεγάλη.
Εγώ ήμουν άρρωστος για 28 ημέρες, κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο. Στην αρχή με περιποιήθηκε ο Παναγιώτης Χρυσανθόπουλος, που μετά ονομάστηκε Κακλαμάνος, αλλά ύστερα με παράτησε κι έφυγε κρυφά. Μου είχαν καρφώσει τα παράθυρα και την πόρτα του δωματίου, να μην γκρεμιστώ, και υπέφερα πολύ, ελαττώθηκε το μνημονικό και η ακοή μου, αλλά αργότερα τα ανέκτησα πάλι.

[Από το βιβλίο Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη (2003), τώρα στο Εμφύλιο σώμα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου (2014). Το απόσπασμα ενσωματώνει σπαράγματα της αφήγησης του Φωτάκου]

Κοσμάς Ξενάκης, Κριοφόρος, περ. 1954, κόλλα σε χαρτί 
επικολλημένο σε κόντρα πλακέ, 69,5 × 43 εκ..

Δεν υπάρχουν σχόλια: