και η επέτειος των 200 χρόνων της
Ελληνικής Επανάστασης
Κοσμάς Ξενάκης,
Χασάπηδες, 1954, κόλλα σε χαρτί επικολλημένο
|
ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗ
Πώς θα επιστρέφαμε σήμερα, λίγους
μήνες πριν τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, στο έργο του
Γιάνη Κορδάτου, του ιστορικού που ταυτίστηκε σε μεγάλο βαθμό με τη μελέτη της και
που επηρέασε έντονα την πρόσληψή της από ένα ευρύτερο κοινό; Γιατί αναμφίβολα Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως που κυκλοφόρησε τον Μάιο του
1924, ένα βιβλίο πούσκασε σαν αληθινή
μπόμπα ανάμεσα στα λιμνασμένα νερά της Ελληνικής ζωής, όπως έγραψε στον Νουμά ο Κώστας Παρορίτης, αποτέλεσε μια
μείζονα τομή για τη μελέτη του Αγώνα. Κάτι περισσότερο: θα μπορούσε κανείς να
πει ότι αποτέλεσε το ορόσημο για το πέρασμα από τον μακρό 19ο αιώνα της
ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας στον σύντομο 20ό, που σημαδεύθηκε από την
επίδραση του μαρξισμού. Κι αυτό γιατί ήταν το πρώτο βιβλίο που προχωρούσε σε
μια σαφή αναθεώρηση της μελέτης της Επανάστασης προτάσσοντας, με βάση τον
διαλεκτικό υλισμό, τον κοινωνικό έναντι του εθνικού χαρακτήρα της και
αποτιμώντας τους πρωταγωνιστές της με ταξικό πλέον πρόσημο.
Η
έκδοσή της Κοινωνικής σημασίας ήταν
σαν ένα βότσαλο στη λίμνη. Αν η πτώση του προκαλεί έντονες αναταράξεις,
σταδιακά αυτές λιγοστεύουν, ώσπου οι κύκλοι που σταδιακά σχηματίζονται γύρω από
το σημείο που έπεσε να γίνουν ένα με την ήρεμη επιφάνεια του νερού. Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο, με πολύ γρήγορα
εξαντλημένη την πρώτη έκδοση, έγινε αντικείμενο σκληρότατων κριτικών από
ακαδημαϊκούς και εκκλησιαστικούς κύκλους, ενώ ο συγγραφέας του κινδύνευσε να
αφοριστεί. Η απόρριψη προήλθε και από την κομμουνιστική Αριστερά, της οποίας ο
Κορδάτος αποτέλεσε κορυφαίο μεσοπολεμικό στέλεχος, καθώς η ιστοριογραφική του
ανάγνωση θεωρήθηκε εκτός κομματικής γραμμής. Σταδιακά, όμως, με το βιβλίο του
Κορδάτου έγινε ό,τι με τις μεγάλες ιστορικές συνθέσεις: το σημαντικό δεν είναι
αν διαφωνεί ή συμφωνεί κανείς με το σύνολο ή με επιμέρους στοιχεία του, αλλά το
ότι δεν μπορεί να το αγνοήσει: από τα μεσοπολεμικά έργα των Παναγιώτη Πιπινέλη,
Απόστολου Δασκαλάκη και Μιχάλη Σακελλαρίου -συνθέσεις που προσπάθησαν να τον
αντιμετωπίσουν προτάσσοντας νέα ερμηνευτικά σχήματα- στις κατοχικές Μορφές του 1821 του κομμουνιστή Γιώργη
Λαμπρινού, στην εισαγωγή στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη από τον Σπύρο
Ασδραχά, ο διάλογος με το έργο του Κορδάτου ήταν έντονος και καθοριστικός.
Πού
οφείλεται άραγε, σήμερα, αυτή η επιβίωση σχημάτων και ερμηνειών του Γιάνη
Κορδάτου, όχι πλέον τόσο έντονα στην επιστημονική κοινότητα όσο σε ένα ευρύτερο
κοινό; Δεν λέω κάτι καινούργιο, αξίζει να διατρέξει κανείς τις ιστοσελίδες που
αναφέρονται στο ’21 για να το αντιληφθεί. Ορισμένες σύντομες σκέψεις για την
επιβίωσή του και τη χρήση του στο δημόσιο λόγο, αφορμή για μια ευρύτερη
συζήτηση.
Καταρχάς
το έργο του Κορδάτου για την Επανάσταση δεν
περιορίστηκε στην έκδοση του 1924. Αντίθετα, επεκτάθηκε σε μια σειρά από άρθρα
και μονογραφίες, ενώ το ίδιο το βιβλίο επανεκδόθηκε από τον συγγραφέα με
σημαντικές αλλαγές μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το σχήμα του λοιπόν δεν
παρέμεινε εγκλωβισμένο σε μια αυστηρή ταξική ανάλυση, ούτε στις μεσοπολεμικές
κομματικές συγκρούσεις. Αντίθετα, επανανοηματοδοτήθηκε στο πλαίσιο μιας
ευρύτερης σύλληψης, αυτό που ο Φίλιππος Ηλιού ονόμασε, γράφοντας καταρχάς για
τον Γ. Λαμπρινό, ως μια «λαϊκότροπη» εκδοχή της ιστορίας, ένα σχήμα με
πρωταγωνιστή του εθνικού αφηγήματος πλέον την ασαφή έννοια του Λαού, απέναντι
στην οποία υποχωρούσαν οι κομματικές στενές αναλύσεις για το ποιο στάδιο προς
τον σοσιαλισμό αντιπροσώπευε η Επανάσταση. Αυτή η κρίσιμη μεταβολή λειτούργησε
καθοριστικά για την επανεγκόλπωση του Κορδάτου στην Αριστερά, μετά και την
καταλυτική εμπειρία της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Η ιστορική του σκέψη γνώρισε μια μεγάλη διάχυση, μέσα από τα
δίκτυα που συγκρότησε στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 η Αριστερά. Τα δίκτυα αυτά -ένας αστερισμός συλλογικοτήτων από
εκπολιτιστικούς σύλλογους, μορφωτικές εταιρείες, σωματεία- στήριξαν με τη
νόμιμη δράση τους τον ηττημένο κόσμο του Εμφυλίου και αποτέλεσαν προνομιακό
πεδίο διάχυσης του λόγου του «σοφού δασκάλου», με την αυτοπρόσωπη παρουσία του
ή την αρθογραφία του στην Αυγή και
στα κομματικά έντυπα. Ο Κορδάτος στη δεκαετία του ’50 και ώς τον θάνατό του
αναδείχθηκε αναμφίβολα στον σημαντικότερο αριστερό «δημόσιο ιστορικό» της
μεταπολεμικής Ελλάδας, έναν ιστορικό που το έργο του εκτεινόταν από την προϊστορική
αρχαιότητα ώς τα σύγχρονα χρόνια. Και ένα έργο το οποίο, παρά τη μαρξιστική
τοποθέτησή του και την έμφαση στην ταξική ανάλυση, δεν ξένιζε αφηγηματικά ή
μεθοδολογικά. Ακουμπούσε στην ίδια κοίτη της αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας,
στην υιοθέτηση της ορθής τεκμηρίωσης και της ανακάλυψης των αληθινών πηγών,
στοιχεία στα οποία βασίστηκε, μέσα από την εμπειρία του γερμανικού
ιστορικισμού, η ελληνική εθνική ιστορική επιστήμη.
Το σχήμα του Κορδάτου δεν
άνθησε μόνο στον μεταπολεμικό κόσμο, παρέμεινε στον αφρό των ημερών στη
δικτατορία -ας σκεφτούμε τις εκλεκτικές συγγένειες του Γιάννη Σκαρίμπα στο 1821 και η αλήθεια με τον Κορδάτο- και
ξαναγνώρισε μια δεύτερη ζωή στη Μεταπολίτευση. Μια ζωή που συνδέθηκε
αναπόδραστα με τις γενεαλογίες του «προοδευτικού κόσμου», όπως αποτυπώθηκαν
στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Στο δίπολο αντίδραση - πρόοδος, ο Λαός, ο αιώνια προδομένος, βρισκόταν σταθερά στο δεύτερο σκέλος και η Επανάσταση
αναδεικνυόταν στην κρίσιμη χαμένη μάχη. Τα τελευταία χρόνια, στοιχεία αυτού του
εθνικολαϊκού αφηγήματος υιοθετήθηκαν από διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις, εγγράφησαν
σε διαφορετικά ερμηνευτικά πλαίσια, κάποτε πολύ μακριά από τις δηλωμένες προθέσεις του
Κορδάτου.
Εάν ο εορτασμός κάθε
επετείου βασίζεται στην «αποκάλυψη» του νοήματός της, ενός υπερκείμενου
νοήματος, που τίθεται από την εκάστοτε εξουσία, είναι σαφές ότι οι τελετουργίες
για τα 100 και τα 150 χρόνια της Επανάστασης συγκροτήθηκαν στο πλαίσιο της
ανάδειξης του εθνικού χαρακτήρα της. Τόσο ο εορτασμός των 100 χρόνων, το 1930, από
την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, όσο και των 150 από τη χούντα, το 1971, συγκροτήθηκαν
στο πλαίσιο της καταπολέμησης του σχήματος του Κορδάτου ως βαθιά αντεθνικού,
επιδιώκοντας την αλήθεια της δικής τους ερμηνείας. Σήμερα που διαθέτουμε πλέον μια πολύ
πιο τεκμηριωμένη και συνθετική αντίληψη της Επανάστασης του 1821 και το σχήμα
του Κορδάτου μοιάζει τόσο έντονα ιδεολογικά φορτισμένο και «ξεπερασμένο», ίσως
άξιζε να
στραφούμε ξανά στη μελέτη του έργου και της πρόσληψής του, ως ενός βαθέος
υποστρώματος πάνω στο οποίο έρχονται πλέον να πατήσουν πολλά από τα «νέα
νοήματα» που θα δοθούν στην επέτειο.
Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι ιστορικός (ΕΚΠΑ - ΑΣΚΙ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου