22/3/20

Πρόσφυγες στην Επανάσταση

«η λέξις ξένος να λείψη μεταξύ Ελλήνων»[1]

Κοσμάς Ξενάκης, Χασάπης, 1954, τέμπερα σὲ χαρτόνι, 35,5 × 39 εκ.

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΑΘΗ

Οι πόλεμοι, διακρατικοί ή εμφύλιοι, παράγουν πρόσφυγες: αμάχους που προσπαθούν να ξεφύγουν από τις πολλαπλές συνέπειες των συγκρούσεων ή ηττημένους ενόπλους που επιδιώκουν να αποφύγουν τις διώξεις των νικητών. Η επανάσταση του 1821 παρήγαγε μεγάλα κύματα προσφύγων που κατέφυγαν στις επαναστατημένες περιοχές από περιφέρειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις οποίες οι χριστιανοί υπέστησαν διώξεις ως αντίποινα στην Επανάσταση (Κυδωνίες, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη κ.λπ.) ή από περιοχές που πήραν τα όπλα αλλά η εξέγερση κατεστάλη (Κρήτη, Χίος, Κάσος, Ψαρά, περιοχές της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου).
Οι σχέσεις προσφύγων και ντόπιων στις περιοχές υποδοχής ήταν συνήθως συγκρουσιακές, παρά τον κοινό αγώνα που έδιναν εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας. Η επαναστατική διοίκηση έλαβε μέτρα προστασίας των προσφύγων: διέταξε τις τοπικές αρχές να τους παράσχουν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης όταν κατέφταναν στις επαναστατημένες περιοχές, όρισε οι άποροι να τρέφονται από το δημόσιο ταμείο, τους απάλλαξε από την καταβολή φόρων και προσπάθησε να τους βρει τόπους εγκατάστασης. Εντούτοις, οι ντόπιοι συχνά επιδίωξαν να εκμεταλλευτούν τους πρόσφυγες που βρίσκονταν σε αδυναμία. Οι καραβοκύρηδες που τους μετέφεραν στις ελεύθερες περιοχές αποσπούσαν υπέρογκα ποσά ως αποζημίωση για το ταξίδι. Παρά τις εντολές της Διοίκησης και την έλλειψη πόρων των προσφύγων, οι κατά τόπους εντεταλμένοι για τη συλλογή των φόρων δημογέροντες επέμεναν να φορολογούν τους εγκατεστημένους στις περιοχές τους πρόσφυγες και οι ιδιοκτήτες καταλυμάτων χρέωναν υψηλά ενοίκια στους άστεγους πρόσφυγες.

Ωστόσο, δεν ήταν όλοι οι πρόσφυγες σε κατάσταση αδυναμίας. Όσοι προέρχονταν από πολεμικές κοινωνίες και κατέφτασαν στον επαναστατημένο χώρο ένοπλοι είχαν τη δύναμη να επιβάλουν την κυριαρχία τους στις ντόπιες κοινωνίες: οι Σουλιώτες στη δυτική Στερεά Ελλάδα, οι Θεσσαλομακεδόνες κλεφταρματολοί στις Βόρειες Σποράδες, οι Ψαριανοί στην Αίγινα και στις Βόρειες Σποράδες, οι Κρητικοί στις Κυκλάδες και στην Πελοπόννησο, λήστευαν συχνά τους ντόπιους και όχι μόνον για να επιβιώσουν. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν δίσταζαν να φτάσουν στον φόνο. Σώζονται πολλές αναφορές ντόπιων που διαμαρτύρονται στη Διοίκηση για την τυραννία που υφίστανται από τους ενόπλους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν, συχνά με το ζόρι, στις περιοχές τους. Παραθέτω ενδεικτικά ένα απόσπασμα από αναφορά των Ναξιωτών προς την Αντικυβερνητική Επιτροπή (1827): «Παρακαλούμεν πατρικώς την Σεβαστήν ημών Διοίκησιν, καμφθείσα εις τας γοεράς και δικαίας φωνάς μας να μας απαλλάξη, οις τρόποις οίδεν η Διοίκησις, όσον τάχιστα απ’ αυτήν την ατίθασον τυραννίαν [εννοείται των Κρητικών], η οποία ζητεί να μας καταπίη ως άλλος ιοβόλος [= δηλητηριώδης] κροκόδειλος, ή ας στείλη πλοία να μας σηκώση απ’ εκείθεν και να μας μετοικήση εις άλλον ήσυχον μέρος και ασφαλές ή, αν μας ωργίσθη, ας στείλη τα κατά του Κιουταχή στρατεύματά της να μας θανατώση δια μιας δια να μη ζώμεν τοιούτον απάνθρωπον και τυραννικόν βίον αβίωτον».[2]
Οι Σουλιώτες, οι Θεσσαλομακεδόνες και πολλοί από τους Κρητικούς πρόσφυγες ήταν ένοπλοι που προέρχονταν από ορεινές πολεμικές κοινότητες και από τα σώματα των κλεφταρματολών. Η κουλτούρα και οι κοινωνικές πρακτικές τους χαρακτηρίζονταν από έντονα στοιχεία βίας και αυθαίρετης ιδιοποίησης προϊόντων. Οι συμπεριφορές αυτές επιτάθηκαν στην περίοδο της Επανάστασης, λόγω της προϊούσας έλλειψης πόρων και της ανάγκης επιβίωσης, της ανυπαρξίας δεσμών με τους τόπους που περνούσαν ή εγκαταστάθηκαν και της γενικότερης αναστάτωσης και όξυνσης της βίας στις συνθήκες του πολέμου. Συνεπώς, οι σχέσεις ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους ντόπιους εξαρτώνται εν πολλοίς από τον μεταξύ τους συσχετισμό ισχύος, καθώς μάλιστα οι επαναστατικές αρχές δεν έχουν την ισχύ και την οργάνωση να επιβάλουν τον νόμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, για να επιβάλει την τάξη, η Διοίκηση δεν έχει παρά δυνάμεις ίδιου τύπου: όπως γράφει ο Ιωάννης Κωλέττης προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού (23/8/1823), οι Μακεδόνες στις Βόρειες Σποράδες «πρέπει να πολιορκηθούν από πλοία Ψαριανά, και να πιασθούν και να παιδευθούν αναλόγως. Τα Ψαριανά πλοία, όταν λάβουν την άδειαν να τους κάμουν λάφυρα, με όλην τους την προθυμίαν και τους πολιορκούν και τους πιάνουν και τους βάζουν να αιστανθούν ότι το έθνος μας έχει Διοίκησιν».[3] Η αυθαιρεσία των Μακεδόνων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνον με την υπόσχεση λαφυραγωγίας στους Ψαριανούς. Ωστόσο, σημασία έχει ότι στον λόγο τόσο της Διοίκησης όσο και των καταπιεζόμενων οι αυθαίρετες και βίαιες πρακτικές των ισχυρών των όπλων εξομοιώνονται με το τυραννικό οθωμανικό καθεστώς και για την επιβολή της τάξης γίνεται επίκληση στην ισχύ του νόμου και όχι στη βούληση του ηγεμόνα. Παρά τις δυσκολίες εφαρμογής της τάξης, η υιοθέτηση του νεωτερικού λεξιλογίου υποδεικνύει τα νέα ιδεώδη του κράτους δικαίου.
Με το πέρασμα του χρόνου οι περισσότερες αντιπαραθέσεις μεταξύ ντόπιων και προσφύγων καταλάγιασαν. Η κυριότερη, ωστόσο, αντιπαράθεση, που διατηρήθηκε και πολύ μετά την Επανάσταση, αφορούσε τους τόπους εγκατάστασης των προσφύγων και τον προσδοκώμενο έλεγχο των εθνικών γαιών. Ενώ οι ντόπιοι περίμεναν ότι θα ιδιοποιούνταν τις γαίες των μουσουλμάνων της περιοχής τους, νέοι και ισχυροί ανταγωνιστές φάνηκαν στο προσκήνιο. Οι πρώτοι στήριζαν τις διεκδικήσεις τους κυρίως στην εντοπιότητα, ενώ οι πρόσφυγες στη συνεισφορά τους στον αγώνα και στις διώξεις που είχαν υποστεί από τους Οθωμανούς. Οι αντιπαραθέσεις αυτές αποτέλεσαν έναν από τους λόγους που καθυστέρησε, κάποτε και δεκαετίες, ο συνοικισμός των προσφύγων και ενίοτε οδήγησε σε αιματηρά επεισόδια.
Η μεγάλη τομή της Επανάστασης ως προς τους πρόσφυγες αφορά τη νέα θεώρηση της υποχρέωσης της εθνικής κοινότητας να μεριμνήσει για την περίθαλψη και αποκατάσταση των ξεριζωμένων από τους τόπους τους και ανέστιων μελών της, ανεξαρτήτως ταξικών ή άλλων προσδιορισμών ισχύος του καθενός. Οι προνεωτερικές κοινωνίες ήταν ιεραρχημένες σε θεσμοθετημένες τάξεις με διαφορετικά προνόμια και υποχρεώσεις και, συνακόλουθα, διαφορετική αντιμετώπιση της κάθε τάξης από τις κρατικές αρχές. Για παράδειγμα, στον μεγάλο Κρητικό πόλεμο (1645-1669) οι Κρήτες πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Βενετία και τα Επτάνησα εντάχθηκαν στην ίδια θεσμοθετημένη κοινωνική τάξη που ήταν και στην Κρήτη. Οι ευγενείς έγιναν ξανά ευγενείς και οι αστοί εντάχθηκαν σε συντεχνίες. Τους δόθηκαν ενισχύσεις και τους παραχωρήθηκαν εισοδήματα ανάλογα με την τάξη τους. Οι φτωχοί, οι αγρότες και οι εργάτες πήραν ελάχιστα ή και τίποτα. Συνεπώς, κριτήριο για την αποκατάσταση των προσφύγων ήταν το προηγούμενο κοινωνικό καθεστώς τους, όχι οι ανάγκες τους.
Αντίθετα, στην επανάσταση του 1821 κριτήριο αποκατάστασης των προσφύγων είναι το ομοεθνές. Οι επαναστατικές και αργότερα οι κρατικές αρχές θεωρούν χρέος τους να συνδράμουν όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες πρόσφυγες. Αντίστροφα, οι πρόσφυγες διεκδίκησαν αποκατάσταση επειδή ήταν ομοεθνείς, υπέφεραν από τους Τούρκους και συμμετείχαν στην Επανάσταση. Είναι ενδεικτική η αιτιολόγηση του αιτήματος των Σουλιωτών για παραχώρηση γης για εγκατάσταση το 1825: «δεν ζητούμεν ικανοποίησιν των θυσιών μας, επειδή όλα τούτα νομίζομεν ως χρέη απαραίτητα προς την πατρίδα, αλλ’ ούτε το έθνος έχει τα μέσα την σήμερον προς ικανοποίησιν των υπέρ πατρίδος αγωνιζομένων· το οποίον δε ζητούμεν είναι γη, της οποίας το έδαφος καταβρέχομεν με το αίμα».[4]
Αυτή η αλλαγή αποτελεί ένα κλειδί κατανόησης της κατίσχυσης της εθνικής ιδεολογίας και της βαθμιαίας μετατροπής των Ρωμιών σε Έλληνες. Το νέο εθνικό κράτος αντιμετωπίζει τα μέλη του ισότιμα και είναι υποχρεωμένο να τους παρέχει στήριξη και πρόνοια. Η εθνική ταυτότητα έτσι αποκτά βαθμιαία υπεροχή έναντι της ταξικής, της θρησκευτικής και της τοπικής ταυτότητας. Όμως, η εμπέδωση της εθνικής ταυτότητας δεν επιβλήθηκε μόνον «από τα πάνω», μέσω των κρατικών θεσμών (εκπαίδευσης, στρατού κ.λπ.), αλλά επίσης διαμορφώθηκε μέσα από διεκδικήσεις των λιγότερο ισχυρών κοινωνικών ομάδων και αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών και στρωμάτων.
Εάν το 1821 η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες εδράστηκε στην αναδυόμενη εθνική ταυτότητα, σήμερα η άρνηση κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παράσχουν υποστήριξη στις ευρωπαϊκές χώρες που κατακλύζονται από κύματα προσφύγων εδράζεται στην αδυναμία εμπέδωσης μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας. Γενικότερα, η προϊούσα διαδικασία διεθνοποίησης ή/και παγκοσμιοποίησης αφορά πρωτίστως τον οικονομικό τομέα και δη τη διακίνηση κεφαλαίων, και ελάχιστα έως καθόλου τη διαμόρφωση μιας κουλτούρας αλληλεγγύης μεταξύ των λαών και πρωτοκαθεδρίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έναντι των ιδιαίτερων εθνικών συμφερόντων.

Ο Παναγιώτης Στάθης είναι ιστορικός


[1] Βλ. απόφαση της συνέλευσης Σαλώνων (Απρίλιος 1824), στο Νικόλαος Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, Β', Αθήνα 1852, σ. 54.
[2] Ζαφείρης Βάος, Κρήτες αγωνιστές ιδρυτές του Αδάμαντα Μήλου, Αθήνα 1993, σ. 146.
[3] Απόστολος Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και Προσφυγικόν Ζήτημα κατά την Επανάστασιν του 1821, Θεσσαλονίκη 1939, σ. 30.
[4] Διονύσης Μιτάκης, «Εποίκηση Ηπειρωτών στην Αιτωλία», Ναυπακτιακά, 4 (1988-1989), σ. 89.

Δεν υπάρχουν σχόλια: