19/1/20

Η συνέχεια του Μπολιβάρ

Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον μακρυγιαννισμό (ΣΤ΄)

Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Χωρίς Τίτλο, 2016, λάδι σε καμβά, 100 x 80 εκ.


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Ο Μπολιβάρ δεν τελειώνει το 1943, δεν είναι ένα κλειστό ποίημα, μιας ορισμένης στιγμής η οποία απαιτεί επικό ύφος και επικαιρικά σύμβολα – γιατί και τέτοια ποιήματα έχει γράψει ο Εγγονόπουλος. Όπως εκείνο το “Ένα οργισμένο ποίημα Κατοχής”, που το περιλαμβάνει, πολύ αργότερα, στην τελευταία συλλογή του, Στην κοιλάδα με τους ροδώνες (1978), φωτίζοντας έτσι και όλη τη διαδρομή, τόσο του ιδίου όσο και των αναγνώσεων του έργου του και των διακυβευμάτων που υπάρχουν σε αυτό (με μια πίκρα, όπως θα δείξω, κυρίως για τις εξ αριστερών αναγνώσεις).

Η εκτέλεση ενός κομμουνιστή
και η “πολιτική επιστράτευση” του 1943
Το ποίημα αυτό του Εγγονόπουλου έχει ως ήρωα τον Μήτσο Αστερίου, στέλεχος του ΚΚΕ που εκτελέστηκε μαζί με άλλους στην Θεσσαλονίκη, την 1η Μαρτίου 1943: “Για δέστε πώς μας έτεινε τα ματωμένα χέρια,/ Στα ξεσκισμένα στήθεια του απάνω να μας σφίξει.// Στον τοίχο που τον έσουρναν, τυφλό να τον σκοτώσουν”. Πρόκειται για ένα ποίημα που πρέπει να θεωρήσουμε ότι γράφεται λίγο μετά τον Μπολιβάρ (1942-’43), και μάλιστα κάποιο χρόνο μετά την εκτέλεση του Αστερίου, αφού θα μεσολάβησε ο χρόνος που χρειάστηκε ώστε το γεγονός να περάσει στον παράνομο Τύπο και να φθάσει η σχετική πηγή πληροφόρησης στα χέρια του Εγγονόπουλου, ο οποίος έτσι γνωρίζει λεπτομέρειες (“τον τύφλωσαν σε βασανιστήρια”, όπως επισημαίνει), καθώς και βιογραφικά στοιχεία του εκτελεσμένου κομμουνιστή: “Αλλ’ όμως τώρα τραγουδώ το Μήτσο Αστερίου,/ Που είταν αϊτός της Ρούμελης, πύργος στην Αταλάντη” (ήταν από τον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας).[1]
Τις ίδιες εκείνες μέρες, στις 5 Μαρτίου 1943, γίνεται η μεγαλειώδης συγκέντρωση στην Αθήνα, κατά της “πολιτικής επιστράτευσης”, δηλαδή κατά της μεταφοράς εργατικού δυναμικού στα γερμανικά εργοστάσια, κυρίως εργοστάσια όπλων και πυρομαχικών: “Εργάτες ρίχτε τα σφυριά, ρίχτε τα εργαλεία,/ Και με τα χέρια λεύτερα μουντζώστε τους φασίστες”. Και συνεχίζει το ποίημα: “Και τώρα σφίχτε τις γροθιές, ψηλά σηκώσετέ τες,/ Όλοι μαζύ να ψάλλουμε της Εργατιάς τη Νίκη”.

Ο Εγγονόπουλος σημειώνει για το ποίημα: “Κάποτε, στην Κατοχή, δέχτηκα αναπάντεχα την επίσκεψη ενός φίλου μου, όπως έλεγε, αλλά προ πάντων φίλου του ‘σοσιαλιστικού ρεαλισμού’. Μου ζήτησε ποιήματα ‘επίκαιρα, όχι ακαταλαβίστικα (;), που να θυμίζουν και δημοτικό τραγούδι’. Οι καιροί είσανε κατάλληλοι, τα θέματα καυτά, η βαρβαρότητα των Γερμανών η γνωστή, τα βάσανα του Ελληνικού λαού αφόρητα, η λύσσα και η αγανάκτηση βράζανε μέσα μας. Δεν μου ήτανε δύσκολο, κάθε άλλο, να εκτελέσω την παραγγελία. Σε λίγες μέρες σκάρωσα αρκετά ποιήματα, που δεν τα αποκηρύχνω, αν ποτέ τυχόν βρεθούν. Τα παρέδωσα.
Ας κρατήσουμε την επαφή του Εγγονόπουλου με τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ, καθώς και τη συνεπή ανταπόκρισή του στην “παραγγελία”. Ας κρατήσουμε και τις “προδιαγραφές” των ποιημάτων που ζήτησε ο κομματικός “φίλος”, που δείχνουν ότι είχε διαβάσει τον Μπολιβάρ (και δεν ήθελε κάτι ανάλογο). Ας κρατήσουμε το γεγονός ότι Εγγονόπουλος δεν δίστασε να θέσει την ποιητική του δυνατότητα στην υπηρεσία της αντίστασης.
“Έκτοτε, κι ύστερα από τόσα χρόνια, δεν άκουσα πια τίποτα ούτε για τον ‘φίλο’ ούτε για τα ποιήματα. Μια μέρα, όλως τυχαία, ανακάλυψα πίσω από ένα άσχετο γραμμένο χαρτί (το χαρτί στην κατοχή είτανε σπανιότατο και πολύτιμο) ένα από αυτά τα ποιήματα. Το βάζω εδώ”.
Εδώ, ας κρατήσουμε την πίκρα του Εγγονόπουλου, για τη μη δημοσίευση των ποιημάτων, προφανώς γιατί οι “πολιτικοί υπεύθυνοι” δεν τα θεώρησαν δεόντως “κατανοητά”. Ας κρατήσουμε και την πίκρα για την εξαφάνιση του “φίλου”, και τη διακοπή της “επαφής” του. Ας κρατήσουμε όμως και το γεγονός ότι μέχρι το τέλος της ζωής του δεν “μετανόησε”, αφού, το ένα από τα ποιήματα που σώθηκε, δεν δίστασε να το περιλάβει στο σώμα του έργου του. Πάντως, αυτά τα ποιήματα, ενώ θεματολογικά αποτελούν συνέχεια του Μπολιβάρ, είναι προφανές ότι βρίσκονται έξω από το αισθητικό πλαίσιο της ποίησης του Εγγονόπουλου.

Η “λευκή τρομοκρατία”
Όμως ο Μπολιβάρ συνεχίζεται, αισθητικά και εν ταυτώ θεματολογικά, αλλά ακόμα και αφηγηματικά, σε επόμενα ποιήματα του Εγγονόπουλου, όπως για παράδειγμα στο ποίημα “Πικασσό”, το οποίο δημοσιεύεται το καλοκαίρι του 1945 (περιοδικό Τετράδιο 2), δηλαδή εν μέσω της περιόδου της “λευκής τρομοκρατίας” (μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας), με τον ταυρομάχο του κύκλου τραγουδιών του “Αντόνιο Βάργκας Χερέδια”, από τον οποίο είναι επηρεασμένη η “επωδός” του Μπολιβάρ, όπως σημειώνει ο ίδιος ο Εγγονόπουλος, να βρίσκεται στην Ελασσόνα, όντας, ως τυπικός μακρυγιαννικός χαρακτήρας, με την πλευρά των νικητών. Ιδού οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος “Πικασσό”: “ο ταυρομάχος τώρα πλέον ζει στην Ελασσόνα/ εις τη λιθόστρωτη πλατεία κάτω απ’ τα πλατάνια”. Αλλά αυτό το σημείο θα απαιτούσε μια ολόκληρη ανακοίνωση, οπότε το αφήνω για άλλη ευκαιρία.
Τι άλλο συμβαίνει όμως στην Ελασσόνα (και σε όλη την ελληνική επαρχία) το 1945, και το φωτίζει ο Εγγονόπουλος στο ποίημα “Πικασσό”, και μάλιστα σε υψηλούς δραματικούς τόνους; Έχουμε τη σπαρακτική εικόνα των διωκόμενων αριστερών, που μαζεύονται κρυφά τα βράδια σ’ ένα σπίτι, “ένας ένας γλυστράνε στο σοκάκι/ σιωπηλά ως πέφτει η νύχτα και βοηθά τους/ απαρατήρητοι να συναχτούν κι αυτοί σαν/ τα πουλιά/ εκεί που θέλουν/ και δάκρυα βαρειά κυλούν από τα δόλια τους τα μάτια”, ενώ η μητέρα του σπιτιού ζητεί ν’ αναχαιτίση τους φασίστες”, και “ποθεί ν’ αναχαιτίση τους φονιάδες”.
Έχουμε τους στίχους, “όμως μεσ’ στα χωράφια της Αβίλας δες σαλέψαν/ ύποπτες σκιές μ’ αυτόματα στην αμασκάλη”, που μας πάνε πάλι στον ισπανικό εμφύλιο, ίσως και στον Λόρκα.
Έχουμε τον στίχο “και τα φασιστικά καθάρματα πολυβολούσανε τα πλήθη”, που μας πηγαίνει στην εναρκτήρια “σκηνή” του Δεκέμβρη του 1944.
Έχουμε ακόμα και τον τόπο όπου διαδραματίζεται το εν λόγω ποίημα, δηλαδή ο νομός Λάρισας,[2] και συγκεκριμένα η κωμόπολη Ελασσόνα, με τις Ελασίτικες συνηχήσεις.
Έχουμε όμως και τις χορεύουσες “γύφτισσες” αυτού του ποιήματος, που μας πάνε σε ένα άλλο ποίημα της ίδιας εποχής, το “Ανδανιεύς”, και δι’ αυτού στον Κολοκοτρώνη, ποίημα που, όπως και το “Πικασσό”, θα περιληφθεί στη συλλογή του Εγγονόπουλου, που φέρει τον δηλωτικό τίτλο Η επιστροφή των πουλιών (1946).
Επίσης, από τα κείμενα του Εγγονόπουλου της ίδιας εποχής, δεν λείπουν οι αναφορές στον Σεφέρη και τους συν αυτώ, ίσως γιατί η “τύχη” το έφερε, στο ίδιο αυτό περιοδικό, αλλά στο προηγούμενο τεύχος του, που εκδίδεται λίγους μήνες νωρίτερα (Τετράδιο, τεύχος 1, άνοιξη 1945), να έχει δημοσιευθεί η διάλεξη του Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη, μαζί με τέσσερα αποσπάσματα των Απομνημονευμάτων του “στρατηγού”. Κι εδώ όμως ανοίγει μια άλλη, μεγάλη συζήτηση.


Εν μέσω όλων αυτών, αριστεροί καλλιτέχνες και διανοούμενοι αρχίζουν να διεκδικούν τον Μακρυγιάννη, υιοθετώντας όμως την αισθητική του Σεφέρη αλλά και το σύμβολο της εθνικής αφήγησής του. Έτσι, το 1946 ο Θίασος Ενωμένων Καλλιτεχνών, το “Εθνικό θέατρο του ΕΑΜ” όπως χαρακτηρίζεται, ανεβάζει το θεατρικό έργο “Μακρυγιάννης”, του διευθυντή των Ελεύθερων Γραμμάτων[3] Δημήτρη Φωτιάδη. Ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει ότι επιδίωξε “να γράψει έναν ύµνο στη λεβεντιά και να ξαναγυρίσει το θέατρό μας στις εθνικές λαϊκές πηγές”. Ο Μακρυγιάννης περιγράφεται απολύτως εξιδανικευμένα, και μέσω αυτού, συνδέεται η επανάσταση του 1821 με τον αγώνα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.[4]
Θα ακολουθήσουν και άλλα επεισόδια αυτής της υπαγωγής της αριστερής σκέψης και αισθητικής στον μακρυγιαννισμό, τόσο κατά τη μεταπολεμική περίοδο όσο και στη Μεταπολίτευση, όπου το θεατρικό “Mακρυγιάνης” του Δημήτρη Φωτιάδη παίζεται συνεχώς από το 1974, και μάλιστα το 1975 ανεβαίνει πανηγυρικά στο γήπεδο του ΠΑΟ... Αυτή η διεκδίκηση του Μακρυγιάννη δεν ευοδώθηκε, δηλαδή η αριστερή σκέψη, ως ήταν φυσικό, δεν κατάφερε να φτιάξει μια άλλη εθνική αφήγηση δι’ ενός τέτοιου συμβόλου, και έτσι, χωρίς να το αντιληφθεί, συνέβαλε στην κυριάρχηση της μακρυγιαννικής εθνικής αφήγησης του Σεφέρη (η οποία, αλλιώς, δεν θα μπορούσε να κυριαρχήσει). Με αποτέλεσμα, νέες ιδεολογικές και, κυρίως, αισθητικές ακυρώσεις της αριστεράς.
Άλλωστε, το “απολογιστικό σημείωμα” που συνοδεύει το ποίημα “Ένα οργισμένο ποίημα της κατοχής”, και τα δημοσιεύει και τα δύο ο Εγγονόπουλος λίγα χρόνια πριν το τέλος της ζωής του, το 1978, στην αριστερά αναφέρεται: “Έκτοτε, κι ύστερα από τόσα χρόνια, δεν άκουσα πια τίποτα ούτε για τον ‘φίλο’ ούτε για τα ποιήματα”.
Εδώ, αγαπητοί αναγνώστες, θα σταματήσω αυτή τη σειρά κειμένων, ευχαριστώντας σας για το ενδιαφέρον αλλά και για την ανοχή σας. Όντως οι έξι συνέχειες δεν συνηθίζονται σε μια εφημερίδα, όταν όμως αφορούν το σημαντικότερο ανοικτό λογοτεχνικό/φιλολογικό θέμα  σήμερα, δηλαδή την ποίηση του Εγγονόπουλου και τον Μπολιβάρ του, με τόσα, επίσης σημαντικά, ιδεολογικά παρεπόμενα, νομίζω ότι άξιζε τον κόπο. Έχω βέβαια πολλά ακόμη να πω επί του θέματος, οπότε, όλα μαζί, μάλλον θα πρέπει να βρουν τη θέση τους σε μια αυτοτελή έκδοση.


[1] Εδώ, ο παραλληλισμός με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο είναι προφανής.
[2] Μία από τις άπειρες πολυσημίες του Μπολιβάρ, όπως και κάθε μεγάλου ποιήματος, όπως σημείωνα την προηγούμενη Κυριακή.
[3] Δηλαδή του περιοδικού της αριστεράς, όπου o Εγγονόπουλος ίσως να περίμενε να δημοσιευθούν τα αντιστασιακά ποιήματά του, έστω και καθυστερημένα.
[4] Βλ. τη διδακτορική διατριβή της Γλυκερίας Κουκουρίκου, Ελληνικό θέατρο και Ιστορία. Από την Κατοχή στον Εμφύλιο (1949-1950), ΑΠΘ 2001.

Δεν υπάρχουν σχόλια: