Δημήτρης Ιωάννου, Back in the days when I was a teenager, Before I had status and before I had a pager (λεπτομέρεια), 2019, μπούνκερ μοντελισμού 1/35, ξύλινη εταζέρα, 125 x 30 x 60 εκ. |
ΤΟΥ
ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΚΩΣΤΑΣ
ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ, Αποθήκη
καταλοίπων ηδονής, Εκδόσεις
Μελάνι, σελ. 60
Στα
περισσότερα ποιήματα της συλλογής
επιχειρείται μία σκηνοθετική -κατά
κάποιο τρόπο διαγνωστική- προσέγγιση-αποτύπωση
διαφορετικών εσωτερικών τοπίων, με
πρωταγωνιστές διαφορετικά, κάθε φορά,
ζωτικά όργανα, σε ένα περιβάλλον
δημιουργημένο από ποικίλες, παθογενείς
στη πλειονότητά τους, καταστάσεις.
Όργανα που είναι σαν να λιμνάζουν μέσα
στο σώμα, που μοιάζουν με μισοβυθισμένα
ή επιπλέοντα ναυάγια, διαπερασμένα από
διακριτικά τρυφερές ριπές αγάπης, μιας
νηφάλιας, κατασταλαγμένης λύπης και,
κυρίως, από τις μνήμες της αλλοτινής
συμβολής τους στην εκκόλαψη και στη
βίωση κάθε είδους ηδονής, της οποίας
τώρα δεν είναι παρά θλιβερά κατάλοιπα.
Γι’ αυτό και τα περισσότερα ποιήματα
της συλλογής αποτελούν απόρροια μιας
εκ του σύνεγγυς παρακολούθησης και, όσο
το επιτρέπουν οι περιστάσεις, κρυπτικής
καταγραφής φάσεων της πορείας του
ανθρώπινου σώματος, όχι ακριβώς ευθέως
προς το τέλος, αλλά προς την προοιωνιζόμενη
το τέλος φθορά, έτσι όπως εκδηλώνεται
με τη σταδιακή προσβολή των επιμέρους
οργάνων.
Ο
ποιητής, στην καρδιά όχι μιας αλλά πολλών
επώδυνων διαδικασιών, όσο το αίμα
αποστάζεται με μηχανική βοήθεια κι
αυτός αισθάνεται «σταγόνα σταγόνα να
διυλίζεται ο τρόμος», σαν βυθισμένος,
ανυπεράσπιστος, παραδομένος στους
μηχανισμούς της θεραπείας, παρακολουθεί
την αγωνιώδη προσπάθεια της ίδιας της
ζωής να κρατηθεί στα πόδια της, εξαντλώντας
όλες τις υπάρχουσες αλλά και τις άνωθεν
προσδοκώμενες δυνατότητες επιβίωσης.
Τίτλοι όπως: «Διάγνωση», «Σπινθηρογράφημα
άνω, κάτω κοιλίας», «Έγχυση αδενοσίνης»,
«Χάσμα του παρασυμπαθητικού αδένος»,
«Κολπική μαρμαρυγή», «Κάταγμα ισχίου»,
«Νεφρική ανεπάρκεια», «Σιωπηλή ισχαιμία»,
«Αλτσχάιμερ», «Σκλήρυνση κατά πλάκας»,
«Επιληψία» και άλλοι, κάνουν τα επιμέρους
ποιήματα να λειτουργούν σαν εκφάνσεις
ποικίλων συμπτωμάτων ενός ενιαίου
νοσήματος που, εντέλει, δεν είναι άλλο
από την ίδια τη ζωή.
Η
αυτεξουσιότητα, εξάλλου, των οργάνων
του σώματος δεν αναιρεί την αδήριτη
ανάγκη τους να συνυπάρξουν και, με αγαστή
συνεργασία, να συμβάλουν κατ’ ισομοιρία,
στη διατήρηση του σώματος που ενοικούν,
έστω κι αν αυτό γίνεται κάποια στιγμή
«αποθήκη καταλοίπων ηδονής». Έτσι, το
παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα
διανέμεται στα διάφορα όργανα και
ρυθμίζει τις λειτουργίες τους, ασκώντας
στο καθένα διαφορετική επίδραση∙ η
βαρβιτουρική παλίρροια βοηθάει στις
προσωρινές αποδράσεις, ενώ αξίζει να
μνημονευθεί με ιδιαίτερη έμφαση ο
εντελώς διαφορετικός τρόπος με τον
οποίο προσεγγίζονται, αντιμετωπίζονται
και ερμηνεύονται τέτοιου είδους
καταστάσεις από τον γιατρό και από τον
ποιητή∙ πόσο διαφορετική είναι λ.χ. η
«εκμετάλλευση» των αναπνευστικών
διεργασιών και ήχων από τον έναν και
από τον άλλο, πόσο διαφορετικά προσεγγίζει
και ερμηνεύει ο καθένας την έννοια και
το γεγονός του θανάτου. «Ο ποιητής
μυρίζει μαύρο», ενώ «ο γιατρός μυρίζει
μαύρο του λευκού»∙ ο γιατρός κρατάει
το νυστέρι σαν μολύβι, ενώ ο ποιητής
κρατάει το μολύβι σαν νυστέρι.
Το
ανθρώπινο σώμα είναι η κατοικημένη
πατρίδα του καθενός∙ έχει την πανίδα
και τη χλωρίδα του. Σε όλη του την έκταση
διασχίζεται από το πολυτιμότερο αγαθό
του, που είναι το αίμα∙ το ανακυκλούμενο
αυτό ποτάμι που δεν εκβάλλει παρά στον
εαυτό του, που δεν είναι παρά μια
ματαιότητα κινούμενης ακινησίας∙
περιβάλλει προστατευτικά όλους τους
ενοίκους του σώματος και μοναδικό του
σύνδρομο του είναι η ίδια η ζωή, ενώ το
κόκκινο χρώμα του κάποτε μετατρέπεται
σε λευκό των κύκνων. Κάποια στιγμή ο
ρυθμός του αλλοιώνεται και η ορμή του
καταλαγιάζει∙ το μολύνουν οι αρρώστιες,
γνωστές ή άγνωστες, ανώνυμες, χωρίς
τίτλο, σαν τα πουλιά που, όταν τ’ αφήνουμε
ελεύθερα για να πετάξουν, αυτά επιστρέφουν
και καρφώνονται στο σώμα μας.
Αρρώστιες
διαγνωσμένες ή αδιάγνωστες, που εντέχνως
ανάγονται, αυτές μόνες ή συνοδευόμενες
από τα συμπτώματά τους, σε σύμβολα ή
σχήματα αλληγορίας, προκειμένου να
εξυπηρετηθεί το κυρίαρχο αίτημα
κατάδειξης του μηχανισμού της φθοράς.
Συνωμοτούν και υποσκάπτουν το ανίδεο
σώμα, προσβάλλοντας πρώτα, επιλεκτικά,
τους ενοίκους του, τα όργανα, μετατρέποντάς
τα από εστίες ηδονής σε κατάλοιπά της,
υποκαθιστώντας την με τη σχεδόν ομόηχή
της οδύνη, ώσπου στο τέλος το αναγκάζουν
–το σώμα– να υποκύπτει στις επιστημονικά
χαρακτηριζόμενες εκδοχές της φθοράς
και, εντέλει, του αφανισμού του∙ του
αφανισμού όχι της ζωής γενικά αλλά μιας
παροδικά απ’ αυτήν εποικισμένης έκτασής
της.
Το
σώμα και, βέβαια, ο απών και όμως παντού
και πάντα παρών θάνατος, που, κοιμισμένος,
αίφνης αφυπνίζεται από τις οιμωγές των
πασχόντων οργάνων∙ η σκέψη μπορεί και
τον ατενίζει, με εναλλασσόμενη διάθεση,
από το χαμερπές ύψος τού σώματος. Κάποτε,
πεινασμένος για φόβο και λύπη, περιφέρεται
αδέσποτο σκυλί ανάμεσα στα πόδια των
ανυποψίαστων. Άλλη προϋπόθεση δεν έχει
εκτός από τη ζωή και βέβαια την αρρώστια∙
όταν όμως επέλθει η αρρώστια εκλείπει,
για να πάρει τη θέση της η υγεία με τη
σταθερότητα του ανθεκτικού σε όλες τις
θερμοκρασίες μετάλλου. Γιατί θάνατος
σημαίνει την οριστική «παύση εξορύξεως
της ηδονής/Μαζί μ’ αυτήν και της οδύνης».
Ο
Κώστας Καναβούρης άδραξε την ευκαιρία
που του προσέφερε ένας τίτλος που τυχαία
υπέπεσε στην αντίληψή του, ένιωσε να
αφυπνίζονται μέσα του μνήμες, και να
αναβιώνουν βιώματα, ηδονικά και οδυνηρά,
του σώματος και της ψυχής, και
επιστρατεύοντας κατακτημένες τεχνικές,
με την επιβαλλόμενη κρυπτικότητα, με
ελεγχόμενη συγκίνηση, όσο χρειάστηκε
αποστασιοποιημένος από εστίες τραυματικών
αναθυμιάσεων του παρελθόντος, κατόρθωσε
να πραγματοποιήσει, με τρόπο αξιοζήλευτο
τον στόχο του: να υμνήσει το σώμα: «Αυτή
τη σκοτεινή δύναμη που σπρώχνει το
σύμπαν προς τα έξω, αυτή την τραγική
κτίση της πάσχουσας αθανασίας που
περιέχει τα πάντα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου