17/4/22

Ο Μπάυρον εξηγεί στους προεστούς στο Ταβάνι και στην Αγγλία ποια λέξη πόθησε στο τέλος

Ο δρόμος του ήταν μόνος του, το χώμα του ήταν μόνο.

Εδώ τα πάντα είναι λαγκάδια. Λίμνες. Και βουνά
με αδέξιες γίδες. Τα βόλια λιγοστά. Οι λάμες σκάρτες.
Κούμαρα και κυκλάμινα και λίγες ανεμώνες
που αντιδικούν με φρύγανα. Ο ήλιος σκάβει ακάματος –
όποιος αντέχει εδώ για πάντα, τον συγχαίρω.
Η παιδική ελπίδα των χωριών και βαλτοτόπων
γύρω απ’ την άμμο των νεκρών στα πόδια σάπιων στύλων
που ακινητούν πλησιάζοντας τα τείχη αυτών των άπυλων
αιώνιων βράχων, ηχεί σαν επιφώνημα σχεδόν,
σαν πρόποση πολεμοκάπηλων,
σαν πείνα δημοκόπων.
Τ’ όφελος, ξέρε το, παντού και το παιδί του ο στόμφος
κινούν τα νήματα –
πάνω στα ερείπια των λαών ορθώνουν νέους θώκους.

Ως τίτλος ύμνου αρέσει και στους στιχοπλόκους
κι αθεράπευτα αφελείς.
Όποιος δεν έχει έμπνευση, ως γνωστόν, κατέχει τρόπους.
Ή μεταφράζει έξαλλους και τυχοδιώκτες: Γάλλους.
Μα μόνο ως τέτοιο σύνθημα στα χείλη υποτελών
ξυπνά τους θανατόφιλους. Για στίχους χθαμαλείς
ρίχνουν και τη ζωή στην τάφρο, ανέτοιμοι, οι αντάρτες.
Και ιδού, συνάζει ήρωες το χώμα με πασσάλους
για σταυρούς, με προσκεφάλι τ’ ανεπίγραφα σπερδούκλια.
Το ρήμα θέλει αειθαλή κι ανώνυμα τα θύματα.

Για τον φιλόσοφο ηχεί σαν κοροϊδία –
μι’ άστοργη μάνα των δεινών. Δάφνες και τάφος ντόπιος.
Ο πόθος έμφυτος πολλοίς, δεν λέω. Μα μόνο ο θάνατος
έμφυτος πάσι. Στην τόλμη και στην αρετή γυρεύει αντιπροσώπους.
Από τις τρώγλες των φτωχών και τα κουβούκλια
των ναών στον ίσκιο της σελήνης ηχεί σαν βέβαιος ρόγχος
η λέξη: αόριστη, ασαφής, ελληνική. Και πιο παλιά απ’ τον δυστυχή –
τρέφει μελάνι το χαρτί και μ’ αίμα τους αιώνες.
Τη λένε οι ποιητές. Τη διαλαλούν οι νέοι. Τη διατρανώνει η υλακή
στα φίμωτρα των σκύλων.
Σ’ αυτούς και στα πτηνά ταιριάζει. Σε πέδικλα, σε χαλινά
από σύρμα. Στα χείλη Άγγλου είναι μωρία. Ναι, το ξέρω,
ό,τι δεν κυβερνιέται, τον τρομάζει. Μα γίνεται Έλληνας όποιος
τη λέει πεθαίνοντας: Ελευθερία.

[Ο Μπάυρον/λόρδος Βύρωνας πεθαίνει άνοιξη του 1824 (19.4) στο Μεσολόγγι. Η ρήση «Ἔμφυτος πᾶσιν ἀνθρώποις ὁ τῆς ἐλευθερίας πόθος» ανήκει στον ρήτορα και ιστορικό Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα.]

Αλέξιος Μάινας

2 σχόλια:

Θέμης Λιβεριάδης - www.liveriadis.gr είπε...

Ευχαριστίες για την κοινοποίηση.
Θέμης Λιβεριάδης - www.liveriadis.gr

Ανώνυμος είπε...

Είναι από τα αρτιότερα ποιήματα με την "απελεύθερη ομοιοκαταληξία" του Μάινα,
η τεχνική είναι ακόμα πιο σύνθετη απ' ό,τι εδώ: https://www.hartismag.gr/hartis-37/dokimio/sto-ergasthri-ths-stixopoihtikhs-toy-alexioy-maina