ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΜΠΕΝΑ
Όπως η γέννηση
του ΚΚΕ εσωτερικού υπήρξε επώδυνη, έτσι και η πορεία του θα είναι επώδυνη και
δύσβατη. Δεν ήταν μόνο η εγγενής δυσκολία του «καινούργιου» που έπρεπε να
ανοίξει το δρόμο του κόντρα στο παλιό· ήταν και η ανομοιογένεια που χαρακτήριζε
τα στελέχη και τα μέλη του, ιδίως τα πρώτα δυο-τρία χρόνια. Μια ανομοιογένεια
που αφορούσε τη συνειδητοποίηση του καινούργιου, της νέας κουλτούρας.
Όμως −και παρά
ταύτα− η ιστορική συνέχεια του ΚΚΕ υπέστη μια σαφέστατη ρήξη, το 1968. Άλλο
ήταν το ΚΚΕ μέχρι τότε και άλλο μετά. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα, δύο
διαφορετικά Κ.Κ. Έχει τελειώσει το «ιστορικό ΚΚΕ» με τα όποια σωστά και τα λάθη
του. Από το 1968 μπήκαμε πια σε μια διαδικασία «ανασύνθεσης της Αριστεράς», που
όφειλε να έχει ξεκινήσει νωρίτερα. Διότι το ΚΚΕ και η ΕΔΑ μπαίνουν στη
δικτατορική περίοδο, το 1967, σέρνοντας μαζί τους τις σοβαρές αδυναμίες και τα
λάθη τους της τελευταίας προδικτατορικής περιόδου. Και ιδίως την αδυναμία της
Αριστεράς να κατανοήσει τις νέες πραγματικότητες που γεννά η δεκαετία του 1960
− αλλαγές ταξικές, κοινωνικές, οικονομικές αλλά και πολιτικές. Και ενώ ωρίμαζε
μια αλλαγή πολιτικής, η εν Ελλάδι Αριστερά δεν τολμά τη ρήξη, την αφήνει
στην πρωτοβουλία του δόγματος. Παραμένει, έτσι, χωρίς την απόρριψη της
υποταγής άμεσα μεν στην αποστεωμένη ηγεσία του αποσπασμένου ΚΚΕ, έμμεσα δε στο
διεθνές κέντρο του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Δεν είχε τολμήσει τη ρήξη, αλλά τα
εκρηκτικά της στοιχεία είχαν συσσωρευτεί και πολλαπλασιαστεί, για να εκραγούν
λυτρωτικά το Φεβρουάριο του 1968.
Εξετάζοντας σε
βάθος τη ρήξη που ξεκίνησε το 1968 και ανεξάρτητα από τους λόγους της συγκυρίας
που τη γέννησαν και τις ατολμίες της πρώτης περιόδου της, δεν μπορούμε παρά να
διαπιστώσουμε σήμερα ότι υπήρξε «προδρομική», μια θαρραλέα διάγνωση για το
αδιέξοδο του συστήματος. Εντοπίζονταν, βέβαια,
σε μια κριτική του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και κυρίως σε κάποιες εμφανείς
αρνητικές πλευρές του που αφορούσαν το πολιτικό σύστημα της εξουσίας και της
διακυβέρνησης, όπως η μονολιθικότητα, η έλλειψη δημοκρατίας, η παραβίαση των
δικαιωμάτων του ανθρώπου, η «ουσία λαϊκής συμμετοχής. Γι' αυτό και στην
αντιπαράθεση τονιζόταν η άλλη εκδοχή του σοσιαλισμού (που ποτέ δεν μπόρεσε να
υπάρξει), αυτή «με δημοκρατία και
ελευθερία». Αργότερα, πολύ αργότερα, θα προστεθεί και το «με αυτοδιαχείριση» −
που ήταν η σχεδόν μοναδική αναφορά στο ίδιο το σύστημα της παραγωγικής
διαδικασίας. Μια απόπειρα να αμφισβητηθεί η ώς τότε παγιωμένη ορθότητά του και
να αναδειχθεί η αναγκαιότητα μεταρρύθμισής του.
Αλλά και μόνο με τα συνθήματα για σοσιαλισμό με
ελευθερία και δημοκρατία αναιρούνταν στην ουσία τα βάθρα του συστήματος,
ανατρεπόταν όλη η κατ’ αρχήν λενινιστική βάση «της δικτατορίας του
προλεταριάτου» και φυσικά μαζί της και το πλήρες εποικοδόμημα που δημιούργησε
στην πράξη ο σταλινισμός. Οι αιχμές μας, τότε, για «γραφειοκρατικό» σοσιαλισμό
και για «διαστρεβλώσεις» υπήρξαν −για την εποχή εκείνη− οι απαραίτητες δίοδοι
για να περάσει για πρώτη φορά μια καταλυτική κριτική από τα μέσα. Χωρίς αυτήν
τη βάση δε θα μπορούσε να σταθεί ούτε το βραχύβιο, άλλωστε, κίνημα του
Ευρωκομμουνισμού, ούτε να επιβιώσει η οποιαδήποτε ανανεωτική προσπάθεια, που με
τον έναν ή τον άλλο τρόπο κέρδιζε δυνάμεις και μάζες της Αριστεράς σε πολλές
χώρες, και ιδίως της Ευρώπης.
Από ιστορικοϊδεολογική άποψη, το ΚΚΕ εσωτερικού είχε
αποκρούσει τη γνωστή εκείνη εκδοχή της ιστοριογραφίας να εξηγεί (και να
φορτώνει) τα «σκοτεινά έργα», με την παρουσία και τις επιλογές κάποιων ηγετικών
προσώπων. Όπως δεν πιστεύαμε ότι ο ναζισμός οφειλόταν μόνο σε κάποιον παράφρονα
Αδόλφο Χίτλερ, αλλά ότι τον γέννησε η ίδια η γερμανική κοινωνία του Μεσοπολέμου
με τις οξύτατες αντιθέσεις της και τα σοβαρά οικονομικά-κοινωνικά της
προβλήματα, έτσι μπορούσαμε −κάνοντας μια απλή ιστορική αντιστοίχιση− να
κατανοήσουμε ότι ο σταλινισμός και τα εγκλήματά του δεν μπορούσε να είναι το
προϊόν της βούλησης ενός σκληρού και απάνθρωπου ηγέτη −του Ιωσήφ Στάλιν−, αλλά
μιας συγκεκριμένης κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη εποχή. Τα περί
«προσωπολατρίας» (σίγουρα υπαρκτά και αυτά) δεν άντεχαν πια να εξηγήσουν «τις
διαστρεβλώσεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας», αλλά ιστορική δολιχοδρομία για να
σκεπαστεί το ουσιώδες: Η έρευνα προς τα πίσω που θα έφτανε σίγουρα στον Λένιν
και ιδίως στη Ρόζα Λούξεμπουργκ (που από το 1918 μίλησε για την αναγκαιότητα
σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία) και για μερικούς πρωτοπόρους που θα
είχαν τη δύναμη να πάνε και πιο πίσω, σε κάποιες συγκεκριμένες ελλείψεις και
αποσιωπήσεις του Μαρξ.
Από το 1968 κι έπειτα, βαθμιαία αλλά και σταθερά,
άρχισε να φωτίζεται περισσότερο το σκηνικό αυτής της τραγικής ιστορίας που
αποκαλέστηκε «Υπαρκτός σοσιαλισμός». Άρχισε να κατανοείται το γεγονός ότι
εμφανίστηκε σε μια χώρα, σαν τη μισοφεουδαρχική ουσιαστικά Ρωσία που δεν είχε
ακόμα γνωρίσει τη μεγάλη, την προχωρημένη ανάπτυξη του καπιταλισμού, όπως και
το μεγάλο πλεονέκτημα της πολιτικής δημοκρατίας που τη συνόδευε. Έτσι στάθηκε
περίπου αναπόφευκτο οι ιδέες για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα των ανθρώπων
να προσλάβουν τα πολιτικά χαρακτηριστικά ενός συστήματος που λειτουργούσε με
τις δικές του παραδόσεις και εμπειρίες, πράγμα που οδηγούσε σε κάποιου είδους
«φωτισμένο δεσποτισμό», για να μείνει, πολύ γρήγορα, σκέτος δεσποτισμός.
Αλλά αυτές οι θεωρητικές και πολιτικές κατακτήσεις της
Ανανέωσης θα κερδηθούν αργά και βασανιστικά, έτσι που από εκείνο το πρώτο
«ανομοιογενές άθροισμα» να βαδίσουμε προς ένα νέο κόμμα, που μόλις τρία χρόνια
αργότερα, το 1971, να οικοδομείται
...όχι με βάση
ένα υπερσυγκεντρωτικό πρότυπο αλλά σαν μια ελεύθερη ένωση πρωτόβουλων και
υπεύθυνων αγωνιστών, με πλήρη συμμετοχή στη διαμόρφωση της γραμμής και των
αποφάσεων, αλλά και με πλήρη γνώση των υποχρεώσεών τους στα πλαίσια ενός
μαχόμενου κομματικού οργανισμού..[1]
Θα κερδηθεί δύσκολα αυτή η πορεία, με τα μπρος και τα
πίσω της. Και ένα −το πιο σοβαρό− από αυτά τα «πίσω» της στάθηκε η αποτυχία του
ΚΚΕ εσωτερικού να φτάσει στο Συνέδριο που είχε εξαγγείλει από το 1969, και είχε
μπει στο δρόμο της υλοποίησής του με τη Διακήρυξη τον Ιούνη 1971.
Ένα γενικό συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί από την
επισκόπηση της ιστορίας του ΚΚΕ εσωτερικού για τη συνολική αυτή περίοδο μέχρι
την πτώση της δικτατορίας, είναι αναμφισβήτητα η τεράστια και
πρωτοφανής πολιτική και ιστορική σημασία από το γεγονός ότι η χώρα μας
βρέθηκε με δύο Κομμουνιστικά Κόμματα να αντιπαρατίθενται μεταξύ τους, και
μάλιστα από θέσεις που σχετίζονταν ανοιχτά πια με την αμφισβήτηση της
αναγκαιότητας να υπάρχει διεθνές κέντρο για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα.
Στο τέλος της δικτατορίας υπάρχουν πια αρκετά στοιχεία που συγκροτούν μια νέα
και πολύ διαφορετική πολιτικοϊδεολογική φυσιογνωμία από εκείνη του ΚΚΕ, αλλά
και σε αρκετή απόσταση από τα πρότυπα του προδικτατορικού αριστερού κινήματος.
Είναι βέβαια ακόμα ανεπεξέργαστα τα περισσότερα, δεν
έχει προχωρήσει μια αναγκαία ιδεολογική εμβάθυνση, αλλά πρόκειται για μια
εντελώς άλλη ποιότητα από την περίοδο του 1968-69. Το «ΚΚΕ εσωτερικού», χωρίς
να έχει βγει ακόμα από το λενινιστικό σχήμα του κομμουνιστικού κόμματος, έχει
βαθύνει την όρασή του. Ο βασικός σκοπός της αναγέννησης της συνείδησης των
κομμουνιστών της Ελλάδας προς την κατεύθυνση του σεβασμού των πρωτοπόρων
ουμανιστικών ιδεών και την απόρριψη της «σκουριάς» που επικάθησε στα πολλά
χρόνια του «υπαρκτού» έχει κατ’ αρχήν επιτευχθεί. Και αυτό είναι ένα
πλεονέκτημα για τη νέα πορεία του στις συνθήκες της Μεταπολίτευσης.
Μπαίναμε, άλλωστε, στη νέα περίοδο, όχι μόνο για τη
μεταπολιτευτική Ελλάδα αλλά και για τον ευρωπαϊκό κομμουνισμό, τον
Ευρωκομμουνισμό» των δεκαετιών του 1970 και 1980 με το διπλό του δρόμο, τον
«αριστερό» και «δεξιό» Ευρωκομμουνισμό, που θα ζυγιάζεται πάνω στο νεαρό κορμί
του ΚΚΕ εσωτερικού μέχρι το τέρμα της ζωής του.
Μέσα σε πολύ λίγα χρόνια μετασχηματίστηκε η
εικόνα που είχαν οι κομμουνιστές και άλλοι πολλοί προοδευτικοί άνθρωποι για τον
υπαρκτό κόσμο του σοσιαλισμού, για τα καθεστώτα σ’ αυτές τις χώρες, για την
ίδια τη δικαίωση της ύπαρξής τους. Και κατά συνέπεια, αν όχι απόλυτα, στο
μέγιστο βαθμό για την πολιτική και ηθική δικαίωση του κομμουνιστικού κινήματος.
Βεβαιότητες, περιβεβλημένες με το φωτοστέφανο της
κοινωνικής δικαιοσύνης και «ανθεκτικές» στο μαρξιστικό επιστημονικό έλεγχο
καταρρέανε, στην αρχή όχι βέβαια με πάταγο, αλλά σταδιακά και «από λίγο», ώσπου
η ολική τους αποδυνάμωση στη συνείδηση των ανθρώπων του ανανεωτικού
κομμουνιστικού κόσμου, ιδίως στην Ευρώπη, οδήγησε στην πλήρη κριτική απόρριψη
του συστήματος του υπαρκτού, στην απαίτηση για τη διαμόρφωση ενός άλλου
σοσιαλιστικού οράματος, όπου η δημοκρατία και η ελευθερία να αποτελούν
καθοριστικά συστατικά του στοιχεία.
Αυτή η πραγματικά επαναστατική αλλαγή, που
συνέβη στις συνειδήσεις όχι τυχαία, αλλά επειδή αντανακλούσε κοινωνικές
πραγματικότητες και πολιτιστικές εξελίξεις της εποχής μας, αυτός ο ριζικός
μετασχηματισμός της οραματικής εικόνας του κόσμου, μόνο σαν κακής ποιότητας
αστεϊσμός θα μπορούσε να θεωρηθεί εάν αποδιδόταν σε αιτίες τόσο ασήμαντες όσο,
π.χ., η διαμόρφωση πλειοψηφιών και μειοψηφιών σε κάποια Κεντρική Επιτροπή ή
στην τήρηση ή όχι κάποιων αρχών λειτουργίας, πειθαρχίας κ.λπ.
Η αλήθεια είναι πως είχε σημάνει η ώρα της μεγάλης
αμφισβήτησης και όσοι θα πορευόμαστε σ’
αυτόν τον δρόμο, θα υποχρεωνόμαστε να απορρίπτουμε συνεχώς μέσα στην πορεία μας
και ένα μέρος από τη «σκουριά» που κουβαλούσαμε, από την περίφημη «δικτατορία
του προλεταριάτου» μέχρι τους διάφορους -ισμούς που καταρρέανε ο ένας πίσω από
τον άλλον.
Αυτή η διαδικασία, ειδωμένη και στα δύο της επίπεδα,
τόσο στην κλίμακα της ομαδικής κομματικής κουλτούρας όσο και στην ευαίσθητη
περιοχή των προσωπικών συνειδήσεων, υπήρξε σίγουρα οδυνηρή και επίσης
λυτρωτική, με αποτέλεσμα να μην περιορίζεται ο πραγματοποιούμενος
μετασχηματισμός μόνο στην κοσμοαντίληψη για τον κομμουνιστικό κόσμο, αλλά και
να επεκτείνεται στην ίδια την ανθρώπινη προσωπικότητα του καθενός.
Όχι βέβαια στον ίδιο βαθμό και με τους ίδιους ρυθμούς
για όλους. Αυτούς τους ισοπεδωτισμούς δεν τους ξέρει η ζωή και η κίνησή
της. Όμως από το συνολικό αποτέλεσμα αυτής της κοσμογονίας, και μέσα στη
διάρκεια της ιστορούμενης περιόδου, είχε ήδη προκύψει μια νέα κομματική
κουλτούρα που αγωνιζόταν να αποβάλει όσα άχρηστα και επιζήμια στοιχεία του
παρελθόντος επιζούσαν στην πολιτική και τη μεθοδολογία μας και κυρίως τις
ιδεοληψίες και τις μονομανίες που φάνταζαν πια σαν φαντάσματα μιας άλλης,
ξεχασμένης, εποχής.
Η θητεία στην κομμουνιστική ανανέωση δεν ήταν μια
ρόδινη εμπειρία. Ελάχιστες οι στιγμές της ικανοποίησης και πολλές οι ώρες της
περισυλλογής. Αν θεωρήσουμε ότι αυτή η μεγάλη ομάδα των ελλήνων κομμουνιστών
υπήρξε μια πρωτοπορία για την εποχή της, πρέπει ταυτόχρονα να παραδεχτούμε ότι
βρέθηκε πολλές φορές πολύ μπροστά και αρκετά αποσπασμένη από το συνολικό
πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο της χώρας και της κοινωνίας. Η αντίφαση, σε
κάμποσες περιπτώσεις, ήταν τραγική. Ο πολύς κόσμος εξακολουθούσε να μένει είτε
στην αδράνειά του είτε να κινείται με ανεπαίσθητους ρυθμούς· εξακολουθούσε
δηλαδή να προτιμά τη σιγουριά των βεβαιοτήτων του χωρίς να υποπτεύεται την
κατάρρευσή τους που είχε αρχίσει να οδεύει προς το εκρηκτικό 1989.
Αλλά μέχρι τότε υπήρξε πολύς χρόνος, πολύς αγώνας,
πολλή αγωνία και... περισυλλογή, για ένα κόμμα σαν το ΚΚΕ εσωτερικού που θα
σήκωνε το σταυρό του μαρτυρίου του μέχρι να σημάνει η ώρα του αδόκητου και πρόωρου
τέλους του.
Από το βιβλίο του Το
ελληνικό ’68. Συμβολή στην ιστορία του ΚΚΕ εσωτερικού, εκδόσεις Θεμέλιο
[1] Βλ.
«Διάλογος των Ελλήνων Κομμουνιστών», απόφαση Γραφείου Κ. Επιτροπής, Οκτώβριος
1971.
Λεωνίδας
Γιαννακόπουλος, Το κτήριο των Σοβιέτ στο
Κίροφ (1930-34, αρχιτέκτονας Noi Trotsky),
2017, μελάνι σε χαρτί, 18, 5x24,
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου