ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΥΑΡΗ
Δημήτριος Στεφανόπουλος, Κοντά στην ακτή, πριν από το 1917, λάδι σε χαρτόνι, 48 x 66 εκ. |
ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ, Εγκόλπιο του καλού
αναγνώστη, εκδόσεις Ενδυμίων, σελ. 125
Στη γιατσάδα[1]
των καιρών απαντούσε με τον βιβλιοφάγο Χόρχε και τον Σωτήριο τον
Αναγνώστη!
Πριν αρχίσουμε (-νε) τις οιμωγές
και τις αναφορές στον παντελώς καμένο «κοινό νου», η αλανιάρα γάτα
πάνω από τον αυλόγυρο κοιτά με περιφρόνηση τα βιβλία που κρατώ και
κουβαλώ, βιβλία του Σωτηρίου Παστάκα. Έχει οσμιστεί ότι δεν είναι τροφές για
την ίδια κι ως εκ τούτου αδιάφορα αποστρέφει το βλέμμα. Εν αντιθέσει προς τον
γεραρόν και βιβλιοφάγον γάτον Χόρχε, όστις αποτελούσε τη σταθερή και στιβαρή
συντροφιά του ποιητή στο διαμερισματάκι της οδού Ε. Βενιζέλου 12, στη Νέα
Σμύρνη, όπου τον συνάντησα προ ετών, και αναφωνούσε: «Ανάμεσα στα θαύματα/ της
μοίρας που μόλις διανύσαμε, / σας παρακαλώ
να συμπεριλάβετε/ τον γάτο μου κι εμένα».[2]
Τότε διαπίστωσα ότι ο ποιητής
(αυτόν που έταξε η «γενιά του 75 μισό»[3]
να προχωρήσει), σπάζοντας γραμμές, μορφές, κανόνες, προσέγγισε τα αντίπαλα γκολπόστ. Χάρισε σε
μας τους απαιτητικούς αναγνώστες αφοριστικά σχεδιάσματα, σημειώματα επί των
ψυχοδυναμικών δοκιμασιών, αποφθεγματικές σκέψεις ─ στοχαστικά δοκίμια εν τέλει. Ιδού, λοιπόν,
που γεννήθηκε το Εγκόλπιο του καλού
αναγνώστη, μετά από μακρά κυοφορία! Αντί για το ηθικοδιδακτικό χριστιανίζον εγκόλπιο που ζητούν όλο και πιο
πολλοί… ήπιοι αναγνώστες στις μέρες μας, ο Σωτ. Παστάκας προσφέρει την
«προσωπική του λοξή ματιά ανάγνωσης» (σ. 48) των λογοτεχνικών και πολιτισμικών
πραγμάτων. Είναι όσα και τα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου, αυτά τα «εικοσιτέσσερα δοκίμια για την ανάγνωση»,
και περιστρέφονται γύρω από αυτή τη μέγιστη κοινωνική λειτουργία. Διακλαδώνονται σε δεκάδες βιοτικές
επισημάνσεις, λεπτές υπαρξιακές παρατηρήσεις: «Ιδού, πώς σε ένα
γράμμα της αλφαβήτου συναθροίζονται τα βήματα στα τυφλά και τα παραστρατήματα»
(σ. 42). Όλοι οι κόμβοι και τα κομβία τής περί την γραφή πλάσεως είναι εδώ: Ο υπερήφανος αναγνώστης και οι βιβλιοθήκες
και τα κρίσιμα (ή μη) τυπογραφικά
παροράματα∙ τα γραμματόσημα, που (αντί για ταχυδρομική αποστολή των βιβλίων)
ως σύνθετη λέξη, συνειρμικά «παραπέμπει κατευθείαν στην Αποκάλυψη του Ιωάννη»∙
ο επιμελητής εκδόσεων (διάβαζε: Έζρα
Πάουντ για την «Έρημη χώρα» του Έλιοτ, σ. 109) και ο επαρκής εκδότης (και ποιητής, πριν απ’ όλα, Γιάννης Πατίλης, σ. 111-113)∙ η γραφή ως «δώρο ή θυσία» (σ.
27), αλλά και η απεγνωσμένη συνάντηση ποιητικής αισθητικής και λαϊκής στιχουργικής
(σ. 33-36)∙ η αποκαλυπτική (σχεδόν μετα-φυσική!) σύνδεση της φωτογραφικής
απεικόνισης και των συγγραφικών δυνατοτήτων ενός εκάστου δημιουργού∙ η ρωγμή στη γραφή, στον ήχο, στον τόπο και
χρόνο, στη λογική από τον παράταιρο έρωτα∙ ο λησμονημένος συγγραφέας που
αποδεικνύεται επίκαιρος∙ η ήττα της ποίησης και της φιλοσοφίας∙ η συμπόνια
προς τους κριτικούς και ο σαρκασμός προς τους ομότεχνους του ποιητή Παστάκα («το
πένθος μας δοξάζουμε» ως «επιγραμματοποιοί», σ. 62)∙ τη γειτνίαση της
κακοπαθημένης ─ μα και τιμωρού ─
μετάφρασης ενός έργου με τη συνεχή μεταμόρφωσή του και την «ύψιστη παρανόησή του»
(σ. 66).
Δεν διαφεύγουν από την οξύτατη
διάνοια και την σχετλιαστική διάθεση του Σ. Παστάκα φαινόμενα όπως οι εκ των
κοινωνικών αποκλεισμών «παραιτήσεις» συγγραφέων (σ. 74), η εκδικητικότητα της
ζωής και της λογοτεχνικής επίδοσης προς τους αβέβαιους «νέους ποιητές» (σ. 79)
και οι βαρυστόμαχες «συνταγές λογοτεχνίας» (σ. 75-77). Συναφώς, και το χάσμα ανάμεσα στον τίτλο ενός κειμένου και
στην προσδοκώμενη απόλαυση από την ανάγνωση (σ. 83-85), καθώς και η πάγια εξαίρεση των
αντικομφορμιστών δημιουργών από τα επίσημα επετειακά εορτολόγια (σ. 87).
Στοχεύει ο συγγραφέας, υπερήφανος για τα
εκλεκτά διαβάσματα που ισοβίως απολαμβάνει,
να προβάλλει την ανάγνωση ως «τον πραγματικό διαιτητή της ύπαρξής» του
(σ. 9). Για τούτο στρατιές ζώντων και
αναστημένων συγγραφέων ξεχύνονται από τις σελίδες του τόμου, με τον τρόπο που τους έχει αναθέσει ο Σωτ. Παστάκας να
δώσουν φως και αγάπη στη δύσκολη βιωτή των ανθρώπων. Έτσι συμβαίνει και η
«Ιδανική Βιβλιοθήκη» ακουμπά στον «Πατριάρχη Φεβρουάριο» (καθώς η διαρκής
μελέτη και παρεξήγηση μπορεί να οδηγήσει τον αναγνώστη «να ερμηνεύσει κάποτε
διά παντός το ανολοκλήρωτό μας»), όπως και στη «Λέξη γραμματόσημο» (αφόρμηση
μιας ουσιώδους προσέγγισης για το πώς
σχετίζονται ψυχολογία, φιλοσοφία της γλώσσας και λογοτεχνία), αντικριστά προς
το κρίσιμο ζητούμενο «έτσι είμαστε, αλλά τι γνωρίζουμε γι’ αυτό που είμαστε;»
(σ. 26). Η προδομένη «Φιλόμουσος νεαρά» και «Η φωτογραφία του γράφοντος»
φέρνουν κοντά την αποτυχία του έρωτα και το όνειρο του Σ. Παστάκα, του
ερωτευμένου με το «οριστικό πρόσωπο της γραφής» (σ. 40), για «μια ανθολογία όχι
κειμένων, αλλά φωτογραφιών» από συγγραφείς του 20ου αιώνα, χωρίς τον μανδύα των
λέξεων. Ερωτευμένου, ωστόσο, και με την παραποίηση του ονόματος και της
ορθοφροσύνης στη δοκιμή που φέρει τον τίτλο «Κόριννα, Κορίνα….».
Ο Παστάκας προκρίνει στην ελληνική
πεζογραφική παραγωγή εμφαντικά: «Μ. Καραγάτσης: Δέκα με τόνο» (σ. 45-49)! Ο
ίδιος επιμένει να…«καραγατσεύει το βίο του και τα υπάρχοντά του», ενώ με
ιδιαίτερη ευαισθησία σχολιάζει την «Ηδονή της παραίτησης» (σ. 71-74),
εστιάζοντας στην ιδιόμορφη διαδρομή σε Ελλάδα και Ιταλία του συνομήλικου λογοτέχνη Παύλου Γερένη. Ως ικανός κριτικός της λογοτεχνίας, περνά
«γενεές δεκατέσσερις» τη δολερή Κριτική («Η λογοτεχνία ως πεδίο βολής», «Οι
συνταγές της λογοτεχνίας», «Βάλζερ και οι αλαλάζοντες προφήτες», «Η λογοτεχνική
καταξίωση του ψεύδους και του ψευδούς» ─ εστιάζει στις ιδεολογικές διαψεύσεις
και στις αισθητικές επιτεύξεις του Γιάννη Ρίτσου, σ. 115-119). Επιπρόσθετα,
εκτός από τα προηγούμενα κείμενα, τα δοκιμιακά σχεδιάσματα «Η φυγή και το ταξίδι», «Ένας αναγνώστης του
1999», προπάντων όμως το υποδειγματικό «Περί της ιεραρχίας των ποιητών»
προσγράφονται στις πηγές της αντισυμβατικής και αντιεξουσιαστικής σκέψης του
ποιητή Παστάκα, που σπεύδει να απομακρυνθεί από την «αυστηρώς καθορισμένη
ιεραρχία στην τάξη των ποιητών» (σ. 99).
Συστασιώτης όσων αναμοχλεύουν
ποιητικά πάθη και επιμένουν να αναδείξουν την ανάγνωση ως τον «πραγματικό
διαιτητή της ύπαρξης» (σ. 9). Δεκτικός
ως συγγραφέας στην αυτενέργεια και σε κάθε τι που προφυλάσσει τη συγγραφή από
την «επικαιρότητα» και τις στρεβλώσεις της (σ. 18). Γοητευμένος από τις «πολλαπλές
αναγνώσεις» ως πανάκεια για κάθε νόσο, όπως και την αποδοχή του ότι στη
λογοτεχνία και στη ζωή κανόνες (: τελεολογία!) δεν υπάρχουν (σ. 89). Το Εγχειρίδιο του καλού αναγνώστη συνιστά σαφώς ένα δυνατό παιχνίδι
του Σωτήρη Παστάκα με τον εαυτό του, πριν από όλα, και με τους αναγνώστες του,
όπου ευκρινώς συντελείται η αλληλοπεριχώρηση συγγραφέα και αναγνώστη. Στον
κατακερματισμένο κόσμο μας, δεν είναι στην ιδεολογία και την πρακτική του
καταναλωτισμού ή των εξουσιαστικών ιεραρχιών ο τόπος όπου θα αναζητήσουμε διεξόδους. Απέναντι σ’ αυτά
βρίσκεται αρχέγονη και θεραπευτική η
γραφή, που «αποτελεί ένα μέτρο σύγκρισης της ζωής» (σ. 31). Από όλα τα
ψέματα που είπε ο συγγραφέας, εσείς να συγκρατήσετε μια αλήθεια: «Το μέγεθος
της ευτυχίας που μας αναλογεί είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ικανότητά μας να
υποφέρουμε» (σ. 31)!
Ο Γιώργος Μύαρης είναι
φιλόλογος-συγγραφέας
[1] Γιατσάδα: παγωνιά (κερκυραϊκό ιδίωμα).
[2] Ποιητική συλλογή Χόρχε, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2008, σ. 64.
[3] «Τελικά στην ανθολογία του Βαγγέλη του Κάσσου βρέθηκε μια άκρη, αφού
ανακάλυψε ένα παραθυράκι και μαζί με μερικούς ακόμα (όπως τον Καψάλη) με
κατέταξε στη γενιά του 75 μισό (!). Είναι σημαντικό να υπάρχουμε σε μια
ανθολογία, όπως έλεγε και ο Μπόρχες.». Συνέντευξη Σ. Παστάκα στον Νέστορα Ι.
Πουλάκο: "Τα καθιερωμένα περιοδικά
ν' αυτοκαταργηθούν". https://www.vakxikon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου