ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
Μίκης Ματσάκης, Σίφνος, λάδι σε μουσαμά επικολλημένο σε χάρντμπορντ, 42,3 x 52 εκ. |
ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ, Τελευταία νέα από την Ιθάκη, εκδόσεις
Μεταίχμιο, σελ. 278
Ο συγγραφέας Κώστας Ακρίβος στο νέο του βιβλίο εμπνέεται από τα πάθη, τα
παθήματα και τα κατορθώματα, των εμβληματικών ηρώων της Οδύσσειας. Με αυτό το
έναυσμα στήνει ένα δίκτυο εφευρετικών παραλληλιών κατασκευάζοντας 26 μικρές,
απολαυστικές μυθιστορίες, οι οποίες ουδόλως εγγράφονται μιμητικά στο πλαίσιο
των περιπετειών του ομηρικού έπους.
Στις αφηγήσεις επιστρατεύονται για να εκπροσωπήσουν τους ομηρικούς
ήρωες, πρόσωπα τραγικά ή κωμικά, σημαντικά ή ασήμαντα. Άγνωστοι, ανώνυμοι και
αφανείς ήρωες της καθημερινότητας, γυναίκες, άντρες, παιδιά και ανάμεσά τους κι
ένα δέντρο, μια γέρικη ελιά, αναλαμβάνουν να σηκώσουν στις πλάτες τους, αδύναμες
πλάτες κοινών θνητών, το βάρος των ομηρικών στίχων, χωρίς να έχουν αναγκαστικές
και προφανείς συγγένειες και αναλογίες με τους αντίστοιχους ήρωες της Οδύσσειας.
Ο συγγραφέας αναδομεί και επικαιροποιεί το μύθο κινούμενος σ’ ένα ευρύ χρονικό
φάσμα. Παλινδρομεί στον ιστορικό χρόνο, κάνοντας άλματα από το παρόν στο
παρελθόν, γεφυρώνοντας εποχές και γεγονότα. Ανασύρει από τη λήθη πρόσωπα
πολύπαθα, πράξεις με ηθικό μεγαλείο και ιδιαίτερο νοηματικό βάρος και
καταστάσεις με πολλαπλά σημαίνοντες συμβολισμούς.
Ο Κολοκοτρώνης είναι ο Λαέρτης-πατέρας που θρηνεί σπαραχτικά τον σκοτωμό
του άξιου γιου του Πάνου. Ο άδικος χαμός του Κρήτα εθελοντή στα γλιστερά
κατσάβραχα της Αλβανίας λίγο πριν τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων θυμίζει τον
ατυχή Ελπήνορα. Η καπάτσα καφετζού που χρησμοδοτεί χωρίς να κωλώνει μπροστά στη
λάμψη του χρήματος και της εξουσίας και με τα μάγια και τις μαγγανείες της
αλυσοδένει τον ερωτευμένο ορθολογιστή εκπρόσωπο της τρόικας, στον φτωχικό συνοικιακό
βωμό της, είναι η μετενσάρκωση του μάντη Τειρεσία. Ο κοιλιόδουλος μοναχός,
ασυντρόφευτος και αποσυνάγωγος, που καταβροχθίζει από ανία και πλήξη, χωρίς
μέτρο και σύνεση, κάθε τι επιτρεπτό και ανεπίτρεπτο, επισύροντας τη χλεύη και
την επιτίμηση της αδελφότητας της μονής, δεν είναι παρά ο Πολύφημος. Η «ωραία»
που πυρπολεί τις αισθήσεις και εξάπτει τη φαντασία των αντρών ως πέτρα του
σκανδάλου, παραπέμπει στην Ελένη. Η δε επίμαχη ερωτική σκηνή που εκτυλίσσεται στο
επαρχιακό μισοσκόταδο και φτάνει στον αναγνώστη μέσα από τον ξύλινο λόγο της
αναφοράς ενός αστυνομικού οργάνου, που βρίθει καθαρευουσιάνικων ανοησιών και αστείων
νεολογισμών, θυμίζει τους απανταχού αυτόκλητους θεματοφύλακες της τάξης και της
ηθικής. Η μάνα, είναι η Αθηνά που φροντίζει με στοργή και αυταπάρνηση τα παιδιά
που έφερε στον κόσμο, χωρίς να φείδεται κόπων και βασάνων. Η επιμελής καταγραφή
στα κατάστιχα, του φτωχικού προικώου με το οποίο κληρονομούνται και
μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά τα χρειαζούμενα του βίου, (χύτρες, σκουτιά,
πουκάμισα, τσουράπια και μισοφόρια), με συγκινητική επισημότητα παραπέμπει στη
Ναυσικά και στη γαμήλια τελετουργική προπαρασκευή. Το αγόρι από το
αναμορφωτήριο, που νοσταλγεί βασανιστικά το σπίτι του και αίφνης βρίσκεται
αντιμέτωπο με το ξεφάντωμα της μάνας και των «μνηστήρων», δεν είναι παρά ο
Τηλέμαχος-γιος. Η επιστολή της χήρας που για εβδομήντα χρόνια αναρωτιέται βουβά
γιατί έχασε τον άντρα της στην Κατοχή, γιατί έζησε ασυντρόφευτη και μεγάλωσε το
παιδί της μόνη, δεν είναι παρά το παράπονο της Πηνελόπης. Ενώ οι τσιγγάνοι, που
απάτριδες και ανεπιθύμητοι από όλους εξοντώνονται μέχρι ενός στα απάτητα και
αφιλόξενα εδάφη της Αυστραλίας, φέρνουν στο νου τους άμοιρους και κακότυχους
συντρόφους του Οδυσσέα.
Αυτές είναι μερικές από τις ευφάνταστες συναντήσεις του συγγραφέα με τους
ήρωες της Οδύσσειας. Οι τίτλοι των αφηγημάτων που έχουν επιλεγεί και τα εισαγωγικά
παραθέματα των ομηρικών στίχων που έχουν ανθολογηθεί, σε μετάφραση του Δημήτρη
Μαρωνίτη, προϊδεάζουν τον αναγνώστη για τον θεματικό άξονα κάθε ιστορίας, χωρίς
όμως να αποκαλύπτουν τις μεταμορφώσεις των προσώπων και τους μετασχηματισμούς
των καταστάσεων που θα ακολουθήσουν. Η τροφός, η ερωμένη, η πιστή σύζυγος, η
μάγισσα, η μάνα, ο μνηστήρας, ο εραστής, ο νταής, ο γέροντας πατέρας, ο άξιος
στρατιώτης, είναι προαιώνια σύμβολα. Αρχέτυπα που μεταμφιεσμένα ταξιδεύουν στο
χρόνο, σε μακρινές και κοντινές εποχές, αλλάζοντας ιδιότητες, προσωπεία και κοινωνικούς
ρόλους. Παλατινές ίντριγκες στα βυζαντινά ανάκτορα με αιματηρές αποκαθηλώσεις
και παλινορθώσεις, τραγικές χαροκαμένες μάνες και μοναχικές δια βίου σύζυγοι, ανιδιοτελείς
και άξιοι στρατιώτες, γυναίκες παντός καιρού έτοιμες να σαγηνεύσουν και να
αποπλανήσουν τον άντρα σε κάθε τυχαίο συναπάντημα, ερωμένες που πορεύονται από
αγκαλιά σε αγκαλιά χωρίς αναστολές. Άτυχοι σύντροφοι και συνταξιδιώτες και
τέλος ο Οδυσσέας, ο καπετάνιος του πλοίου, ο πολίτης του κόσμου, ο αυθεντικός
πλάνης που γοητεύεται από το ταξίδι σε άγνωστους τόπους στα πέρατα της γης,
μετενσαρκώνεται στον ελληνοαφροκουβανό μουσικό Σλιμ Γκεΐλαρντ, με τη γλυκιά
εκφορά του λόγου. Στον πολύγλωσσο μιγάδα με την περιπετειώδη ζωή που μοιάζει με
παραμύθι, στον βιρτουόζο μουσικό που τραγουδά νοσταλγικά στην καλή του, με μπρίο
και σπασμένα ελληνικά, κάνοντάς σε να απορείς και αθέλητα να χαμογελάς: «τι σε μέλει εσένανε από πού είμαι εγώ; Από
το Καραντάσι φως μου ή απ’ το Κορδελιό».
Ο συγγραφέας στην παρούσα συλλογή αφηγήσεων ταξιδεύει τον αναγνώστη του
σε μια τρικυμιώδη θάλασσα συμβολισμών από τα ομηρικά χρόνια στο σήμερα, περιβάλλοντας
με αμέριστη στοργή πάσχοντα σώματα και ψυχές χωρίς ανάπαυση. Στις πολυεπίπεδες
προσεγγίσεις χαρακτήρων, τόπων και καταστάσεων που επιχειρεί διασταυρώνεται το
προαιώνιο και το θεϊκό με την ταπεινότητα της καθημερινότητας. Υποδεικνύεται η ιερότητα
του ευτελούς και του παραγνωρισμένου. Και καθώς ο Κώστας Ακρίβος αφουγκράζεται
στοχαστικά τα ανθρώπινα δεινά, φυσώντας τη σκόνη από κιτρινισμένα χειρόγραφα,
παλιές φωτογραφίες και προσωπικά κειμήλια, φέρνει στο προσκήνιο ξεχασμένες
ιστορίες ασήμαντων, αλύτρωτων και αδικαίωτων υπάρξεων, χαρίζοντάς τους την
αθανασία.
Η Μαρία
Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου