ΤΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΠΑΥΛΟΣ
ΣΟΥΡΛΑΣ, Δημοκρατία και αυτονομία, εκδόσεις
Πόλις, σελ. 434
Η κρίση της πολιτικής, σε όλη την
Ευρώπη, οδηγεί σε κρίση της δημοκρατίας. Άλλωστε η κυριότερη αιτία για την
πολιτική ανεπάρκεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το μεγάλο δημοκρατικό της
έλλειμμα. Η αναγκαία δημοκρατική, πολιτική της ενοποίηση, επί τη βάσει των
αρχών της αλληλεγγύης, της ίσης μεταχείρισης και των θεμελιωδών αξιών του
ευρωπαϊκού, συνταγματικού πολιτισμού, εξακολουθεί – και πρέπει – να συνιστά
στρατηγική επιδίωξη, εν επιγνώσει, όμως, του ότι αυτή η προοπτική ξεθωριάζει
μέσα στη σύγχυση, την αβεβαιότητα και την ίδια την αμφισβήτηση της δημοκρατίας
ως συνέπεια αυτού του ελλείμματος. Για να παραφράσουμε το τρέχον
οικονομικό-πολιτικό λεξιλόγιο, ένα αναγκαίο δημοκρατικό πλεόνασμα θα προϋπέθετε
την ηθικοπολιτική ανανέωση και την εκ νέου επιβεβαίωση της αξίας της
αντιπροσωπευτικής, συνταγματικής δημοκρατίας.
Το βιβλίο του Παύλου Σούρλα αγγίζει
τον πυρήνα των προβλημάτων, σε σχέση με την κρίση, άρα και με την αξία της
δημοκρατίας. Η κρίση, όμως, τόσο της πολιτικής όσο και της δημοκρατίας, καθώς
και η ουσιώδης συνάφειά τους με την κρίση του πολιτικού συστήματος, επιτείνουν
τη διάχυτη αβεβαιότητα ως προς την αξία της δημοκρατίας. Στο πεδίο αυτής της αβεβαιότητας
εκδηλώνεται και η αμφισβήτηση της ηθικοπολιτικής πεποίθησης ότι η δημοκρατία
είναι το καλύτερο πολίτευμα. Έτσι, ο συγγραφέας ξεκινά από τη στοχαστική
διερεύνηση αυτής της αμφισβήτησης, εντοπίζοντας ορισμένα παράδοξα που την
συνοδεύουν. Το πρώτο παράδοξο είναι ότι η πολιτική φιλοσοφία αρχίζει να
υπερασπίζεται τη δημοκρατία κατά τη νεότερη εποχή, όχι νωρίτερα. Αντίθετα, οι
φιλόσοφοι της κλασικής Αρχαιότητας, που θεμελίωσαν την πολιτική φιλοσοφία,
είναι κριτικοί, έως επικριτικοί, απέναντι στη δημοκρατία. Το δεύτερο παράδοξο
συνίσταται στο ότι, ακόμη και κατά τη νεότερη εποχή, που καταφάσκεται η αξία
της δημοκρατίας, τα καθεστώτα που αυτοπροσδιορίζονται δημοκρατικά εμφανίζουν
μεγάλες, μη συγκεράσιμες διαφορές μεταξύ
τους, ώστε να καθίσταται πολύ δύσκολη η ένταξή τους σε μια κοινή μορφή
πολιτεύματος. Υπάρχει και ένα τρίτο παράδοξο, το πιο βαθύ και ανησυχητικό, όπως
επισημαίνει ο Παύλος Σούρλας: παρόλο που, στη σημερινή εποχή, σε καθημερινό
επίπεδο, ελάχιστοι, είτε από σαφή αντιδημοκρατική, ιδεολογική επιλογή είτε λόγω προτίμησης σε ολοκληρωτικά,
αυταρχικά καθεστώτα, με την προσδοκία
ωφελημάτων από αυτά, αμφισβητούν την αξία της δημοκρατίας, αντιθέτως, σε
θεωρητικό επίπεδο, τα πράγματα διαφέρουν. Με άλλα λόγια, στη θεωρία, όπου η
αξία και η ισχύς ενός συμπεράσματος εξαρτάται από την επιχειρηματολογική πορεία
που διανύθηκε μέχρι τη διατύπωσή του, οι επιχειρηματολογικοί τρόποι που οδηγούν
στην αξιολογική θέση για τη δημοκρατία – ακόμη και αν καταφάσκουν την αξία της
– είναι πολύ διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον.
Αποτέλεσμα αυτής της διαφοράς
στην επιχειρηματολογική δικαιολόγηση της αξίας που αναγνωρίζεται στη δημοκρατία
είναι ο εντοπισμός μιας βαθύτερης διαφωνίας ως προς τους λόγους που στηρίζουν
το κοινό συμπέρασμα. Συνεπώς, διαφωνούν και ως προς την πορεία που διανύει η
κάθε μια από τις προτεινόμενες επιχειρηματολογικές δικαιολογήσεις, για να
συγκλίνουν, στο τέλος, όλες στην ίδια καταληκτική θέση. Για τα δύο πρώτα
παράδοξα , ο συγγραφέας προτείνει συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους
μπορούν να αρθούν: Το πρώτο παράδοξο μπορεί να αρθεί, εάν καταδειχθεί είτε ότι
η αρχαία δημοκρατία ήταν ουσιωδώς διαφορετική σε πολύ κρίσιμα σημεία από τη
σημερινή είτε εάν δειχθεί ότι οι κλασικοί
φιλόσοφοι προέκριναν δυσεπίτευκτους – και άρα υπερβολικούς – στόχους από όσο θα
επέτρεπε μια μετριοπαθής θεώρηση της δημοκρατίας και των δυνατοτήτων της. Το
δεύτερο παράδοξο μπορεί να αρθεί, όπως δείχνει ο συγγραφέας, εάν δεχθούμε ότι
είναι πολλές οι εκδοχές της δημοκρατίας –όσο το επιτρέπουν τα όρια αυτών των
διαφορετικών παραλλαγών– είτε εάν καταδειχθεί ότι είναι τέτοια η ελκτική δύναμη
της δημοκρατίας –τουλάχιστον ως προς τη διακηρυκτική εμβέλεια της αξίας της–
ώστε και μη δημοκρατικά καθεστώτα να παρουσιάζονται έτσι, συγκαλύπτοντας τα
αυταρχικά ή και ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά τους. Τι γίνεται, όμως, με το τρίτο
παράδοξο; Εδώ, κατά τον Παύλο Σούρλα, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα: η
θεωρητική πολλαπλότητα και η ασυμμετρία των προβαλλόμενων επιχειρημάτων είναι
τέτοια που επιτρέπει να υπονοήσει κανείς ότι καλύπτει μια βαθύτερη διαφωνία ως
προς το ίδιο το αντικείμενο της δικαιολόγησης, δηλαδή όχι ως προς την
αναγνώριση της αξίας της δημοκρατίας , αλλά ως προς το τι ακριβώς είναι αυτή.
Έτσι ο συγγραφέας φτάνει στον πυρήνα του προβλήματος που αφορά το ποια μέθοδος,
άρα και ποια θεωρία της δημοκρατίας, απαιτείται για να δικαιολογήσει την
κανονιστική θεώρηση των θεσμών της δημοκρατικής πολιτείας, αλλά και να
επιχειρήσει τη δικαιολόγησή τους.
***
Η δικαιολόγηση μιας τέτοιας θεώρησης
γίνεται σε αναφορά προς αντίστοιχες ηθικοπολιτικές πεποιθήσεις. Η προβληματική σε σχέση με την κανονιστικότητα και τους κανόνες, όπως
διεξάγεται στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας και της θεωρίας της δημοκρατίας,
αλλά και της ηθικής θεωρίας, μπορεί να προκρίνει φορμαλιστικές θέσεις,
όπως ότι το κύρος των θεσμών και των
αξιών της δημοκρατικής πολιτείας εδράζεται στο ίδιο το γεγονός του ορισμού των
κανόνων της, από πρόσωπα που έχουν τη θεμιτή δικαιοδοσία να καθιστούν τη βούλησή τους δεσμευτική για
τους πολίτες, αλλά μπορεί και να προκρίνει την ερμηνευτική και κριτική ανάπλαση
των κρίσιμων κανονιστικών θεσμίσεων μέσα
από την αναστοχαστική θεώρηση των
σχετικών ηθικοπολιτικών κρίσεων. Ο Παύλος Σούρλας προτείνει να ακολουθήσουμε
τον δεύτερο δρόμο, τον δύσβατο δρόμο της επιχειρηματολογικής δικαιολόγησης των
αρχών της δημοκρατίας. Σε τι συνίσταται, όμως, η αναστοχαστικότητα της μεθόδου
με την οποία ο συγγραφέας στοχάζεται και πραγματεύεται τα παραπάνω; Ο Παύλος
Σούρλας, αφού έχει θέσει τα κύρια προβλήματα, όπως εκτέθηκαν παραπάνω, σε σχέση
με την αξία της δημοκρατίας, στη συνέχεια τα αντιμετωπίζει ως ηθικοπολιτικά
ζητήματα που νοηματοδοτούνται σε αντίστοιχα πεδία. Σε αυτά τα πεδία,
σχηματίζονται τα ζεύγη των προβλημάτων που ερευνά ο συγγραφέας, όπως είναι η
σχέση Διαφωτισμού και δημοκρατίας, δικαίου και διαδικασίας, δηλαδή
διαδικαστικής και ουσιαστικής δικαιοσύνης, αλλά και η σχέση δημόσιας και
ιδιωτικής αυτονομίας ως κέντρο της
συζυγίας δημοκρατίας και δικαιωμάτων, κατά τον Χάμπερμας. Επίσης, εξετάζονται η
σχέση φιλοσοφίας και δημοκρατίας και οι επιφυλάξεις του Ρωλς και του Χάμπερμας
απέναντι σε μίας πλατωνικής υφής δέσμευση ως προς τον έλεγχο της ουσιαστικής
ορθότητας πεποιθήσεων και αποφάσεων, ο ρόλος του κοινωνικού συμβολαίου στη
δικαιολόγηση των συγκροτητικών αρχών της δημοκρατικής πολιτείας, καθώς και η
σχέση πολιτικού φιλελευθερισμού και συμβολαιοκρατικής παράδοσης. Στις επόμενες
ενότητες του βιβλίου, γίνεται η εξέταση της σχέσης διορθωτικής και διανεμητικής
δικαιοσύνης, καθώς και του ζητήματος περί το αν η πρώτη εξαρτάται από τη
δεύτερη, με εστίαση στη θεωρία του Ρωλς. Στη συνέχεια, ο Παύλος Σούρλας,
μετακινούμενος από το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν τη σχέση δημοκρατίας,
δικαιοσύνης, δικαιωμάτων και συμβολαιικής δικαιολόγησης, εμβαθύνει σε ζητήματα
που αφορούν το Πνεύμα των Νόμων του
Μοντεσκιέ, υπό το πρίσμα των πολλαπλών επιδράσεων και των ετερογενών ερμηνειών
του. Αντικείμενο του επόμενου κειμένου είναι η «αντιδημοκρατική δημοκρατία» του Καρλ Σμιτ,
δηλαδή η θέση ότι η απευθείας έκφραση (διά βοής) της λαϊκής βούλησης, ως
αδιαμεσολάβητη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας στο πρόσωπο ενός δικτάτορα,
καθιστά μια δικτατορία πιο δημοκρατική από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Σε
αναφορά προς τον Καρλ Σμιτ και τη διάκριση φίλου και εχθρού, ο Παύλος Σούρλας,
στο τελευταίο από τα εννέα κείμενα αυτού του βιβλίου, συνεξετάζει την έννοια
της φιλίας, άρα και της εχθρότητας, στον
Αριστοτέλη, όπου η έννοια της φιλίας είναι στοιχείο της συνοχής του πολιτικού δεσμού,
και στον Καρλ Σμιτ, όπως ορίζει την έννοια του πολιτικού και τις πολύτροπες
εκφράσεις του.
***
Όλα τα παραπάνω πιστεύω ότι αποτελούν κάτι
παραπάνω από τους θεματικούς άξονες του βιβλίου. Είναι, βεβαίως, και αυτό, αλλά
όχι μόνο αυτό. Τα εννέα προβλήματα, που αντιστοιχούν στις ισάριθμες ενότητες
του βιβλίου, αρχίζοντας από το τι σημαίνει να λογίζεται η δημοκρατία ως το
καλύτερο πολίτευμα, σε τι συνίσταται η αξία της και πώς δικαιολογούνται αυτά τα
δύο, μέχρι τα δύο τελευταία κείμενα για τον Καρλ Σμιτ, συνιστούν πρωτίστως
εριζόμενα θέματα που συγκροτούνται σε αντικείμενα αναστοχαστικού ελέγχου. Ο
αναστοχαστικός έλεγχος είναι η ανάσα που κρατά στη ζωή το δικαιολογητικό
εγχείρημα πεποιθήσεων και αποφάσεων-επιλογών, ώστε να έχει αέρα για να βγει
μέχρι τέλους η επιχειρηματολογική διαδρομή. Αυτή την «ανάσα» ο Παύλος Σούρλας
την βρίσκει στην ιδέα της «αναστοχαστικής ισορροπίας» πεποιθήσεων και αρχών του
Ρωλς, την οποία ο διευρύνει και επεξεργάζεται περαιτέρω. Ο συγγραφέας ακολουθεί
την ευρετική πορεία που χαράσσει αυτός ο
αναστοχαστικός έλεγχος: όπως εξηγεί ο ίδιος, επιλέγεται ως σημείο εκκίνησης το
σύνολο των πεποιθήσεων για τις οποίες είμαστε βέβαιοι ως προς τη δικαιολογητική
τους επάρκεια. Στη συνέχεια, αναζητούνται οι ηθικοπολιτικές αρχές που
δικαιολογούν, όσο γίνεται καλύτερα, αυτές τις πεποιθήσεις. Αυτές τις αρχές
πρέπει κανείς να τις δοκιμάζει στο ευρύ πεδίο των ηθικοπολιτικών κρίσεων, οπότε
θα προκύψει και ορισμένη επιφύλαξη ως προς τον βαθμό βεβαιότητας για κάποιες από αυτές τις κρίσεις ή μπορεί να
διαπιστωθεί ότι οι επιλεγείσες αρχές δεν λειτουργούν καλά, άρα θα χρειαστεί να
ελεγχθεί ο τρόπος που ισορροπούν οι μεν με τις δε. Είναι μια διαρκής πορεία
μεταβάσεων από κρίσεις σε αρχές και διαρκής έλεγχος της ισορροπίας ανάμεσά
τους. Ο Παύλος Σούρλας, ξεκινώντας από την αναγκαιότητα των θεμελιωδώς
πρωταρχικών κανονιστικών εννοιών, αναστοχάζεται το τι μπορεί να σημαίνει η
δίκαιη κατανομή των βασικών αγαθών, το ποια είναι αυτά τα βασικά αγαθά, το
γιατί η δίκαιη κατανομή και η κατοχύρωση ίσων δυνατοτήτων σε όλους μαζί και,
αλλά και στον καθέναν, για να διαμορφώσουν υπεύθυνα το σχέδιο της ζωής τους, είναι
ζητήματα αναστοχαστικού ελέγχου και δικαιολόγησης, ώστε να μην είναι
δογματικές, αυτοαναφορικές βεβαιώσεις. Πρόκειται για το πεδίο ορισμού και
διακινδύνευσης σημαντικών ηθικοπολιτικών ζητημάτων. Και εκεί όπου υπάρχει
διακινδύνευση, εκεί αναδεικνύεται και η
ανάγκη ελέγχου και δικαιολόγησης. Εάν, λοιπόν, ηθικοπολιτικά ζητήματα, όπως τα
παραπάνω, θεωρηθούν ως προκλήσεις για τη συγκρότηση κανονιστικών θεωριών, τότε
γίνεται ξεκάθαρο ότι αυτές οι θεωρίες, λόγω του ηθικοπολιτικού τους
περιεχομένου, θα προβάλλουν θέσεις υποκείμενες σε αμφισβήτηση, άρα ανοιχτές σε
έλεγχο και διάψευση, δηλαδή θα είναι ανοιχτές σε διάλογο, διότι η δικαιολόγησή
τους θα γίνεται βάσει μιας ηθικοπολιτικής επιχειρηματολογίας. Και επειδή όλα τα
επιχειρήματα είναι μαχητά, καμία δικαιολογητική υποστήριξη δεν θα είναι
οριστική και τελεσίδικη, οπότε ξαναγυρνάμε στην αξία και την αναγκαιότητα του
αναστοχαστικού ελέγχου για το σύνολο των ηθικοπολιτικών μας πεποιθήσεων, άρα
και για εκείνες που αφορούν τη δημοκρατία, την κρίση και την ανάγκη της θεσμικής
της ανανέωσης της δημοκρατίας. Από αυτές τις αρχές, ο Παύλος Σούρλας οδηγείται
στο να εφαρμόσει την ιδέα της αναστοχαστικής ισορροπίας στο πεδίο των
δημοκρατικών θεσμών, εκεί, δηλαδή, που διακυβεύεται η θεσμική ανανέωση της
δημοκρατίας. Κατά τον συγγραφέα, αυτό δεν μπορεί να αφήνει απ’ έξω ούτε την
καθημερινή πολιτική πρακτική ούτε, βέβαια, τη συλλογική ιστορική εμπειρία. Αυτό
σημαίνει ότι δεχόμαστε πώς – ρητώς ή υπορρήτως – έχουμε συμφωνήσει στην αποδοχή
κάποιων θεσμών, έχουμε συγκατατεθεί στη θετική τους αξιολογική αποτίμηση και
προβαίνουμε σε συναινετικές κρίσεις ως προς το κύρος τους. Είναι οι κύριοι
θεσμοί της συνταγματικής, δημοκρατικής πολιτείας, της αντιπροσωπευτικής,
συνταγματικής δημοκρατίας.
***
Θα προσπαθήσω, τώρα, να καθορίσω με σαφήνεια και
τη σκοπιά από την οποία γράφω αυτό το κείμενο: είδα όλα τα παραπάνω, όπως
προσπάθησα να τα εκθέσω και να τα αναλύσω, από τη σκοπιά της θεωρίας της δημοκρατίας,
που έχει πολιτικό της άξονα τη δημοκρατική-σοσιαλιστική Αριστερά. Έτσι
προσεγγίζω και την αξία του πλούσιου θεωρητικού προβληματισμού αυτού του
βιβλίου. Μια παραδοχή: Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία –το μέγιστο
επίτευγμα του ευρωπαϊκού, συνταγματικού πολιτισμού– εκτίθεται συνεχώς στην κρίση των πολιτών, ενώ
βρίσκεται η ίδια σε κρίση. Είναι πολύμορφη κρίση, αλλά κυρίως είναι η καθημερινότητα,
η οποία πάντα γεννούσε μικρές κρίσεις.
Αυτές εκδηλώνονται ως σύμπτωμα της συνολικής κρίσης του πολιτικού συστήματος. Είμαι της γνώμης –
αν και αυτό δεν είναι του παρόντος – ότι η έννοια της κρίσης είναι συμφυής προς
την έννοια του πολιτικού συστήματος. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να
περιγράψουμε επαρκώς την έννοια του πολιτικού συστήματος, χωρίς την έννοια της
κρίσης. Τα πολιτικά συστήματα παράγουν κρίση, όπως ο ανθρώπινος οργανισμός
μπορεί να παράγει διαρκώς χοληστερίνη. Συνεπώς, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία
δεν είναι «κανονική» ∙ είναι
κυριολεκτικώς κρίσιμη. Εάν ισχύουν τα
παραπάνω, τότε μπορούμε να αναστοχαστούμε με ποιες αρχές θα αντιστοιχήσουμε τις
ηθικοπολιτικές μας πεποιθήσεις για τη δημοκρατία και την κρίση που διέρχεται.
Η κρίση
της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν μπορεί παρά να εκδηλώνεται και ως κρίση
της αντιπροσώπευσης, αλλά και ως κρίση της λαϊκής κυριαρχίας. Η αντιμετώπισή
της επιτάσσει την προγραμματική ανανέωση της ίδιας της πολιτικής. Εκεί που
φθίνει η πολιτική, εκεί δυναμώνει η Άκρα Δεξιά και το μίσος απέναντι στον
πολιτικό φιλελευθερισμό, τη δημοκρατία του γενικού συμφέροντος, την κοινωνική
δικαιοσύνη. Η ανανέωση του πολιτικού
λόγου μπορεί να αναδείξει τις μείζονες πολιτικές διακυβεύσεις της δημοκρατίας.
Αυτές αφορούν τη σχέση κράτους, θεσμών και δημοσίου αγαθού, καθώς και τη σχέση
δημόσιου και ιδιωτικού. Αφορούν τις θεμελιώδεις αρχές στις οποίες εδράζονται οι
δημοκρατικοί-συνταγματικοί θεσμοί μας. Αφορούν τις αρχές ίσης αυτονομίας και φροντίδας
που, ως πρόσωπο-φορέας της πολιτικής ιδιότητας, αξιώνει καθένας για τον εαυτό
του και οφείλει ο ίδιος και σε όλους τους άλλους. Σε αυτό πεδίο των διακυβεύσεων ανιχνεύεται η
δυνατότητα να ξαναβρούμε το κέντρο του δημοκρατικού, πολιτικού ζητήματος,
δηλαδή της σχέσης πολιτικής και κράτους. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η αξιακή
ανατίμηση της πολιτικής. Ο αξιακός γνώμονας για αυτή την αναζήτηση πρέπει να
είναι η κοινωνική δικαιοσύνη. Μόνο έτσι μπορούμε να επιτύχουμε τη χάραξη και τη
θεσμική οργάνωση μιας στρατηγικής για την υπεράσπιση της κοινωνικής συνοχής.
Έτσι μπορεί να επιτευχθεί η προάσπιση όλων των δικαιοκρατικών και δικαιωματοκρατικών
αρχών. Οι αρχές της ίσης αυτονομίας και μέριμνας όλων, της αλληλεγγύης, τα ίδια τα ατομικά δικαιώματα
και η ίση πολιτική συμμετοχή δεν είναι αυτονόητες σε έναν κόσμο άγριων και
συχνά ανθρωποβόρων κοινωνικών ανισοτήτων. Χωρίς την αρχή της κοινωνικής
δικαιοσύνης, αυτές οι αρχές θα μοιάζουν με ανεκπλήρωτες, καλόκαρδες ευχές. Ο
δημοκρατικός σοσιαλισμός, ως εξέλιξη της
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και καταξίωση των κύριων αξιακών αρχών της, δεν
μπορεί να υπάρξει ούτε χωρίς τον πολιτικό φιλελευθερισμό και την αξία των
ατομικών δικαιωμάτων ούτε χωρίς την αρχή του γενικού συμφέροντος ούτε χωρίς την
ίση πολιτική συμμετοχή, αλλά ούτε και χωρίς την κοινωνική δικαιοσύνη. Η
τελευταία είναι, πλέον, προϋπόθεση και για όλα τα άλλα. Η αδιαπραγμάτευτης
αξίας τυπική ισότητα θα φθίνει διαρκώς χωρίς το ουσιαστικό της περιεχόμενο. Η
δυσεπίτευκτη – και συχνά υποκείμενη σε ακριβοδίκαιο έλεγχο ως προς το αν είναι
εφικτό πολιτικό ιδεώδες – ουσιαστική, οικονομική ισότητα θα είναι πάντα οδηγητική
αρχή, για να μη γέρνουν διαρκώς τα πράγματα υπέρ των ολιγαρχών του πλούτου και
σε βάρος των ασθενέστερων. Αλλιώς πώς θα υπάρξει ίση πολιτική συμμετοχή και,
χωρίς αυτήν, πώς θα υπάρχει δημοκρατία; Άλλωστε οι κάτοχοι του πλούτου
εξασφαλίζουν έτσι καθοριστική, πολιτική επιρροή. Συνεπώς, αποκτούν πολιτικά
προνόμια. Τα προνόμια είναι το αντίθετο των δικαιωμάτων. Τα τελευταία είναι
καθολικά βάσει της δημοκρατικής, πολιτικής ισότητας. Οι ανισότητες ακυρώνουν
την ουσία της πολιτικής ιδιότητας. Μετατρέπουν τα δικαιώματα σε προνόμια και τη
δημοκρατία σε ancienne
regime. Πλήττουν την καρδιά της δημοκρατίας και προκαλούν αρρυθμία στις
θεσμικές λειτουργίες της. Πώς θα εμποδιστεί η υπόθαλψη ολοκληρωτικών
φαινομένων, που απειλούν ξανά την Ευρώπη; Τα παραπάνω συναποτελούν τις κύριες
διακυβεύσεις που καθορίζουν το δημοκρατικό, πολιτικό ζήτημα. Θα το βρίσκουμε
διαρκώς μπροστά μας αυτό το ζήτημα, εάν – ο εχθρικός προς τον πολιτικό
φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία – νεοφιλελευθερισμός διευρύνει και εντείνει
και άλλο τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Οι τελευταίες μπορεί να
επιφέρουν ανεπάρκεια της κατανάλωσης για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.
Είναι δυνατόν αυτό να μην οδηγήσει σε επικίνδυνα
πολιτικά αποτελέσματα; Σε αυτή τη συζήτηση, ο γόνιμος θεωρητικός προβληματισμός, τα ζητήματα που
τίθενται και οι προτάσεις που
διατυπώνονται, σε αυτό το βιβλίο, πλουτίζουν τον διάλογο και το καθιστούν βιβλίο-σημείο
αναφοράς. Είτε το διαβάσει κανείς από τη δική μου σκοπιά, όπως την εξέθεσα
προηγουμένως, είτε από άλλη, η αξία του είναι πάρα πολύ σημαντική όχι μόνο για
τη θεωρία της δημοκρατίας, αλλά και για την πράξη υπέρ της δημοκρατίας, επειδή
η δεύτερη, κυριολεκτικά, μεστώνει την
πρώτη.
Ο
Στέφανος Δημητρίου διδάσκει Πολιτική Φιλοσοφία στον Τομέα Φιλοσοφίας της
Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Μίκης Ματσάκης, Παζάρι στο Κάιρο, 1930, λάδι σε χάρντμπορντ, 55 x 66 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου