[Τα γραπτά της Ράντμιλας Ζυγούρη βρίσκονται
στην ιστοσελίδα της (http://www.radmila-zygouris.com) όπου δηλώνει: Τα βιβλία δεν απειλούνται από το Διαδίκτυο.
Στη θέση των βιβλιοπωλείων ανοίγουν μαγαζιά ρουχισμού... Από την υφή του
χαρτιού και την πλοκή των κειμένων, στα υφάσματα. Ευθύνεται το Διαδίκτυο; Το
βιβλίο, αληθινό και αισθαντικό, το αγοράζουμε για να το χαϊδέψουμε, να
τσακίσουμε τις σελίδες του, να συντροφεύει τις μετακινήσεις μας, να σημειώνουμε
στα περιθώρια, να το ταλαιπωρούμε, να το λατρεύουμε, να το κάνουμε δώρο, ενίοτε
το χάνουμε. Ωστόσο, στα βιβλιοπωλεία, σφίγγεται η καρδιά μου. Πληθώρα βιβλίων,
για το τόσο λίγο που κρατά η ζωή μας... Να σκεφτούμε ότι δεν θα έπρεπε να
εκδίδονται τόσα βιβλία; Ναι, ας το σκεφτούμε. Ύστερα, ας συνεχίσουμε να
διαβάζουμε...
Εδώ,
παρουσιάζουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο της, Ο άγνωρος δεσμός, που εκδόθηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις
Κουκκίδα]
Για την ανάλυση
Υπάρχει ένα παράδοξο στην καρδιά
της ανάλυσης: για να είναι αποτελεσματική πρέπει να στηρίζεται στο κενό της,
στο κενό που την εγκατοικεί. Για να υπάρξει αναλυτική πράξη πρέπει, ως πράξη,
να στηρίζεται στην αφάνιση, στη διάνοιξη της ανάλυσης ως κατεστημένης γνώσης.
Στην πραγματικότητα, το κενό του γνωστικού σώματος της ανάλυσης είναι ένα πλήρες ζωής, ένας ζωντανός ιστός μεταξύ δυο ανθρώπων.
Αυτό λοιπόν που κάνει εφικτή την ανάλυση
δεν βρίσκεται βεβαίως στα θεωρητικά ψυχαναλυτικά κείμενα. Μιλώ για την αναλυτική
πράξη, αλλά δεν ξέρω σε ποιο κεφάλαιο της θεωρίας θα εντασσόταν. Ουσιαστικά, ό,τι κι αν πούμε,
είναι αδύνατο να υπάρχει τέτοιο κεφάλαιο. Εν προκειμένω, ο εαυτός μας είναι σαν
αυτό που συμβαίνει με τους πίνακες του Έσερ: το χέρι του καλλιτέχνη είναι συγχρόνως
μέσα στον πίνακα και εκτός. Ο δεσμός είναι ο ομφαλός της αναλυτικής πράξης,
ακριβώς όπως ο ομφαλός του ονείρου που είναι αδύνατο να αναλυθεί. [...] Η
ανάλυση δεν είναι λειτουργική παρά μόνο εάν βασίζεται στη μη-ανάλυση.
Διαφορετικά, πρόκειται για πρακτική εργαστηρίου, οι ασθενείς πειραματόζωα, και
ο αναλυτής να προΐσταται στην τέλεση των εργασιών. Κι ας μιλά κανείς για
«υποκείμενο», λίγο αλλάζει το πράγμα!
Η υφή του δεσμού
Προτού στραφώ στις διάφορες όψεις
της μεταβίβασης, ξέρουμε άραγε πώς υφαίνονται οι ανθρώπινες σχέσεις, οι σχέσεις
μεταξύ δυο σωμάτων, παρόντων και συνομιλούντων; Διαρκώς, οι πάντες επικαλούνται
τη γλώσσα: ό,τι λέγεται συνιστά κάτι το έκδηλο και συγχρόνως απαιτεί ανάλυση
αυτού που είναι λανθάνον. Τι όμως θεμελιώνει τα λόγια; [...] Καταρχάς, είναι
κάτι που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος, μια πραγματικότητα που αποτελείται
από αισθήματα, από συναισθήματα, ασυνείδητα τις περισσότερες φορές, αλλά και
συνειδητά, από αισθητηριακές εμπειρίες εν ολίγοις που δεν έχουν τίποτα το
ειδικά αναλυτικό, μολονότι παράγονται εντός της αναλυτικής συνθήκης.
Αυτό που δημιουργεί δεσμό ανάμεσα σε δυο
ανθρώπινα πλάσματα κατασκευάζεται από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά μιας
ανθρώπινης παρουσίας, θεμελιώδη ενικοτήτων που δεν μπορούν ποτέ να γενικευτούν.
Αυτά τα θεμελιώδη είναι η αφετηρία για να δεθεί κάποιος με κάποιον άλλο, ο ένας
άνθρωπος με τον άλλο, είτε είναι συνειδητός ο δεσμός τους είτε όχι.
Χάρτης και Έδαφος
Στο βιβλίο του Νους και Φύση, ο Γκρέγκορι Μπέιτσον υπενθυμίζει και σχολιάζει την περίφημη ρήση
του Κορζίμπσκι : «Ο χάρτης δεν είναι το έδαφος». Από τι ξεκινά κανείς για να
φτιάξει ένα χάρτη; Από τις «διαφορές» του εδάφους. Καθαυτό το έδαφος –αυτό που
ονομάζουμε «φύση» ή πραγματικότητα– δεν χωρά σε κανένα χάρτη. Ο χάρτης
καταγράφει μόνο διαφορές: κλιματικές, υψομετρικές, σύνθεση εδάφους κτλ. Η
διαφορά είναι κάτι το αφηρημένο που σημειώνεται στο χάρτη με έναν κωδικό
εισόδου και υπό κλίμακα, δηλαδή με παραμέτρους οι οποίες δεν υπάρχουν ούτε στο
χάρτη ούτε στο έδαφος, επιτρέπουν όμως τη μετάβαση από τον ένα στο άλλο.
Αν παρομοιάσουμε με ένα έδαφος
(το οποίο υπάρχει έξω από κάθε αναφορά του σε κάποιο χάρτη) τη σχέση που
βιώνουν αναλυτής και αναλύων, εν συνεχεία και κατ’ αναλογίαν, μπορούμε να
παρομοιάσουμε το χάρτη με ένα εννοιολογικό πλαίσιο. Συνεπώς, μόνο στο μέτρο που
υπάρχουν χάρτες μπορεί η συνάντηση αναλυτή και αναλύοντος να καταγραφεί ως
διαδικασία ειδικώς αναλυτική, που διαφέρει από μια κοινή (δι)ανθρώπινη σχέση
και που πρέπει να τείνει προς ένα σκοπό. Ενώ αντίθετα το έδαφος, αισθαντικό
σύνολο όλων αυτών που δημιουργούν δεσμό μεταξύ δύο προσώπων, εμπεριέχει άπειρες
δυνητικότητες από τις οποίες οι εκάστοτε θεωρίες και θεωρητικές έννοιες
σταχυολογούν ορισμένες διαφορές για να προσδιορίσουν αυτό που θα επικαιροποιηθεί
κατά τη διάρκεια μιας θεραπείας, και για να επικυρώσουν την ιδιαιτερότητα της
ψυχαναλυτικής ανάγνωσης.
Αυτό είναι εξαιρετικά σαφές στην
περίπτωση της μεταβίβασης. Όταν μιλούν για τη μεταβίβαση, οι αναλυτές μοιάζουν
να είναι σίγουροι ότι πρόκειται για εκδηλώσεις που ανήκουν στο χάρτη. Αυτό τους
επιτρέπει να κατανοήσουν και κάτι από το έδαφος στο οποίο δεν έχουν άμεση
πρόσβαση. Ο χάρτης όμως που χρησιμοποιούν δεν μπορεί να εμπεριέχει παρά ένα
μέρος μόνο του εδάφους του ασθενή. Και πολλοί αναλυτές φαίνεται να αγνοούν ότι
το έδαφος που αποδίδουν στον ασθενή τους περιλαμβάνει και τους ίδιους! Και να
πώς φτάνουμε στο χώρο των παραδόξων...
[...] Ο χάρτης, όπως οι θεωρίες,
είναι ένας μηχανισμός πρόσληψης... Συλλαμβάνει διαφορές, αλλά μας απαγορεύει να
προσθέσουμε οτιδήποτε το ετερογενές ως προς την κλίμακά του. Η απαίτηση αυτή
δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι καθαρή ανάλυση δεν υφίσταται και,
επιπλέον, ότι ο ισχυρισμός περί καθαρής ανάλυσης είναι πνευματική απάτη διότι
αρνείται την πολλαπλότητα των ιστών που υφαίνουν τη (δι)ανθρώπινη σχέση, και όλα όσα καθιστούν εφικτή την ψυχαναλυτική
διαδικασία. Αυτά που την καθιστούν εφικτή δεν πρέπει λοιπόν να συγχέονται με
καθαυτή την ψυχανάλυση.
[...] Αν επιμένω στην πρότασή μου
για την εισαγωγή μιας διάκρισης μεταξύ μεταβίβασης και δεσμού είναι γιατί ο
δεσμός δεν ανήκει στο χάρτη αλλά στο έδαφος, ένα έδαφος που δεν έχει πουθενά
αλλού όμοιό του.
Η μορφή του ξένου
Ο άνθρωπος λοιπόν ταυτίζεται κατά
πρώτον με τον άλλον ως άνθρωπο, και αργότερα ως πατέρα, μητέρα, ηγέτη, φίλο ή
εχθρό, οικείο ή ξένο. Από εκείνα τα παλιά χρόνια, μένουν ίχνη και δεν είναι
μόνο αυτά του ανήκειν στο ανθρώπινο είδος. Είναι και ίχνη που ανοίγουν το δρόμο
προς την επιθυμία και την ικανότητα σαγήνης
από τον ξένο. Συχνά, μας βοηθούν να βγούμε από τον περίφρακτο χώρο που
εκπροσωπεί η οικογένεια. Ο πατέρας,
δυνητικά πρώτος ξένος, πρώτη απαραίτητη σαγήνη για να ξεφύγουμε από το πλέον
οικείο... και να εισέλθουμε στην οικογένεια. Εν συνεχεία, θα παράγει... ή
όχι... τον άλλο εγκλεισμό, με τα δικά του ιδεώδη που επιβάλλει.
Το «οικογένειες, σας μισώ»[1]... είναι
άραγε ξεπερασμένο; Τα ιδεώδη της ψυχανάλυσης δεν παράγουν κι αυτά άραγε έναν
διπλό εγκλεισμό; Συμβαίνει ωστόσο, συμβαίνει αρκετά συχνά, και απαγκιστρώνεται
κανείς. Συμβαίνει να μη συγχέει το νόμο ενός πατέρα με καθαυτόν τον ανθρώπινο
νόμο. Ο πατρικός νόμος δεν είναι παντοδύναμος. Κι αν τον παραβιάσει κανείς, δεν
γίνεται οπωσδήποτε τρελός... όπως δεν αποβλακώνεται αν αυνανίζεται... Αυτά
λέγονται προς εκφοβισμό κι οι αναλυτές συμβάλλουν ενίοτε με ύποπτο τρόπο στη
συντήρηση αυτού του φόβου. Σε τι θα απειλούνταν η ψυχανάλυση αν ο νόμος του
πατέρα διατυπωνόταν διαφορετικά; Αν, αντί να υποτασσόμασταν σ’ αυτόν, αρχίζαμε
να αναλύουμε κατά πρώτον τον φόβο του πατέρα;
Η μορφή του ξένου μπορεί να
ανοίξει τον οικογενειακό κλοιό, τον κοινοτικό κλοιό, να φέρει την ελπίδα ενός
καλύτερου αλλού· σε πολλές περιπτώσεις, μπορεί επίσης να αντικαταστήσει την
απουσία του πατέρα.
Οι κοινωνίες που έχουν γνώμονα τη
βία, όπου το αρχαϊκό βρίσκεται παντού (και λειτουργεί κατά προτίμηση στην πλάτη
του ξένου), χαρακτηρίζονται από ένα ιδεώδες ομοιογένειας και μια υπέρμετρη
διαφάνεια των ατόμων που τις απαρτίζουν. Κατασκευάζουν μια εικόνα του ξένου
κατοπτρική: το ζητούμενο σε αυτές τις κοινωνίες είναι η συρρίκνωση όλων των ξένων
σε μια απρόσωπη μάζα· και οι ξένοι, από τη μεριά τους, πρέπει κι αυτοί να είναι
«όλοι ίδιοι». Στο κατώτατο σημείο της κλίμακας του «όλοι ίδιοι» των εντόπιων,
ενώπιον του συλλογικού εθνικού ιδεώδους (ιδεώδους του Εγώ και Υπερεγώ), υπάρχει
το φαντασιακό «όλοι ίδιοι» ενός άφατου εσώτερου κακού που πρέπει να αποβληθεί.
Βίαιος αποκλεισμός.
[1] Φράση του Αντρέ Ζιντ από το Γήινες
τροφές, Οι καινούριες τροφές, εκδ. Ζαχαρόπουλος,
2010 (μτφρ. Μ. Τυρέα-Χριστοδουλίδου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου