29/5/16

Πάσχοντα σώματα

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΜΑΙΡΗ ΜΙΚΕ, Κόκκινες ουλές, εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 130

Ονόματα γυναικών σε ένα ιδιότυπο προσκλητήριο τεθνεώντων και κεκοιμημένων μαρτύρων: Ναυσικά, Δήμητρα, Ιωάννα, Φένια, Ραχήλ, Δέσποινα, Άννα, Ελένη, Σοφία, Ερατώ, Αγγελική, Νατάσα, Ζωή, Αρετή, Σταμάτα, Φρόσω, Άρτεμη, Αθηνά. Ονόματα κοινά και σπάνια, παράξενα και τετριμμένα, χριστιανικά και φορτωμένα με μυθολογικές σημάνσεις. Δεκαεπτά μικρές ιστορίες, όσες και τα ονόματα, που αφηγούνται βίους γυναικών και διασταυρώνονται με τις μεγάλες τομές της ιστορίας και τα καθημερινά μικρά εγκλήματα που γίνονται στο όνομα της οικογένειας, της ηθικής, της θρησκείας, της τιμής, της πατρίδας. Κάθε μια τους ιστορεί μια πληγή που αιμορραγεί σε ένα σώμα βασανισμένο, παραδομένο σε πειθαναγκασμούς, αλωμένο από την τυραννία του μόχθου, ακρωτηριασμένο από την ψυχική αλλοτρίωση ή περήφανο, ανυποχώρητο και απροσκύνητο. Αδιάλλακτοι αδύναμοι άντρες, ανάλγητες βασανισμένες μάνες, αμίλητοι σκυφτοί πατεράδες, σκαιοί φιλοχρήματοι εργοδότες, καχύποπτοι πανεπόπτες γείτονες, θεματοφύλακες των ορθών πολιτικών φρονημάτων, των χρηστών ηθών, των χριστιανικών ιδεωδών, της τάξης και της παράδοσης. Και από κοντά η μεταπολεμική φτώχεια, η μετεμφυλιακή αυθαιρεσία της εξουσίας, η μιζέρια και η κακοδαιμονία της ελληνικής επαρχίας, η αναγκαστική μετανάστευση, το σύγχρονο δουλεμπόριο μεταμφιεσμένο σε ελπίδα ευζωίας, υφαίνουν έναν ιστό παγίδευσης. Μυστικά και ψέματα χτίζουν αόρατα τείχη εγκλεισμού και δωμάτια απομόνωσης, δημιουργούν συνθήκες επιτήρησης και κοινωνικού ελέγχου σε αδιάφορες πόλεις που βουλιάζουν στη στέρηση και τη λάσπη. Συμπιέζουν ανάμεσα στις μυλόπετρες του καταναγκασμού, ευκίνητα σώματα, ρόδινα μέλη, δροσερά μάγουλα, ατίθασα μαλλιά, λαμπερά μάτια, δημιουργικά μυαλά, άξια χέρια, ώστε η θηλύτητα των κορμιών να μαραθεί, οι χυμοί να στερέψουν, τα αισθήματα να στομώσουν, η περηφάνια να καμφθεί και να έρθει η παράδοση και η καταβύθιση στο τέλμα της παραίτησης.

Διαβάζω τις μικρές ιστορίες της Μαίρης Μικέ και αντιλαμβάνομαι ότι σε κάθε μια από αυτές βρίσκω λησμονημένα κομμάτια του εαυτού μου και προσωπικές αγωνίες. Όλες οι προσπάθειες του αυτοπροσδιορισμού, όλες οι εκδοχές δοκιμασίας της έμφυλης ταυτότητας διαδέχονται η μια την άλλη. Οι διηγήσεις δεν έχουν το αίσιο τέλος των εύπεπτων ροζ αφηγήσεων αφού το πριγκιπόπουλο δεν έρχεται ποτέ στην ώρα του να στεγνώσει τα δάκρυα από τα μάτια των γυναικών, να απαλύνει τον πόνο και να φωτίσει τη μίζερη ζωή τους. Είναι απολύτως εστιασμένες στο ψυχικό άλγος του υποκειμένου. Τα γύρω πρόσωπα χαμηλώνουν το βλέμμα και αποσύρονται σε μια ένοχη σιωπή, οι σχέσεις γίνονται θηλιά και περισφίγγουν το λαιμό, οι χώροι στενεύουν ασφυκτικά και εγκλωβίζουν και τα άψυχα αντικείμενα πλησιάζουν απειλητικά. Η γλώσσα άμεση ή υπαινικτική, ρεαλιστική ή μεταφορική διαποτίζεται από την καθαρή οδύνη του βιώματος. Στο σώμα του κειμένου οι λέξεις φέρουν το βάρος της λύπης και της απόγνωσης. Επιλέγονται προσεκτικά για να επικοινωνήσουν στον αναγνώστη το συναισθηματικό κενό, την υπαρξιακή αγωνία, τον πόνο της σωματικής βίας, τον σπαραγμό του ευτελισμού και της ακύρωσης. Στο σώμα των γυναικών οι ουλές ορατές ή αόρατες δεν σβήνουν ποτέ. Απώλειες, πένθη, καταναγκασμοί, εξορίες, στερήσεις, αποχωρισμοί, εξανδραποδισμοί, μοναξιά. Οι ηρωίδες, κατάκοπες από τις δοκιμασίες, εξουθενωμένες από τα πένθη, αόρατες από την απόρριψη, αφυδατωμένες από τη συναισθηματική ξηρασία, βαδίζουν με πείσμα και καρτερία μέχρι το τέλος. Αναζητούν απεγνωσμένα την κατάφαση, τη δικαίωση, την ηδύτητα των αισθημάτων, την υπαρξιακή ολοκλήρωση, τη γαλήνη και στη θέση τους βρίσκουν την καταφυγή στην τρέλα, και τη λύτρωση στον θάνατο.
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα ξεχασμένα ξερονήσια με την επίφαση της αναμόρφωσης, οι αδιαπέραστες οικογενειακές εστίες με τις πρακτικές χειραγώγησης, η κοινωνική επιτήρηση, οι χώροι δουλειάς στην ξενιτειά με τους εξοντωτικούς ρυθμούς, οι θνησιγενείς έρωτες, τα αναγκαστικά προξενιά, οι αταίριαστοι γάμοι, οι ακρωτηριασμένες ελπίδες, η στέρηση των παιδιών, η μοναξιά των γηρατειών, ο κολασμός της διαφορετικότητας, η απώλεια της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης σημαδεύουν το σώμα και την ψυχή, αφήνουν αποτυπώματα που δεν σβήνουν ποτέ.
Στο τελευταίο αφήγημα οι γυναίκες-ηρωίδες συγκεντρώνονται για έναν ύστατο χαιρετισμό πριν ο αναγνώστης κλείσει οριστικά το βιβλίο και οι ιστορίες τους χαθούν στη λήθη. Ιέρειες των ανομολόγητων πόθων, ψυχές αδικαίωτες, ίσκιοι ασώματοι, έρχονται στο νεκρικό δείπνο φτερουγίζοντας ανάλαφρα, φέροντας τα ακριβά δώρα της μνήμης. Κάθονται γύρω από το τραπέζι του συμποσιασμού που έστρωσε η συγγραφέας για να θυμηθούν για μια τελευταία φορά τα παθήματα της ζωής τους. Να αγκαλιάσουν αγέννητα παιδιά, να νοσταλγήσουν τον γενέθλιο τόπο που άφησαν πίσω, να συλλέξουν χωρίς φόβο το μέλι από αόρατες κηρύθρες, να ακουμπήσουν τρυφερά το κεφάλι τους σε φιλόξενους αντρικούς ώμους, να ζυμώσουν εξαίσια γλυκά, να ονειρευτούν χωρίς εφιάλτες, να γεμίσουν τελάρα με τις εικόνες της φαντασίας τους και τα χρώματα της θάλασσας. Με την απόλυτη δικαίωση των νεκρών. Πριν βυθιστούν και πάλι στο έρεβος της ανυπαρξίας.   

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας 


Γιώργος Γουναρόπουλος, Η μητέρα Ασάνιτσα, 1920, λάδι σε μουσαμά, 58 x 47 εκ., Συλλογή Λ.Ν.Τ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: