29/5/16

Μια φιλολογική βιογραφία

ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΝΤΟΥΝΙΑ

Γιώργος Γουναρόπουλος, Οι γονείς μου, 1923- 24, λάδι σε μουσαμά, 81 x 100 εκ., Συλλογή Λ.Ν.Τ.


ΑΘΗΝΑ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ, Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα, επίμετρο-γλωσσάρι Νίκος Σαραντάκος, εκδόσεις Κίχλη, σελ. 496

Η Αθηνά Βογιατζόγλου συνυφαίνει τα νήματα της βιογραφίας και της φιλολογικής ανάλυσης για να αναδείξει την εξέλιξη του Κοτζιούλα ως λογοτέχνη, κριτικού και μεταφραστή σε μια εποχή έντονων αντιθέσεων, συγκρούσεων και εντάσεων που σημαδεύουν το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Μέσα από την αφήγηση του βίου και τη μελέτη του έργου του Κοτζιούλα αναδύεται συγχρόνως και η εποχή, μια τριακονταετία πολυτάραχη -από το 1926 που ο Κοτζιούλας εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μέχρι το 1956, τη χρονιά που πέθανε. Ο μεσοπόλεμος, η δικτατορία του Μεταξά, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή και η Αντίσταση, ο Εμφύλιος, το μετεμφυλιακό καθεστώς είναι τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα που συστήνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι αντιθέσεις που σημαδεύουν το πεδίο της λογοτεχνίας και της κριτικής: «παραδοσιακή ποίηση και μοντερνισμός, Αθήνα και επαρχία, κοσμοπολιτισμός και ελληνικότητα, αστισμός και λαϊκότητα είναι μερικές από τις αντινομίες που συνθέτουν την εποχή, στις οποίες θα πρέπει να προστεθούν οι πολιτικές τριβές μεταξύ του αριστερού, του φιλελεύθερου και του συντηρητικού πολιτικού χώρου και οι διενέξεις μεταξύ ποικίλων λογοτεχνικών ομάδων».

Σε αυτό το πλαίσιο ο Κοτζιούλας επιλέγει και κρατάει σταθερά με το έργο και την πολεμική του το δικό του μετερίζι: είναι ένθερμος οπαδός της παραδοσιακής ποίησης και εχθρός του μοντερνισμού. Κατά την άποψή του οι ποιητές της γενιάς του '30 καταστρέφουν μια ποιητική παράδοση που είναι συνυφασμένη με την ουσία, τις εμπειρίες και την ιστορική φάση εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας. Δυο κείμενα πολεμικής, η “Συγχρονισμένη Ποίηση” του 1937 και το “Πού τραβάει η ποίηση;” του 1950 μιλούν για «άκριτο μιμητισμό των ευρωπαϊκών λογοτεχνικών εξελίξεων, βεβιασμένη εισαγωγή των ποιητικών νεωτερισμών στην Ελλάδα, ασέβεια προς την παλαιότερη ποίηση και τους εκπροσώπους της, απομάκρυνση από το αναγνωστικό κοινό, επιζήμιες για την ποίηση μορφικές και νοηματικές καινοτομίες». Παράλληλα, θίγεται το ζήτημα της διεκδίκησης του λογοτεχνικού πεδίου από την πλευρά των μοντερνιστών, οι οποίοι εγκαλούνται για αντιδημοκρατικές και παρασκηνιακές μεθόδους, που πηγάζουν από μια αίσθηση ταξικής υπεροχής.
Τα επιχειρήματα και το πάθος της πολεμικής του Κοτζιούλα προκύπτουν από δύο βασικές εστίες, από δύο τόπους, που συνδέονται και αλληλοσυμπληρώνονται. Η πρώτη εστία είναι λογοτεχνική και αφορά στη μορφή, το περιεχόμενο και τη λειτουργία της ποίησης. Η Αθηνά Βογιατζόγλου περιγράφει με ακρίβεια στα δύο πρώτα κεφάλαια της εργασίας της -«Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια (1909-1926)» και «Τα χρόνια της αναγνώρισης (1927-1942)»- τη μαθητεία του στην παραδοσιακή ποίηση, τις σχέσεις του με τον κύκλο των λογοτεχνών και κριτικών της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας, όπως και τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες της ζωής του, τη φυματίωση, αλλά και την αντίθεση ανάμεσα στην έλξη της πρωτεύουσας και τη νοσταλγία του χωριού. Για τον Κοτζιούλα, η ποίηση πρέπει να έχει ρίμα και μέτρο, να αντλεί από τη γλώσσα του λαού και να εντάσσει στο σώμα της ακόμα και τους ιδιωματισμούς της ντοπιολαλιάς, γιατί αυτή είναι η δική του αλήθεια. Η ποίηση πρέπει να είναι ρεαλιστική και κριτική, τα θέματά της να είναι παρμένα από τη ζωή του λαού και ο ποιητής να βγαίνει μέσα από τον λαό για να μπορεί «να τραγουδήσει τα βάσανα και τις λαχτάρες έξι εκατομμυρίων». Αυτή την ποίηση υπηρετεί με το έργο του ο Κοτζιούλας και στους κόλπους της αισθάνεται σαν στο σπίτι του. Είναι λογικό λοιπόν να οργίζεται με τους μοντερνιστές που θέλουν να το γκρεμίσουν. Η δεύτερη εστία σύγκρουσης είναι πολιτική και κοινωνική. Στη δική του συνείδηση οι μοντερνιστές είναι αστοί, συντηρητικοί πολιτικά, είναι μια λόγια ελίτ που γράφει κρυπτικά, ακατανόητα, σε έναν ποιητικό κώδικα που εμποδίζει την επικοινωνία με τους πολλούς, για πράγματα που δεν έχουν σχέση «με τα βάσανα και τις λαχτάρες» των λαϊκών στρωμάτων.
Στην Άρτα το 1944
Η εμπειρία που αποκόμισε ο Κοτζιούλας την περίοδο της Αντίστασης (1943-1945), όταν βρέθηκε στα βουνά με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και γνώρισε τον Άρη Βελουχιώτη στάθηκε κρίσιμη για την εξέλιξή του. Όπως παρατηρεί η συγγραφέας, «ήταν η στιγμή στην οποία ο Κοτζιούλας ένιωσε ότι η πραγματοποίηση των ιδανικών του ήταν δυνατή [...] η λαοκρατία και η αταξική κοινωνία έμοιαζαν, για λίγο, εφικτά. [...] Επιπλέον η αντιστασιακή τέχνη ανταποκρινόταν στο όραμά του για μια τέχνη κατανοητή, μορφικά παραδοσιακή και ρεαλιστική – ο μοντερνισμός στο βουνό ήταν εκτός παιχνιδιού. Σε προσωπικό επίπεδο, ο Κοτζιούλας μπόρεσε, επιτέλους, να συνδυάσει τη γραφή με την πράξη». Στα βουνά, στα οικεία του Τζουμέρκα, ο Κοτζιούλας γράφει ποιήματα και τα απαγγέλλει στους αντάρτες. Οργανώνει θίασο, τη Λαϊκή Σκηνή, γράφει επαναστατικά μονόπρακτα, κάνει παραστάσεις στα χωριά, νιώθει ότι απευθύνεται σε δικούς του ανθρώπους που γνωρίζει και καταλαβαίνει: «Μας φαίνεται σαν όνειρο. Κι όμως είναι αλήθεια», γράφει στο Ημερολόγιό του. Αυτή η αλήθεια του ονείρου είναι που τον κρατάει ακόμα ζωντανό.         
Η ποιητική του παραγωγή μετά το 1945, όπως εύστοχα και συστηματικά αναδεικνύεται από την Αθηνά Βογιατζόγλου, αποκαλύπτει έναν ποιητή πιο σύνθετο και με μεγαλύτερο βάθος από τον τύπο ενός απλού φυσιολάτρη, όπως συνήθως παρουσιάζεται στις ανθολογίες. Τα αγωνιστικά ποιήματα τού 1947 που δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη και σε άλλα έντυπα, οι συλλογές Ηπειρώτικα και Φυγή στη φύση, συνδυάζουν τον λυρισμό με τον ρεαλισμό, και -στις καλύτερες στιγμές του - αποκτούν βάθος και πρωτοτυπία, ορίζοντας την οδυνηρή του προσγείωσή από την ανάταση της αντιστασιακής εμπειρίας του βουνού στην εμφυλιακή και την μετεμφυλιακή πρωτεύουσα. Εξάλλου, αυτήν την περίοδο ο Κοτζιούλας θα γράψει μερικά από τα καλύτερα κριτικά του δοκίμια με κορυφαία δύο κείμενα για τον Καρυωτάκη: το «Η καθιέρωση του Καρυωτάκη» (1948) και ένα λιγότερο γνωστό που φέρνει η συγγραφέας στην επιφάνεια: «Η σχολή του Καρυωτάκη και ο κύκλος των ομογενών», δημοσιευμένο στον Νέο Νουμά τον Ιανουάριο του 1952.
Η δεκαετία 1946–1956, «Τα αντιηρωϊκά χρόνια», είναι από πολλές πλευρές ίσως η πιο δύσκολη, αλλά και η πιο γόνιμη του Κοτζιούλα. Επιστρέφει στην Αθήνα και ρίχνεται στη βιοπάλη. «Μου φαίνεται τόσο άχαρο από τους σταυραϊτούς των βουνών να βρίσκομαι πάλι ανάμεσα σε γραμματείς και Φαρισαίους», γράφει στον Γιάννη Σκαρίμπα. Οι φίλοι του έχουν λιγοστέψει, άλλοι έχουν πεθάνει, άλλοι έχουν ξενιτευτεί και άλλοι είναι στις φυλακές και τα ξερονήσια. Ο ίδιος συνεχίζει να εργάζεται, πιστός στις αρχές και τους στόχους του, αλλά σηκώνοντας παράλληλα το βάρος μιας τριπλής ενοχής: «του αγωνιστή που επέστρεψε από τη δράση στα βιβλία, του συναγωνιστή που αντί να βρίσκεται στις φυλακές και στα ξερονήσια βιώνει μια έστω και σχετική ασφάλεια και μια έστω και οικονομικά εξαθλιωμένη ρουτίνα, και του επαρχιώτη που έχει εγκαταλείψει την πάσχουσα, εμπόλεμη επαρχία για να επιστρέψει στην πρωτεύουσα».
Η μελέτη της Βογιατζόγλου αναδεικνύει και υπερασπίζεται πειστικά το έργο ενός λογοτέχνη και κριτικού εν πολλοίς παραγνωρισμένου από την επικράτηση και την κυριαρχία του μοντερνισμού. Ο Κοτζιούλας δεν είναι ένας απλός ηθογράφος, όπως εύκολα ορισμένοι τον προσλαμβάνουν επηρεασμένοι από την χρήση του ηπειρωτικού ιδιώματος, αλλά μια σημαντική και πολύπλευρη πνευματική προσωπικότητα. Ενημερωμένος φιλόλογος, βαθύς γνώστης των λατινικών και των αρχαίων ελληνικών, κριτικός με παρεμβατική δυναμική, πολύγλωσσος μεταφραστής, και ενδιαφέρων αλληλογράφος.
Το βιβλίο της Αθηνάς Βογιατζόγλου είναι καρπός μιας εξαντλητικής και συνδυαστικής διερεύνησης όλων των διαθέσιμων - δημοσιευμένων και αδημοσίευτων - πηγών, για τη ζωή και το έργο του ποιητή. Αναδεικνύει με αφοσίωση και με επίμονη και εξονυχιστική έρευνα το πλούσιο αρχείο Κοτζιούλα, τα συμπληρωματικά αρχεία αξιόπιστων ερευνητών, το έντυπο υλικό περιοδικών και εφημερίδων που ελάνθανε ή ήταν ελάχιστα γνωστό, καθώς και όλες τις μελέτες που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το βίο και το έργο του. Παρακολουθεί και καταγράφει τη ζωή του Κοτζιούλα, από τη γέννησή του έως τον μάλλον πρόωρο θάνατό του, με όλα τα δραματικά, προσωπικά και κοινωνικοϊστορικά συμβάντα που την σημαδεύουν. Αν οι στενά προσωπικές σχέσεις -ιδιωτικός χώρος- μάλλον υποφωτίζονται, η συνάφεια με τη συντεχνία προβάλλει μέσα από την αλληλογραφία του και τα κείμενά του. Αναφέρω ενδεικτικά: στενή φιλία με τον Σκαρίμπα και τον Γονατά, προβληματική σχέση με τον Καραντώνη και τον Μυριβήλη. Παράλληλα προβάλλει με ενάργεια η εμπλοκή του Κοτζιούλα στους πολιτικούς και ιδεολογικούς αγώνες και τις συγκρούσεις που αυτοί προκαλούν. Η Βογιατζόγλου δεν κλείνει την έρευνά της με τον θάνατο του ποιητή, αλλά παρακολουθεί τον κριτικό σχολιασμό, ακόμα και τις απλές αναφορές στο έργο του έως την στιγμή που ολοκληρώνεται το δικό της έργο για εκείνον. Τέλος, το παράρτημα με το πλούσιο γλωσσάρι, που συνέταξε με προσοχή και συστηματικότητα ο ακούραστος Νίκος Σαραντάκος, βοηθά τον σύγχρονο αναγνώστη στην προσέγγιση ορισμένων ιδιωματικών κειμένων του Κοτζιούλα.
Το αξιανάγνωστο αυτό βιβλίο συνδυάζει την ερευνητική ματιά με την φιλολογική εργασία, παρουσιάζει με ενάργεια πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις που διαδραμάτισαν σημαντικό ή ακόμα και δευτερεύοντα ρόλο στον ποιητικό και στον ευρύτερα νοούμενο πνευματικό, πολιτικό και κοινωνικό χώρο μέσα στον οποίο έζησε και έδρασε ο Κοτζιούλας. Πρόκειται για μια συνεχή μετακίνηση από την ποιητική στην κριτική και γενικά στη δημόσια παρουσία και αντιστρόφως. H βιογραφία φωτίζει την δημιουργία των ποιημάτων, των πεζών κειμένων αλλά και των κριτικών παρεμβάσεων, αποδεικνύοντας την στενή τους συνάφεια και προέλευση από πρωτογενή προσωπικά ή ιστορικά ερεθίσματα.
Μπορεί σε πρώτο επίπεδο το βιβλίο της Βογιατζόγλου να αφορά στην λογοτεχνία και την κριτική της, αλλά η ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα αποτελεί το σταθερό φόντο αυτού του σύνθετου εγχειρήματος. Πλάγια ή ευθύβολα, σχεδόν μισός αιώνας δραματικών γεγονότων και συγκρούσεων φωτίζεται μέσα από τη ζωή και το έργο του ποιητή. Βέβαια είναι προφανής η αγαπητική διάθεση με την οποία η συγγραφέας προσεγγίζει το ετερόκλιτο υλικό της προκειμένου να ανασυνθέσει μιαν ενιαία ιστορία για τον άνθρωπο-ποιητή, φιλόλογο και κριτικό. Προσωπικά εκτιμώ θετικά αυτή τη συναισθηματική σχέση όταν συνδυάζεται με την αφηγηματική ικανότητα, την ιστορική προοπτική και τη φιλολογική εντιμότητα, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της Αθηνάς Βογιατζόγλου. Επέλεξε να ασχοληθεί και να αφιερώσει αρκετά χρόνια από την ακαδημαϊκή της δραστηριότητα -και τη ζωή της- σε έναν λογοτέχνη και κριτικό που δεν ανήκει σε αυτό που θα ονομάζαμε λογοτεχνικό κανόνα. Αγωνίστηκε να αποκαθάρει τον Κοτζιούλα από την υποτιμητική κατάταξή του σε μια τέχνη του φολκλόρ και να δείξει την σύνθετη προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Και τα κατάφερε δίνοντάς μας μια υποδειγματική φιλολογική βιογραφία. Νομίζω ότι ο Γιώργος Κοτζιούλας, ποιητής, πεζογράφος, φιλόλογος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, αριστερός και ηπειρώτης, θα είχε κάθε λόγο να νιώθει πλέον δικαιωμένος. 

Η Χριστίνα Ντουνιά διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: